Στη σκιά της αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την αμερικανική εξωτερική πολιτική υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, καθώς ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχει αποκρυσταλλωμένες θέσεις για τα μεγάλα και τα «μικρά» της διεθνούς σκακιέρας, η προσέγγιση της Ουάσιγκτον στα θέματα που άμεσα ή έμμεσα απασχολούν την Ελλάδα βρίσκεται σε φάση αναμονής. Οπως σημειώνει δυτικός διπλωμάτης στην Ουάσιγκτον, «η πολιτική τους βρίσκεται ακόμη υπό διαμόρφωση», αν και με την πάροδο του χρόνου «σε επιμέρους ζητήματα παρατηρείται μια σταδιακή μετακίνηση προς ρεαλιστικές θέσεις».
Οι πολλές κενές θέσεις στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και στο Πεντάγωνο υψηλόβαθμων αξιωματούχων, αλλά και άλλων, πιο χαμηλά στην ιεραρχία, οι οποίοι από πρακτικής άποψης είναι πιο σημαντικοί για τον σχεδιασμό της στρατηγικής στα επιμέρους ζητήματα, δυσχεραίνουν την άσκηση της πολιτικής, και κατ’ επέκτασιν κάθε ανάλυση, αποτίμηση και πρόβλεψη.
Στα μείζονα ζητήματα για την Ελλάδα, όπως είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, όπως και οι εξελίξεις στα Βαλκάνια και ειδικότερα το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων, οι όποιες κινήσεις της Ουάσιγκτον, ακόμη και οι επιτυχείς, όπως η πρόσφατη παρέμβαση του αναπληρωτή βοηθού υπουργού Εξωτερικών Γι για την ομαλοποίηση της κατάστασης στην ΠΓΔΜ, γίνονται από χαμηλόβαθμους αξιωματούχους, και υπό αυτό το πρίσμα είναι τρόπον τινά προσωρινού χαρακτήρα.
Σε κάθε περίπτωση, στην Ουάσιγκτον βλέπουν την Ελλάδα ως στενό και, με δεδομένο το τι συμβαίνει στην περιοχή, σταθερό σύμμαχο. Σε ιδιωτικές συζητήσεις περιγράφουν την κυβέρνηση Τσίπρα ως «εξαιρετικά συνεργάσιμη» σε σειρά ζητημάτων, κάτι που βλέπουν ως «ευχάριστη» έκπληξη με δεδομένο τον παραδοσιακό αντιαμερικανισμό της Αριστεράς κατά το παρελθόν. Παράλληλα, η στρατηγική επιλογή διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων για μια στενή σχέση με το Ισραήλ, τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και στο πλαίσιο της τριμερούς συνεργασίας και με την Κύπρο, αποτιμάται από τα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας των ΗΠΑ ως «πολύ θετική» εξέλιξη και «χρήσιμη» για τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή.
Η παραπάνω αποτίμηση δεν είναι εντελώς άσχετη από τον προβληματισμό για την πορεία που ακολουθεί ο Ταγίπ Ερντογάν. «Οι στρατηγικοί σχεδιασμοί του Πενταγώνου έχουν εκ των πραγμάτων μακροπρόθεσμο ορίζοντα», τονίζει στην «Κ» άριστος γνώστης της Ουάσιγκτον και συμπληρώνει ότι «με την εντελώς απρόβλεπτη συμπεριφορά του ο Τούρκος πρόεδρος δεν μας επιτρέπει να χαράξουμε σχέδια για την επόμενη πενταετία και δεκαετία».
]Στο Κυπριακό, η προσέγγιση παραμένει η ίδια, υπέρ μιας δικοινοτικής ομόσπονδης λύσης, αν και τη γεωστρατηγική εξίσωση διαφοροποιεί σημαντικά η αξιοποίηση –και από αμερικανικές εταιρείες όπως η Exxon Mobil– κοιτασμάτων αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ. Ο αντιπρόεδρος Πενς παρακολουθεί το θέμα, επικοινωνεί με τους πρωταγωνιστές –το έκανε και τις προηγούμενες ημέρες–, αν και όχι στον βαθμό που το έπραττε ο προκάτοχός του Τζο Μπάιντεν. Πάντως, ο ρόλος της Ουάσιγκτον δεν είναι όσο ενεργός ήταν το 2004, με την υποστήριξη του σχεδίου Ανάν. Τότε υπήρχε ειδικός συντονιστής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το Κυπριακό –ο Τομ Γουέστον– ο οποίος ασχολείτο συνεχώς και σε βάθος με τις διαπραγματεύσεις, ενώ γίνονταν συνεχείς και πιεστικές παρεμβάσεις σε υψηλότατο επίπεδο.
Ανάλογο είναι το σκηνικό και στο θέμα των Σκοπίων, και γενικότερα στα Βαλκάνια, όπου δεν υπάρχει, έως τώρα τουλάχιστον, μια καλά επεξεργασμένη μακροπρόθεσμη στρατηγική από τον Λευκό Οίκο. Ετσι, και πάλι η Ουάσιγκτον κινείται με κεκτημένη ταχύτητα στην πάγια γραμμή των προηγούμενων ετών και εστιάζει στη σταθερότητα και την αρχή της μη αλλαγής συνόρων.
Έντυπη