373/2016 ΠΠΡ ΑΘ
Παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και την υπόληψη του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των αρθρ. 361-363 ΠΚ. … Περαιτέρω, γεννάται το ζήτημα ποιος ο κύκλος των «τρίτων» προσώπων, στον οποίο απέβλεψε ο δράστης της δυσφήμησης. Τούτο διότι κάθε πρόσωπο, το οποίο πληροφορείται περί του (ψευδούς) ισχυρισμού από το ίδιο το φερόμενο ως θύμα, δεν εντάσσεται στην έννοια του τρίτου, αφού, πρώτον, δεν ανήκει στον κύκλο των εν δυνάμει, κατά την αντίληψη του ίδιου του δράστη, προσώπων ενώπιον των οποίων επιχειρείται η συκοφάντηση και δεύτερον, δεν μπορεί να νοηθεί, ως «ενώπιον τρίτου ισχυρισμός», εκείνος ο οποίος λαμβάνει χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο της «ενώπιον τρίτου» εκφοράς του από τον δράστη. Όταν το φερόμενο ως θύμα δημοσιοποιεί-κοινοποιεί το ίδιο, μετά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, την εις βάρος του εγκληματική ενέργεια (ήτοι: την φερομένη συκοφάντησή του), η ενέργεια του αυτή δεν συνδέεται αιτιωδώς με πταίσμα του δράστη, αλλ αποκλειστικά με την διάθεση του υποκειμένου να διαθέσει (εκθέσει), δημοσίως και οικειοθελώς, τμήμα της προσωπικότητας του. Εξάλλου, η προσφυγή στην Δικαιοσύνη και η εκδίκαση μιας υπόθεσης από το καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο δεν αποτελεί διεύρυνση του κύκλου των «τρίτων» προσώπων. Διότι, αφ` ενός μεν ούτε σ` αυτόν τον κύκλο (του ακροατηρίου) θα αποβλέπει ο δράστης, σε αβέβαιο δηλαδή και άγνωστο κύκλο προσώπων και σε μελλοντικό, αβέβαιο γεγονός (ήτοι: την συζήτηση της υπόθεσης, όποτε και αν αυτή πραγματοποιηθεί), αφ` ετέρου δε, αν θεωρηθεί ο εξ επαγγέλματος επιλαμβανόμενος δικαστής ως τρίτος, τότε κάθε ενώπιον του εισαγόμενη υπόθεση προς εκδίκαση ενεργοποιεί τη νομοτυπική μορφή των άρθρων 362 και 363 ΠΚ. Ας σημειωθεί ότι στα άρθρα 362 και 363 ΠΚ δεν προβλέπονται εγκλήματα αποτελέσματος (πρβλ. ΑΠ 140/1997 ΠοινΧρ ΜΖ`, σ. 1336: η συκοφαντική δυσφήμηση είναι τυπικό έγκλημα), ούτε βέβαια πρόκειται για εγκλήματα διαρκή, ούτως ώστε να γίνεται αποδεκτή είτε νέα τέλεση είτε συνέχιση του αδικήματος δια της εκδίκασης της ποινικής (ή αστικής), υπόθεσης, κατόπιν έγκλησης (ή αγωγής), κατ` ενός φερομένου ως συκοφάντη, λόγω του ότι με την απολογία ή τις προτάσεις του ο κατηγορούμενος (ή εναγόμενος) επανέλαβε το περιεχόμενο των δυσφημιστικών ισχυρισμών που είχε προηγουμένως διαλάβει σε έτερο δικόγραφο (λ.χ. σε αγωγή του κατά του εγκαλούντος-ενάγοντος), ακριβώς διότι η θεσμικά προβλεπόμενη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης δεν εντάσσεται στην έννοια του «τρίτου». Δεν μπορεί, επιπλέον, να γίνει αποδεκτό ότι ο φερόμενος ως δράστης αποβλέπει σε πρόσωπο τρίτου του οποίου η ταυτότητα και όλα τα στοιχεία προσδιορισμού του (π.χ. φύλο, ηλικία, γνώσεις κτλ.) κατά την εκδήλωση του (ψευδούς) ισχυρισμού είναι άγνωστα και απροσδιόριστα, όταν μάλιστα πρόκειται για τον όποιον τρίτο θα λάβει γνώση, ενδεχομένως, του δυσφημιστικού ισχυρισμού στο μέλλον. Δεν μπορεί, ακόμη, ως «τρίτος» της οικείας ποινικής διάταξης (άρθρα 362,363 ΠΚ) να θεωρηθεί πρόσωπο θεσμικά (δικονομικά) εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών (π.χ. ο εισαγγελέας, ο δικαστής μίας υπόθεσης, ο αρμόδιος γραμματέας), καθότι κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αποβάλλει την προσωπική του «ταυτότητα» και εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανατεθειμένο σε αυτό θεσμικό του ρόλο. Το δικαστικό πρόσωπο δεν είναι «τρίτος» θεσμικά και δικονομικά ως προς το βιοτικό συμβάν, όπως λ.χ. ο οποιοσδήποτε παρών, ο οποίος θα λάβει γνώση της δυσφημιστικής εκδήλωσης, ο απλός θεατής του βιοτικού συμβάντος κατά τον χρόνο της εξέλιξης του. Τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας (προδικασίας και κύριας διαδικασίας), δεν διασκέπτονται δημοσίως (πρβλ. άρθρο 371ΚΠΔ, 301 ΚΠολΔ), δεν τους αφορά το πρόσωπο των διαδίκων (in rem εξελίσσεται η ποινική δίκη, in personam κηρύσσεται η ενοχή ή η αθωότητα – πρβλ. άρθρο 370 ΚΠΔ). Δεν μπορούν, εξάλλου, οι ανύπαρκτες, ως δικονομικό μέγεθος, «υπόνοιες» του εισαγγελέα ή του δικαστή κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης, ν` αναχθούν σε (δικονομικό) μέγεθος μετρήσιμο που αξιολογείται για τον σχηματισμό της δικαστικής φύσης. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν ήθελε υποστηριχθεί ότι οι «υπόνοιες» που σχημάτισε ο εισαγγελέας ή ο δικαστής εκ της (ψευδούς) αγωγής, μήνυσης, καταγγελίας κτλ. αποτελούν απτό εμπει ρικό και δικονομικά αξιολογήσιμο μέγεθος, τούτο θα είχε ως συνέπεια ότι ο ενάγων, ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης στην διαδικασία της πολιτικής δίκης, οφείλει ν` αποδείξει ότι, μέσω της κατάθεσης της (ψευδούς) αγωγής (μήνυσης, καταγγελίας κτλ.), επήλθε η προσβολή του εννόμου αγαθού της τιμής, δεδομένου ότι η δυνατότητα επέλευσης του κινδύνου αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, ενόσω ο δικαστής, στον οποίο έχουν σχηματισθεί «υπόνοιες», προκειμένου να σχηματίσει την δικανική του πεποίθηση, οφείλει ν` αναμένει την κατάθεση των προτάσεων των διαδίκων και την προβολή των εκατέρωθεν ισχυρισμών τους, πράγμα που ανάγεται στο μέλλον, στον χρόνο δηλαδή συζήτησης της αγωγής (βλ. ΑΠ 140/1997 ό.π: η συκοφαντική δυσφήμηση τελείται από την στιγμή που ο τρίτος θα λάβει γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος). Σε αφηρημένο επίπεδο, μη δυνάμενο να στηρίξει την συνδρομή του στοιχείου της δυνατότητας επέλευσης του κινδύνου και συνεπώς της συντέλεσης της οικείας αξιόποινης πράξης (άρθρα 362, 363 ΠΚ), ανάγεται και η θέση ότι ο δικαστικός επιμελητής είναι και αυτός «τρίτος», ενώπιον του οποίου λαμβάνει χώρα ο δυσφημιστικός ισχυρισμός. Τούτο προϋποθέτει, πρώτον, ότι ο κατηγορούμενος-εναγόμενος επεδίωξε την συκοφάντηση του εγκαλούντος- ενάγοντος ενώπιον προσώπου αγνώστου στον ίδιο και στον λήπτη της (ψευδούς) αγωγής (εναγόμενο), αυτή δε αποτελεί την επιλεγείσα από τον δράστη διαδικασία πραγμάτωσης της απόφασης του και δεύτερον, ότι ο όρος «αφηρημένη-συγκεκριμένη διακινδύνευση» (η δυσφήμηση αποτελεί έγκλημα αφηρημένης-συγκεκριμένης διακινδύνευσης: βλ. Σπινέλλη, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Εγκλήματα κατά της τιμής, γ` έκδ., σ. 48) δικαιολογεί την θέση ότι, αφού δεν απαιτείται η επέλευση του κινδύνου, αρκεί για την συντέλεση της πράξης η υπόθεση ότι ο δικαστικός επιμελητής ανέγνωσε το κείμενο της (ψευδούς) αγωγής (ή εξώδικης πρόσκλησης-δήλωσης), κατ` αποτέλεσμα με βάση το απαράδεκτο στην πολιτική δίκη (αλλά και στην ποινική, κατ` αντιστροφή του βάρους της απόδειξης, πρβλ. ΕφΑΘ 1102/2002 ΠοινΧρ ΝΓ`, σ 252) «τεκμήριο» ότι το ανέγνωσε, διότι, αν το είχε αναγνώσει, ενδεχομένως θα είχε σχηματίσει αρνητική άποψη για τον φορέα του εννόμου αγαθού της τιμής (βλ. σχ. Θρ. Κονταξή, «Η έννοια του τρίτου στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης», ΠοινΔνη 2015, σ. 358 επ.).