Τα Δικαστήρια στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας δεν είναι μόνο η έδρα του Αρείου Πάγου, αλλά και ευτυχές σύμβολο μιας τεράστιας δυσκολίας που αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του: να χτίσει ένα αξιοπρεπές Δικαστικό Μέγαρο στην πρωτεύουσα. Είναι ένα από τα πλέον ενδεικτικά κεφάλαια μιας περιπέτειας που ξεκίνησε από τότε που η νεότερη Ελλάς συνέλαβε την ιδέα του εαυτού της, δείγμα ατελεύτητων κύκλων αναποτελεσματικότητας, τόσο ενδεικτικών για το κράτος και την κοινωνία. Δεν υπήρξε πρωθυπουργός από τον 19ο ώς τον 20ό αιώνα που να μην αναμείχθηκε, λίγο ή πολύ, με τη φιλοδοξία να επιλύσει το μείζον πρόβλημα της άστεγης Δικαιοσύνης. Είναι ένα μυθιστόρημα-ποταμός, που αποτυπώνει πλήθος ατυχών χειρισμών αλλά και αντικειμενικών δυσκολιών, ένα συναρπαστικό κεφάλαιο αρχιτεκτονικής, πολεοδομίας, νομικής επιστήμης και πολιτικής φιλοδοξίας, που αναδεικνύει η αρχιτέκτων Αμαλία Κωτσάκη στη μελέτη της «Η στέγαση της Δικαιοσύνης. Αθήνα 1834-2014» (εκδόσεις Ανοικτή Βιβλιοθήκη).
Αυτό που καταγράφει διεξοδικά η Αμαλία Κωτσάκη είναι η «μοναδικότητα» της περιπέτειας της Δικαιοσύνης που αντίθετα με άλλους θεσμούς και κρατικές οντότητες (Ανάκτορα, Κοινοβούλιο, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Τριλογία, Μητροπολιτικός Ναός, κλπ.) ατύχησε ως προς την αρχιτεκτονική της έκφραση. Η ανάγκη είχε εξ αρχής διατυπωθεί αλλά οι ατυχείς κύκλοι προσέκρουαν σε αλλαγές κυβερνήσεων, σε διαμαρτυρίες για χωροθέτηση και αρχιτεκτονικά σχέδια, σε οικονομικές δυσκολίες, σε πολέμους και σε διακύμανση πολιτικής βούλησης. Αποτέλεσμα ήταν η Αθήνα να στεγάζει τη λειτουργία της Δικαιοσύνης επί σχεδόν ενάμιση αιώνα σε «αχούρια», σε διάσπαρτους και ακατάλληλους χώρους και να δυσκολεύει την καθημερινότητα των δικηγόρων επί σειρά γενεών. Ανέκδοτο είχε γίνει πλέον η «Σανταρόζα», τα παλιά δικαστήρια, με τις πρωτόγονες συνθήκες, έγινε τραγούδι, γέννησε τύπους και τροφοδότησε ιστορίες. Ολα αυτά ενώ διεθνώς και σε ένα κάδρο αστικής άμιλλας τα νέα δικαστικά μέγαρα που γεννούσε ο αιώνας της προόδου, ο 19ος, γίνονταν ορόσημα: στο Παρίσι (1857-68) επί Ναπολέοντος Γ΄, στις Βρυξέλλες (1862-63), το πιο πολυσυζητημένο μέγαρο λόγω της ατυχούς πομπώδους έκφρασης, στο Λονδίνο (1866-1872), στη Βιέννη (1872-1883) στη Λειψία (1887-1895), στη Ρώμη (1888-1910) και αλλού.
Η Αθήνα είχε μείνει πίσω. Ωστόσο, θα είχε συμβαδίσει αν είχε προχωρήσει το σχέδιο στο πλαίσιο των τρικουπικών μεταρρυθμίσεων. Αλλά, ο πρώτος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός προκηρύσσεται μόλις το 1900.
Παρότι ήταν πάγιο αίτημα της δικηγορικής κοινότητας που ασφυκτιούσε στα καταγώγια και τα παραπήγματα της Αθήνας από τον 19ο αιώνα, το δικαστικό μέγαρο χωροθετήθηκε εντέλει από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1962 στο οικόπεδο της Αλεξάνδρας.
Η επιλογή του χώρου προϋπέθετε την κατεδάφιση των Φυλακών Αβέρωφ, του πυργοειδούς οικοδομήματος που έχει εγερθεί με πρωτοβουλία της βασίλισσας Ολγας, πράγμα το οποίο και έγινε. Κατά ειρωνική συγκυρία, το πάγιο αίτημα της δικηγορικής κοινότητας, το Θέμιδος Μέλαθρον, η ανώτατη θεσμική εξουσία απέναντι στην εκτελεστική, αυτό που επεδίωκε η Αθήνα από τη δεκαετία του 1830, έμελλε να το θεμελιώσει ως οικοδόμημα η χούντα, που είχε προκηρύξει τον διαγωνισμό το 1968 (όπως λέει η Αμαλία Κωτσάκη, «τα περισσότερα Δικαστικά Μέγαρα της Ευρώπης χτίστηκαν σε εποχή κατάπτωσης της Θέμιδας»).
Είναι από τα παράδοξα της Ιστορίας. Η δικτατορία προχώρησε το σχέδιο Καραμανλή και θεμελίωσε το δικαστικό μέγαρο. Σταδιακά άρχισε να χτίζεται σε πρώτη φάση ο Αρειος Πάγος έως ότου έρθει η τελετουργική στιγμή των εγκαινίων το 1981 επί κυβερνήσεως Γ. Ράλλη. Ο Κων. Καραμανλής ήταν ανώτατος άρχων εκείνη την περίοδο και συμβολικά ήταν παρών στην παράδοση ενός αιτήματος της ελληνικής νομικής κοινότητας από καταβολής ελληνικού κράτους.
Ο Αρειος Πάγος στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας είναι έργο των αρχιτεκτόνων Ιάσονα Ρίζου και Δημήτρη Καταρόπουλου (α΄βραβείο αρχιτεκτονικού διαγωνισμού), αλλά το συγκρότημα συμπληρώνεται αργότερα με το Εφετείο, το Πρωτοδικείο και το Ειρηνοδικείο. Η Αμαλία Κωτσάκη επιχειρεί μία συναρπαστική περιήγηση στην αρχιτεκτονική ιδέα περί Δικαστηρίων στην Αθήνα επί δύο αιώνες, στην περιπέτεια της χωροθέτησής τους και στον συμβολισμό της αρχιτεκτονικής τους έκφρασης. Κορύφωση όλων των προσπαθειών ήταν η πρωτοβουλία του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1929-1930 να προωθήσει ανέγερση δικαστικού μεγάρου στου Μακρυγιάννη με ανάθεση της αρχιτεκτονικής μελέτης στον Αλέξανδρο Νικολούδη, ο οποίος ήταν πολιτικός του φίλος (η Αμαλία Κωτσάκη έχει μελετήσει εμβριθώς το έργο του Νικολούδη. Η διατριβή της έχει κυκλοφορήσει σε εξαιρετική έκδοση από τις εκδόσεις Ποταμός). Οι αντιδράσεις για το νεομπαρόκ σχέδιο του Νικολούδη ήταν τόσο έντονες (ο τρούλος υψωνόταν στα 66,35 μέτρα), ώστε το σχέδιο τελικά ματαιώθηκε.
Ενδιαφέρον είναι ότι τόσο ο Αλέξανδρος Νικολούδης, από τα νεανικά του χρόνια, όσο και ο Ερνέστος Τσίλλερ, είχαν τη φιλοδοξία να υπογράψουν το Δικαστικό Μέγαρο της Αθήνας και συμμετείχαν σε όλους τους διαγωνισμούς με παραλλαγές κάθε φορά της βασικής τους ιδέας, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να υλοποιήσουν την ιδέα τους παρότι ήταν οι ονομαστοί αρχιτέκτονες της αστικής Αθήνας. Τα σχέδιά τους είναι διδάγματα ακαδημαϊκής δημόσιας αρχιτεκτονικής με πολλές παραμέτρους προς ανάλυση. Πολλά ήταν τα σημεία που κατά καιρούς είχαν προταθεί για να στεγάσουν τα Δικαστήρια: οι βασιλικοί στάβλοι (εκεί όπου χτίστηκε το Μέγαρο ΜΤΣ) ή το οικόπεδο απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην οδό Πατησίων, αλλά το κράτος αδυνατούσε να πετύχει αποτέλεσμα. Σήμερα, η περιπέτεια αυτή είναι ελάχιστα γνωστή, γι’ αυτό και το βιβλίο της Αμαλίας Κωτσάκη παρέχει ευεργετική πληροφόρηση και ευπρόσδεκτο αιφνιδιασμό.