Από τον
Αλέξανδρο Τάρκα*
Η Ελλάδα, χάρη στη μεθοδική εργασία της διπλωματικής υπηρεσίας και τη συγκυρία κατάρρευσης παλαιών αριστερών μύθων (π.χ. «ΕΟΚ – ΝΑΤΟ, ίδιο συνδικάτο» ή «υποτέλεια στις ΗΠΑ»), ευτυχεί να ζει ημέρες ενδυνάμωσης της εξωτερικής πολιτικής της.
Η Αθήνα απέδειξε την ανάγκη κατάργησης των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων στη Μεγαλόνησο, βοήθησε τη Λευκωσία στην αποτροπή μετάλλαξης της κυπριακής ΑΟΖ σε «γκρίζα ζώνη» και πείθει, διεθνώς, ότι η χώρα αποτελεί μοναδική νησίδα σταθερότητας στην τεράστια περιοχή από τη Μέση Ανατολή ως τα Βαλκάνια και την Ουκρανία, παρά τις προκλήσεις της Αγκυρας και τον αλυτρωτισμό της ΠΓΔΜ και άλλων δυνάμεων. Ωστόσο, οι παρούσες επιτυχίες δεν προσφέρουν μακρά εγγύηση διασφάλισης των ελληνικών συμφερόντων, καθώς η περιφερειακή αστάθεια συνεχίζεται, ενώ τα ισχυρά κράτη αναπροσαρμόζουν συνεχώς την πολιτική τους.
Πρώτο ερώτημα είναι ο βαθμός και η διάρκεια στήριξης από τις ΗΠΑ, που, παρά τις άριστες διμερείς σχέσεις, πάντοτε τηρούν ισορροπίες με γειτονικά μας κράτη. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ μετέδωσε στον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν και τον υπουργό Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου το χρησιμότατο μήνυμα «μη κλιμάκωσης» στο Αιγαίο και στην Κύπρο, που, προς το παρόν τουλάχιστον, γίνεται σεβαστό. Επίσης, αναγνώρισε το κυριαρχικό δικαίωμα της Κύπρου για έρευνες υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ, αλλά -παρά τον δημοσιογραφικό ενθουσιασμό περί «μπλοκαρίσματος» των επικοινωνιών τουρκικών αεροσκαφών από το αεροπλανοφόρο «George W.H. Bush»- η πραγματικότητα είναι ότι οι ναυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ διεξάγουν επιχειρήσεις κατά του ISIS και δεν έχουν λάβει, φυσικά, κανόνες εμπλοκής κατά ενός μέλους του ΝΑΤΟ, όπως η Τουρκία.
Η επικείμενη επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην Ουάσινγκτον, σε συνέχεια της πρόσφατης τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς (αφού το προσδοκώμενο -από τον Φεβρουάριο- τηλεφώνημα του Ντόναλντ Τραμπ δεν έγινε ποτέ), θα κρίνει πολλά. Κύριο αίτημα της κυβέρνησης είναι η εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου στο Αιγαίο και στην Κύπρο, και η στενή συνεργασία σε διεθνή θέματα, όπως το Μεταναστευτικό, ενώ οι ΗΠΑ -προκειμένου να χρηματοδοτήσουν έργα υποδομής- προτιμούν πολυετή (αντί ετήσιας) ανανέωση της συμφωνίας για τη βάση της Σούδας. Ταυτόχρονα, επικρατεί αβεβαιότητα για τον χρόνο και τον βαθμό της αμερικανικής πίεσης για ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, με το σκεπτικό της σταθερότητας στα Βαλκάνια και της αποτροπής δράσης τρομοκρατών.
Δεύτερο ερώτημα, ειδικά εντός της Ε.Ε., αποτελεί η πολιτική της Γαλλίας, καθώς οι πρώτες αποφάσεις του προέδρου Εμ. Μακρόν, του πρωθυπουργού Εντ. Φιλίπ και του υπουργού Εξωτερικών Ζ. λε Ντριάν αποτελούν ήδη ευχάριστη έκπληξη για την Αθήνα. Ο ελλιμενισμός μονάδων του γαλλικού στόλου στη Λάρνακα ήταν σημαντικός ως προειδοποίηση στην Τουρκία, αλλά και ως εγγύηση προς όσες εταιρίες σχεδιάζουν να δραστηριοποιηθούν στις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου και, πιθανόν, της Ελλάδας. Αλλωστε, πέραν της επιβεβλημένης προστασίας της γαλλικής TOTAL, που επένδυσε περίπου 43.000.000 ευρώ στις εν εξελίξει γεωτρήσεις, δεκάδες εταιρίες δρουν ως υπεργολάβοι της. Η επίσκεψη Μακρόν στην Αθήνα, στις αρχές Σεπτεμβρίου, θα επιβεβαιώσει την πλήρη σύμπτωση ή και ταύτιση απόψεων, η οποία πάντως θα κριθεί στην πράξη, αφενός, με στήριξη από το Παρίσι στο Eurogroup και, αφετέρου, με ελληνική στήριξη σε επενδυτικά σχέδια γαλλικών ομίλων στη χώρα μας.
Σε αντίθεση με τα αποτελεσματικά κανάλια επικοινωνίας με την Ουάσινγκτον και το Παρίσι, σημαντικότατες δυσχέρειες παραμένουν στις συνεννοήσεις με το Βερολίνο. Στις αρχές Ιουλίου, ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών προέβη σε απαράδεκτη δήλωση για την Κύπρο, εξισώνοντας Ελλάδα και Βρετανία, ως εγγυήτριες δυνάμεις, με την κατοχική δύναμη Τουρκία.
Το σχόλιο απεδόθη σε λάθος και σε απειρία (συνηθέστατη μέθοδος διπλωματικής υπεκφυγής), αλλά λίγες ημέρες αργότερα ο υφυπουργός Εξωτερικών Μ. Ροθ χαρακτήρισε «παράλογη» την εκκρεμότητα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και έδωσε υποσχέσεις στην ηγεσία της. Ουσιαστικά, το Βερολίνο, όπως το 1991 διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία, είναι έτοιμο να διακινδυνεύσει τη σταθερότητα των Βαλκανίων και της Ελλάδας.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.