Αν και στα πρωτοσέλιδα των ΜΜΕ (ηλεκτρονικών και μη) φιγουράρει είτε η κατ’ αρχήν συμφωνία μεταξύ ΔΝΤ και Ελλάδας, είτε οι εκτιμήσεις του Ταμείου για την πορεία ΑΕΠ, χρέους και ελλείμματος, όπως λέει και το ρητό που έχουν τη τάση να χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι (και όχι μόνο): «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες».
Αυτό ακριβώς ισχύει και στην έκθεση των τεχνοκρατών του Ταμείου, αναφορικά με το θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο, μάλιστα, κατά το παρελθόν υπήρξε μία ακόμη «κόκκινη γραμμή» της κυβέρνησης, που μάλλον θα αρχίσει να ξεθωριάζει και μάλιστα με ταχύτητα.
Σύμφωνα με το Ταμείο οι μισθοί στην Ελλάδα εάν συνδεθούν με την παραγωγικότητα, δεν έχουν υποστεί και τόσο μεγάλες μειώσεις και μάλιστα έχουν επιστρέψει στα επίπεδα προ κρίσης, άρα -σημειώνει το ΔΝΤ – δεν υπάρχει «υπερβολική προσαρμογή μισθών».
Η Ελλάδα, συνεχίζει το Ταμείο, θα πρέπει να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, κάτι το οποίο θα καταφθάσει μόνο μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων. Παράλληλα προστίθεται ότι η απασχόληση επικεντρώνεται σε μικρές επιχειρήσεις οι οποίες εμφανίζουν μεγάλες αποκλείσεις στην παραγωγικότητα.
Όμως το Ταμείο προχωρά ένα βήμα παραπέρα και εμμέσως πλην σαφώς αφήνει να εννοηθεί ότι ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να προχωρήσει σε περαιτέρω μείωση του κόστους λειτουργίας του (με τον ευκολότερο, φυσικά, τρόπο για να γίνει αυτό είναι η μείωση μισθών). Για ποιον λόγο; Μα γιατί οι οφειλές του ιδιωτικού τομέα προς το τραπεζικό σύστημα φθάνει στο 130% του ΑΕΠ, είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ευρωζώνη και ως εκ τούτου οι επιχειρήσεις θα πρέπει να «κατακτήσουν μία «ευλυγισία» αναφορικά με το κόστος λειτουργίας τους».
Γιατί είναι «επικίνδυνες» οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για την οικονομία
Εάν υπάρξει επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων το πρώτο που θα δυσκολέψει ή ακόμη και θα… καταργηθεί, σημειώνει το ΔΝΤ, είναι η δυνατότητα των εταιρειών να στραφούν στο μέσο των επιχειρησιακών διαπραγματεύσεων.
Ως εκ τούτου κυρίως οι μικρές επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να «φορτωθούν» μεγαλύτερο μισθολογικό κόστος κάτι το οποίο θα περιορίσει την ικανότητά τους να προχωρήσουν τόσο σε αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων τους όσο και σε αύξηση της απασχόλησης. Μάλιστα κάποιες εξ αυτών εξαιτίας του υψηλού κόστους λειτουργίας είτε θα αναγκαστούν να διακόψουν τη δραστηριότητά τους είτε να προχωρήσουν σε απολύσεις.
Όλο αυτό το παραπάνω σκηνικό θα πλήξει τη δύσκολα κατακτημένη ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και επιπρόσθετα θα «παγώσει» τη μείωση της ανεργία ή ακόμη και μπορεί να αντιστρέψει αυτήν την τάση, εξέλιξη που θα έχει οξύτατα αρνητικές συνέπειες στο κοινωνικό σύνολο.
«Επομένως το κόστος επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων «διαγράφει» τα όποια οφέλη μπορεί να προέλθουν από αυτήν την κίνηση».