Επιστημονική ομάδα TAXHEAVEN
Μια ακόμη τραγελαφική κατάσταση έρχεται στο φως και φέτος κατά την υποβολή και εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων. Οι στρεβλώσεις και οι αδικίες είναι πολλές, όμως υπάρχουν και περιπτώσεις που πραγματικά η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Είναι λογικό να δηλώνει κάποιος συνολικό εισόδημα 33,13 ευρώ και να πληρώνει φόρο 1.305,44 ευρώ; Προφανώς μόνο για τον νομοθέτη ήταν λογικό, γι΄αυτό και θέσπισε τις διατάξεις αυτές. Όμως, δεν είναι δυνατόν να εξακολουθούν να υπάρχουν τέτοιες κατάφωρες αδικίες και να αναγκάζονται ορισμένοι φορολογούμενοι να πληρώνουν τόσο υπέρογκα ποσά φόρου για τα πενιχρά εισοδήματα που δηλώνουν.
Παρόλο που με τις διατάξεις της παρ. 35Α του ν. 4172/2013 διορθώθηκε και για το φορολογικό έτος 2016 το πρόβλημα με τους περιστασιακά απασχολούμενους κ.λπ., εντούτοις αυτές οι διατάξεις δεν έδωσαν λύση σε όλες τις περιπτώσεις των στρεβλώσεων που παρατηρήθηκαν, με αποτέλεσμα να προκύπτουν «φουσκωμένα» εκκαθαριστικά για πολλούς φορολογούμενους. Ας δούμε όμως τις περιπτώσεις στις οποίες αναφερόμαστε.
Περίπτωση Α: Φορολογούμενος έκανε φέτος (φορολογικό έτος 2016) για πρώτη φορά δήλωση εισοδήματος και δήλωσε ως εισόδημα από μισθωτή εργασία 16,43 ευρώ και από τόκους καταθέσεων 16,70 ευρώ, ενώ ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι των γονιών του.
Βάσει των ανωτέρω, επειδή το εισόδημα από τόκους είναι μεγαλύτερο από αυτό της μισθωτής εργασίας, ενεργοποιείται η διάταξη της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 4172/2013 και η προστιθέμενη διαφορά της αντικειμενικής δαπάνης (σ.σ. στην περίπτωσή μας η ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη για άγαμο που είναι 3.000 ευρώ) φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα εκτινάσσοντας το τελικό ποσό του φόρου στα 979,09 ευρώ (δείτε τη σχετική εικόνα από την εκκαθάριση της δήλωσης).
Παρά το γεγονός ότι στην παρ. 35Α του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 υπάρχει ειδική διάταξη για όσους δηλώνουν εισόδημα έως 6.000 ευρώ και έχουν τεκμήρια μέχρι 9.500 ευρώ, αυτή δεν καλύπτει την ανωτέρω περίπτωση του φορολογούμενου του παραδείγματός μας, αφού σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου η διάταξη αυτή αφορά στα «εισοδήματα που αποκτούν οι περιστασιακά ή ευκαιριακά απασχολούμενοι (άνεργοι, νοικοκυρές, φοιτητές, συμμετέχοντες σε προγράμματα εργασιακής εμπειρίας κ.λπ.) και εφόσον αυτοί δεν είναι επιτηδευματίες, δηλαδή δεν έχουν κάνει έναρξη εργασιών» και όχι σε όλα τα εισοδήματα όπως για παράδειγμα μισθωτούς που έχουν και εισοδήματα από τόκους.
Περίπτωση Β: Φορολογούμενος που είχε υποβάλει δήλωση και πέρυσι, στη φετινή δήλωση (για το φορολογικό έτος 2016) δήλωσε ως εισόδημα από μισθωτή εργασία 16,43 ευρώ και από τόκους καταθέσεων 16,70 ευρώ, ενώ ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι των γονιών του.
Βάσει των ανωτέρω, επειδή το εισόδημα από τόκους είναι μεγαλύτερο από αυτό της μισθωτής εργασίας, ενεργοποιείται η διάταξη της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 4172/2013 και η προστιθέμενη διαφορά αντικειμενικής δαπάνης (σ.σ. στην περίπτωσή μας η ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη για άγαμο που είναι 3.000 ευρώ) φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα (σ.σ. δεν υπάρχει ποσό για την κάλυψη της προστιθέμενης διαφοράς αντικειμενικής δαπάνης) εκτινάσσοντας το τελικό ποσό του φόρου στα 1.305,44 ευρώ!
Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης είναι εξωφρενικό. Μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι μια λύση για να γλιτώσει ο φορολογούμενος από τα υπέρογκα ποσά φόρου είναι να δηλώσει μικρότερο ποσό εισοδήματος από τόκους (σ.σ. ειδικά αν υπάρχουν συνδικαιούχοι) έτσι ώστε να φορολογηθεί η προστιθέμενη διαφορά με την κλίμακα των μισθωτών και μην πληρώσει φόρο, όμως αυτή η λύση εν προκειμένω (αν όντως ο φορολογούμενος εισέπραξε αυτά τα ποσά των τόκων) δεν είναι σύννομη με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Μα, εύλογα θα αναλογιστεί κάποιος ότι είναι προτιμότερο να μην πληρώσει ο φορολογούμενος αυτό το ποσό, παρόλο που οι διατάξεις λένε άλλα, έστω κι αν υπάρχει πιθανότητα να ελεγχθεί στο μέλλον (αν ποτέ ελεγχθεί). Δεν μπορούμε όμως να βαδίζουμε με αυτή τη λογική, αφού σε ένας κράτος πρέπει να υπάρχουν σαφείς διατάξεις.
Σε κάθε περίπτωση το υπουργείο οικονομικών πρέπει να δώσει λύση άμεσα στο ζήτημα αυτό προβαίνοντας σε νομοθετική ρύθμιση που θα καλύπτει όλες αυτές τις περιπτώσεις ώστε να πάψουν αυτά τα φαινόμενα υπερφορολόγησης πολιτών με πενιχρά εισοδήματα.