Η διαχείριση της απόφασης του Eurogroup με την οποία η Ευρωζώνη και το ΔΝΤ είχαν συμφωνήσει την κατάθεση μέτρων περαιτέρω διευκόλυνσης για το ελληνικό χρέος σήμερα (27/7) θα έπρεπε να υλοποιηθεί.
Αλλά αυτό δεν θα γίνει ούτε σήμερα ούτε σε κάποια άλλη συγκεκριμένη ημερομηνία.
Όπως βεβαιώθηκε από τη συνάντηση του Συμβουλίου του ΔΝΤ της 20ης Ιουλίου η συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα εντάχθηκε στο “παλιό” κανονιστικό πλαίσιο της κατ’ αρχήν συμφωνίας συμμετοχής και η ημερομηνία υλοποίησης των προϋποθέσεων για τη συμφωνία αυτή παρακάμφθηκε χωρίς να ορισθεί νέα ημερομηνία μέχρι την οποία το ΔΝΤ θα πρέπει να περιμένει τις αποφάσεις της Ευρωζώνης.
Όπως είχε αναφέρει το Capital.gr σε ρεπορτάζ αμέσως μετά την οριοθέτηση της 27ης Ιουλίου ως καταληκτικής ημερομηνίας για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, το χρονικό αυτό όριο είχε τεθεί με τη βεβαιότητα ότι θα παρακαμφθεί, καθώς πολιτικά ήταν αδύνατο να υπάρξουν κινήσεις στην κατεύθυνση αυτή από την Ευρωζώνη πριν από τις γερμανικές εκλογές.
Ήταν μία συμφωνία η οποία εξ αρχής είχε διαμορφωθεί ώστε να ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που ζητούσε το ΔΝΤ (συγκεκριμενοποίηση των μέτρων) αλλά και την απόλυτη άρνηση της Ευρωζώνης να δώσει αυτό την ελάφρυνση στηνσυγκεκριμένη συγκυρία.
“Win – win – win”
Ταυτόχρονα όμως είχε σιωπηρά συμφωνηθεί ότι η Ευρωζώνη θα ευνοήσει την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να πάρει έστω και το ελάχιστο που μπορούσε να της δοθεί υπό τις παρούσες συνθήκες, για να σταθεροποιηθεί στο εσωτερικό και ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Ηταν μία συμφωνία “Win – Win – Win” και για τις τρεις πλευρές, όπως παρατήρησε κοινοτικός αξιωματούχος που εμπλέκεται στη σχετική διαδικασία.
Το πόσο “ευνοϊκά” και “υποστηρικτικά” στάθηκαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όπως αναφέρεται από τον ίδιο αξιωματούχο, αποτυπώνεται στο γεγονός οτι η πρώτη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές έγινε με επιτυχία σε ενα πρωτοφανές περιβάλλον, από μία χώρα στην οποία το μεν κρατικό χρέος χαρακτηρίζεται “μη βιώσιμο” από το ΔΝΤ και επικρατούν ακόμα συνθήκες “capital controls”.
Ανάλογα προηγούμενα είναι δύσκολο να βρεθούν στις συναλλαγές της αγοράς ομολόγων.
Είναι δύσκολο να κάνει κανείς μία πραγματική και αντικειμενική σύγκριση, όπως παρατηρείται από τους ίδιους κύκλους, με την ανάλογη έκδοση του 2014, καθώς τότε το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν ακόμα επισήμως από πλευράς ΔΝΤ και ΕΚΤ “βιώσιμο” και οι ελληνικές συστημικές τράπεζες όπως και η ελληνική οικονομία δεν λειτουργούσαν υπό τους περιορισμούς των capital controls, που είναι μία κατάσταση μη φυσιολογική για μία οικονομία που λειτουργεί στο πλαίσιο της Ευρωζώνης.
Το ενδιαφέρον είναι – όπως παρατηρούν αναλυτές των FT σήμερα – ότι η έκδοση του ομολόγου δημιούργησε “αποτελέσματα” πριν καν κυκλοφορήσει, με ένα ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό θετικών άτυπων συναλλαγών να προκαταλαμβάνει εκείνες που θα γίνουν όταν αυτό βγει στην αγορά.
Το ΔΝΤ και οι προθέσεις του
Το Ταμείο σύμφωνα με “διαρροές” αξιωματούχων του, δεν θα αλλάξει τη στάση του απέναντι στην Ευρωζώνη και στις απαιτήσεις για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Παρ’ όλα αυτά “δεν πρόκειται να παρέμβει με τρόπο που να δημιουργήσει προβλήματα στην διαχείριση του θέματος” που έτσι κι αλλιώς “παραμένει ενα ευρωπαϊκό ζήτημα…”.
Τι σημαίνει αυτό; Σύμφωνα με εκτιμήσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, αυτό σημαίνει οτι το ΔΝΤ θα συνεχίσει να απαιτεί όσα απαιτεί μέχρι του σημείου που θα λάβει διαβεβαιώσεις από τους Ευρωπαίους μετόχους του οτι δεν το χρειάζονται άλλο.
Τότε οι διαδικασίες απεμπλοκής θα είναι συναινετικές τόσο με την Ευρωζώνη όσο και με την Ελλάδα.
Άλλωστε είναι “κοινό μυστικό” ότι η επόμενη κυβέρνηση στο Βερολίνο είτε έχει είτε όχι τους φιλελεύθερους στη σύνθεσή της με άξονα το CDU θα δρομολογήσει τη μετάβαση του ESM σε ενα “ΕMF” το οποίο θα διαδεχθεί το ΔΝΤ στη σημερινή του θέση στο ελληνικό πρόγραμμα. ‘Ολα αυτά όμως είναι αποφάσεις οι οποίες δεν μπορούν να δρομολογηθούν πριν κατασταλάξει το πολιτικό περιβάλλον στην Γερμανία μετά τις 24 Σεπτεμβρίου.
Στο πλαίσιο αυτό τόσο η έκδοση του ελληνικού πενταετούς ομολόγου, όσο και η παράκαμψη του χρονικού περιθωρίου που έδωσε το ΔΝΤ στην Ευρωζώνη, ήτοι η 27/7 για το ξεκαθάρισμα των επιπλέον μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, δεν είναι παρά τα πρώτα στοιχεία αυτής της “νέας διαδρομής”.