Το Ευρωπαικό Δικαστήριο αποφάνθηκε σήμερα ότι οι τρείς μήνες είναι η μέγιστη προθεσμία που έχει ένα κράτος μέλος της ΕΕ για να ζητήσει από άλλο κράτος μέλος να εξετάσει μια αίτηση ασύλου που για πρώτη φορά υποβλήθηκε σε αυτό.
Οπως αναφέρει σε σημερινή απόφασή του το ευρωδικαστήριο, «ο αιτών άσυλο μπορεί να επικαλείται δικαστικώς το γεγονός ότι το εμπλεκόμενο κράτος μέλος κατέστη υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του λόγω λήξεως της προθεσμίας τριών μηνών την οποία έχει το κράτος μέλος αυτό για να ζητήσει από άλλο κράτος μέλος να τον αναδεχθεί».
Η εν λόγω προθεσμία αρχίζει, σύμφωνα με την απόφαση του ευρωδικαστηρίου, πριν από την κατάθεση «επίσημης» αιτήσεως ασύλου και συγκεκριμένα όταν έγγραφο το οποίο πιστοποιεί ότι ζητήθηκε διεθνής προστασία έχει περιέλθει σε αρμόδια αρχή.
Η απόφαση αυτή εκδόθηκε με αφορμή την υπόθεση ενός υπηκόου της Ερυθραίας ο οποίος στις 14 Σεπτεμβρίου 2015 ζήτησε άσυλο στο Μόναχο από διοικητική αρχή του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, η οποία του χορήγησε, την ίδια ημέρα, πιστοποιητικό καταγραφής του ως αιτούντος άσυλο.
Τον Αύγουστο του 2016 οι γερμανικές αρχές διαπίστωσαν ότι είχε φθάσει στη Γερμανία μέσω Ιταλίας και με απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, το γερμανικό δικαστήριο (Bundesamt) απέρριψε την αίτηση χορηγήσεως ασύλου και διέταξε τη μεταφορά του στην Ιταλία.
Ο ενδιαφερόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Verwaltungsgericht Minden (διοικητικού δικαστηρίου) όπου υποστήριξε ότι, κατά τον κανονισμό Δουβλίνο III, η ευθύνη για την εξέταση της αιτήσεώς του μεταφέρθηκε στη Γερμανία.
Ο κανονισμός αυτός προβλέπει ότι το αίτημα αναδοχής πρέπει να υποβάλλεται το αργότερο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως διεθνούς προστασίας και ότι, μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, η ευθύνη για την εξέταση της αιτήσεως βαρύνει το κράτος μέλος στο οποίο η υποβλήθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας.
Με τη σημερινή απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, (στο οποίο υπεβλήθη σχετική προδικαστική ερώτηση) απαντά ότι ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί να επικαλείται, στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης κατά αποφάσεως περί μεταφοράς του, τη λήξη της ως άνω τρίμηνης προθεσμίας, τούτο δε ακόμη και αν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής είναι διατεθειμένο να δεχθεί την αναδοχή του αιτούντος αυτού.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει, επίσης, ότι ένα αίτημα αναδοχής δεν μπορεί να υποβληθεί εγκύρως μετά την παρέλευση πλέον των τριών μηνών από της υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας.