Σε απίστευτη περιπέτεια έχει εξελιχθεί η μεταβίβαση ενός ακινήτου στην Ελλάδα, προσδίδοντας άλλη διάσταση στον χαρακτηρισμό “ακίνητη περιουσία”. Και αυτό, σύμφωνα με την “Καθημερινή της Κυριακής”, γιατί χρειάζεται πολύς χρόνος- και αρκετό χρήμα- για να συγκεντρώσει κανείς τα απαραίτητα δικαιολογητικά- πιο πολύς και από το να το… χτίσει. Πόσα δικαιολογητικά; Σε κάποιες περιπτώσεις ως και 22 και σίγουρα πάνω από 10 για τις περισσότερες.
Η γραφειοκρατία είναι τόση πους συχνά μπορεί να απαιτηθεί νομική βοήθεια, ενώ διαρθρωτικά προβλήματα της αγοράς εμποδίζουν ακόμα και τους πιο καλοπροαίρετους από τους δυνητικούς αγοραστές να προχωρήσουν στη συναλλαγή. Μάλιστα η κατάσταση αντί να βελτιώνεται χειροτερεύει, Γιατί σ’ αυτόν τον κυκεώνα των δικαιολογητικών για τις μεταβιβάσεις επανέρχεται τώρα η βεβαίωση περί μη οφειλής Τέλους Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ) στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Πρόκειται για το μόνο δικαιολογητικό που είχε καταργηθεί τα τελευταία χρόνια (2014) στο πλαίσιο της προσπάθειας περιορισμού της γραφειοκρατίας. Αλλά επανακάμπτει σε άρθρο του πολυνομοσχεδίου του υπουργείου Εσωτερικών για την τοπική αυτοδιοίκηση, που κατατέθηκε για ψήφιση στη Βουλή.
Ωστόσο αυτή είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, αν αναλογιστεί κανείς το πλήθος των επαφών με δημόσιους φορείς και υπηρεσίες που χρειάζεται να έχουν ο πωλητής και ο αγοραστής μέχρι να ολοκληρώσουν τη συναλλαγή. Και αυτά χωρίς να υπολογίσει κανείς τα τρία καίρια ζητήματα που προκαλούν αβεβαιότητα τόσο σε φυσικά πρόσωπα που θέλουν να αγοράσουν ακίνητα που δεν είναι διαμερίσματα αλλά εκτάσεις γης όσο και σε εταιρείες που επιδιώκουν να υλοποιήσουν μια επένδυση: α) η απουσία κωδικοποίησης των επιτρεπόμενων χρήσεων γης σε πάρα πολλές περιοχές της χώρας, όπως και β) το δασικό και γ) το αρχαιολογικό ζήτημα.
Ουδείς γνωρίζει ακόμα που αρχίζουν και που τελειώνουν πραγματικά- και “νοητά”- δάση και ποια διαδικασία και κυρίως πόσος χρόνος απαιτείται για να αντιμετωπιστούν τυχόν αρχαιολογικά ζητήματα έστω και αν πρόκειται για απλές “υποψίες” ύπαρξης αρχαίων. Με απλά λόγια, στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο και ενίοτε αδύνατον να γνωρίζεις που μπορεί να χτίσεις και τι μπορείς να χτίσεις.
Στο μεταξύ, άλλες διαδικασίες που είναι απαραίτητες για την αποτύπωση του προφίλ του κτιριακού αποθέματος της χώρας, έχουν αδικαιολόγητα κατά την αγορά, συνδεθεί με τη μεταβίβαση ακινήτων. Ειδικότερα ουδείς αντιλαμβάνεται γιατί απαιτείται η προσκόμιση ενεργειακού πιστοποιητικού στον συμβολαιογράφο, αφού ακίνητα μπορούν να πουληθούν ακόμα και χωρίς πόρτες και παράθυρα. “Το κράτος επιλέγει αυτή την υποχρέωση σε αυτή τη φάση της ζωής του ακινήτου για αν συγκεντρώσει τις πληροφορίες που θέλει, αλλά επιβαρύνει τη διαδικασία και το κόστος της μεταβίβασης” εξηγούν κύκλοι της αγοράς.
Αντίστοιχα, η “τακτοποίηση” των αυθαίρετων χώρων σαφέστατα και είναι απαραίτητη, αλλά η εισπρακτική πρακτική του μέτρου και η σύνδεση του με τη μεταβίβαση προκαλούν de facto γραφειοκρατικές και οικονομικές επιβαρύνσεις στη συναλλαγή. “Επειδή το Δημόσιο δεν μπορεί να κάνει επαρκείς ελέγχους, πετάει το μπαλάκι στους συμβολαιογράφους και επιβαρύνει έτσι περαιτέρω την αγορά”, σχολιάζουν παράγοντες της αγοράς ακινήτων.
Αδιαμφισβήτητα, τα περισσότερα δικαιολογητικά είναι χρήσιμα για είναι πράγματι τα ακίνητα καθαρά και να μπει τέλος στην αυθαιρεσία τίτλων και κατασκευών που επί δεκαετίες χαρακτηρίζει την ελληνική ακίνητη περιουσία. Όμως η αποσπασματική λογική “βαλ’ το και αυτό στις μεταβιβάσεις” απειλεί πλέον την ίδια τη λειτουργία της αγοράς.
Επιπλέον, η όλη διαδικασία μεταβίβασης ακινήτου γίνεται ακόμα πιο χρονοβόρα εάν ο αγοραστής χρηματοδοτείται από τράπεζα, καθώς και αυτή με τη σειρά της χρειάζεται τα ίδια αλλά και επιπλέον δικαιολογητικά, συν όσα απαιτούνται να προσκομιστούν και να γίνουν για την εγγραφή προσημείωσης επί του ακινήτου.