Οσο η Ευρωπαϊκή Ενωση δοκιμάζεται, είναι απαραίτητο να σκύψει με προσοχή σε τομείς που επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών της. Μέχρι σήμερα, οι πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί από τις Βρυξέλλες στον τομέα της ενέργειας, παρότι είναι αξιόλογες, δεν επαρκούν για να ικανοποιήσει η Ε.Ε. τους στόχους που συμφωνήθηκαν στη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Με το πακέτο «καθαρή ενέργεια», η Κομισιόν κατέθεσε τις προτάσεις της για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Ενωσης, αλλά δεν κατάφερε να αντεπεξέλθει στις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί.
Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ είχε ανακοινώσει το 2015 το πρόγραμμα της Ενεργειακής Ενωσης, το οποίο είχε πέντε προεκτάσεις. Πρώτον, είχε άμεση σχέση με την ενεργειακή ασφάλεια, την αλληλεγγύη και την εμπιστοσύνη. Δεύτερον, εστίαζε στην πλήρη σύγκλιση της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς. Τρίτον, επεκτεινόταν στο θέμα της αποτελεσματικότερης αξιοποίησης της ενέργειας και, τέταρτον, στην απεξάρτηση των οικονομιών από τον άνθρακα. Πέμπτον, το πρόγραμμα της Ενεργειακής Ενωσης ενθάρρυνε την έρευνα, την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα.
Οι νομοθετικές προτάσεις, που ονομάστηκαν πακέτο «καθαρής ενέργειας», δημοσιοποιήθηκαν από την Ε.Ε. τον Νοέμβριο του 2016. Απώτερος στόχος έως το 2030 είναι να υπάρξει πρόοδος στην αποτελεσματική χρήση ενέργειας, στην ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στην περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος. Πλεονέκτημα του πακέτου ήταν ότι τέθηκαν συγκεκριμένοι στόχοι από την Κομισιόν με προθεσμία το 2020.
Εν τούτοις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να είναι πιο φιλόδοξη στους στόχους της για να καταφέρει να αντεπεξέλθει στη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.
Ενα από τα βασικά μειονεκτήματα ως προς την υλοποίηση των στόχων είναι η έλλειψη συγκεκριμένου πλαισίου διακυβέρνησης που να ισχύει για τους τομείς ενέργειας όλων των κρατών-μελών. Αν και τα ευρωπαϊκά δίκτυα ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου είναι στενά συνδεδεμένα, επικρατεί χάσμα ανάμεσα στο ρυθμιστικό και νομοθετικό πλαίσιο των κρατών-μελών. Προέχει να αλλάξουν αυτές οι διαδικασίες, ιδιαίτερα όταν ο ενεργειακός κλάδος κατευθύνεται σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο όπου η ελεύθερη αγορά δεν παίζει αποκλειστικό ρόλο, αλλά υπάρχει και κεντρικός σχεδιασμός, μέσω επιδοτήσεων για «πράσινη ενέργεια» σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητο να τεθούν οι βάσεις για μια κοινοβουλευτική συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τους στόχους μιας ενιαίας ενεργειακής πολιτικής.
Επίσης, το πακέτο «καθαρή ενέργεια» της Ε.Ε. δεν καλύπτει την κοινωνική διάσταση μιας ενιαίας ενεργειακής πολιτικής. Σε ποιο βαθμό, δηλαδή, η εξέλιξη του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος θα οδηγήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές, θα επηρεάσει τις υφιστάμενες θέσεις εργασίας στον κλάδο, τις συνθήκες διαβίωσης και το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον. Η Κομισιόν πρέπει να αναγνωρίσει ότι δεν μπορεί να συντελεστεί η εξέλιξη του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος χωρίς δημόσια στήριξη. Η έλλειψη γενικής στρατηγικής δείχνει ότι η Κομισιόν δεν έχει αποσαφηνίσει την πρακτική εφαρμογή των στόχων της για το πακέτο «καθαρή ενέργεια».
* O Philipp Fink είναι αξιωματούχος στο Τμήμα Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής στο βρετανογερμανικό κέντρο ερευνών Friedrich-Ebert-Stiftung, με έδρα το Βερολίνο.
** Ο Antoine Guillou είναι συντονιστής επί κλιματικών και ενεργειακών θεμάτων στο κέντρο ερευνών Terra Nova της Γαλλίας.
*** Ο Robert Schachtschneider εργάζεται στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής. Υπήρξε εκπρόσωπος των Σοσιαλδημοκρατών σε ενεργειακά και οικονομικά θέματα.
Το άρθρο αναρτήθηκε στον ιστότοπο SocialEurope.