Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας το 2016 παρέμειναν θετικές, καθώς η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,7% (έναντι 2,1% το 2015) παρά τη στασιμότητα που παρατηρήθηκε στην οικονομία διαπιστώνει στην έκθεση της για την Νομισματική Πολιτική, η Τράπεζα της Ελλάδας.
Ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά 5,5% το 2016 και το μέσο ποσοστό ανεργίας ανήλθε στο 23,5%, αισθητά μειωμένο σε σχέση με το 2015 (24,9%). Εντούτοις, η δυναμική που παρατηρήθηκε στις αρχές του έτους άρχισε να εξασθενεί σταδιακά, καθώς ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης μειώθηκε βαθμιαία (2,9%, 2,1%, 1,8% και 0,2% το α’, β’, γ’ και δ’τρίμηνο του 2016 αντίστοιχα) και η αποκλιμάκωση της ανεργίας το β’ εξάμηνο του 2016 επιβραδύνθηκε. Ιδιαίτερα το δ’ τρίμηνο του έτους παρουσιάστηκε αντιστροφή της τάσης, με οριακή ετήσια αύξηση της απασχόλησης, αύξηση του ποσοστού ανεργίας και σημαντική επιδείνωση στο ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, ως αποτέλεσμα της ύφεσης στην οικονομία κατά το εν λόγω τρίμηνο και της αβεβαιότητας εξαιτίας της μη έγκαιρης ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης.
Tους πρώτους μήνες του 2017 το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να αποκλιμακώνεται και το Μάρτιο του 2017 διαμορφώθηκε σε 22,5% (με βάση εποχικώς διορθωμένα στοιχεία), από 22,9% το Φεβρουάριο και 23,2% τον Ιανουάριο του 2017.
Η αύξηση της απασχόλησης που σημειώθηκε το 2016 παρά τη στασιμότητα της οικονομίας οφείλεται κυρίως στην ανάπτυξη ορισμένων κλάδων της ελληνικής οικονομίας, π.χ. του τουρισμού και της μεταποίησης, όπως αποτυπώνεται από την αύξηση του αριθμού των τουριστών και του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής αντίστοιχα. Στην αύξηση της απασχόλησης συνετέλεσαν επίσης οι μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα τα προηγούμενα έτη, οι οποίες βελτίωσαν την ευελιξία και την κινητικότητα στην αγορά εργασίας, ενώ διατήρησαν το κόστος εργασίας σε χαμηλά επίπεδα.
Σε κλαδικό επίπεδο, η αύξηση της απασχόλησης το 2016 προήλθε από τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες που σχετίζονται με τον τουρισμό, αν και σημείωσαν ηπιότερους ρυθμούς αύξησης σε σύγκριση με το 2015 (3,9% και 4,8% αντίστοιχα έναντι 5,7% και 9,6% το 2015), από τη δημόσια διοίκηση και άμυνα (6,0%) και από τις διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (3,3%). Αξίζει να σημειωθεί ότι κλάδοι όπως οι μεταφορές και η αποθήκευση, οι κατασκευές και η ενημέρωση και επικοινωνία, που είχαν καταγράψει το 2015 αρνητική εξέλιξη, αντέστρεψαν την πτωτική πορεία τους το 2016 και παρουσίασαν θετικούς ρυθμούς μεταβολής. Αντίθετα, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, που είχε σημειώσει αύξηση της απασχόλησης το προηγούμενο έτος, παρουσίασε πτώση το 2016.
Η αύξηση της απασχόλησης το 2016 οφείλεται στη σημαντική αύξηση της μισθωτής απασχόλησης (3,1%) και των αυτοαπασχολουμένων με προσωπικό (9,4%) για δεύτερη συνεχή χρονιά. Αντίθετα, σημαντική μείωση παρουσίασαν οι λοιπές κατηγορίες απασχολουμένων, και κυρίως των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (-2,2%), που αντιπροσωπεύουν το
22,8% του συνόλου των απασχολουμένων, και των βοηθών στην οικογενειακή επιχείρηση, που αποτελούν το 3,9% του συνόλου των απασχολουμένων
Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, όπως αποτυπώνεται από το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα (πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ), συνεχίστηκε και το α’ πεντάμηνο του 2017, με το ισοζύγιο να εμφανίζεται υψηλότερο έναντι του προηγούμενου έτους (215,3 χιλ. έναντι 201,1 χιλ. νέες θέσεις εργασίας σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα το 2016).
Η θετική εικόνα οφείλεται στο θετικό ισοζύγιο των τελευταίων τεσσάρων μηνών και κυρίως στην ενίσχυση των ροών απασχόλησης το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου εν όψει και της έναρξης της τουριστικής περιόδου Το ποσοστό μερικής απασχόλησηςαυξήθηκε το 2016 στο 9,9% του συνόλου των απασχολουμένων, από 9,5% το 2015, καθώς ο αριθμός των μερικώς απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 5,8% το 2016 (2,3% το 2015). Δύσκολη εξακολουθεί να είναι η εύρεση εργασίας πλήρους απασχόλησης. Αυξημένα ποσοστά μερικής απασχόλησης παρατηρούνται στους κλάδους του εμπορίου και των υπηρεσιών τουρισμού, στη γεωργία και την εκπαίδευση. Το 2016 οι ευρύτεροι δείκτες υποαπασχόλησης στην αγορά εργασίας ―οι οποίοι λαμβάνουν επίσης υπόψη ομάδες του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας που εργάζονται ακούσια με μερική απασχόληση ή που έχουν αποσυρθεί από την αγορά εργασίας― παρουσίασαν μικρή αύξηση παρά τη μείωση της συνολικής ανεργίας
Το ποσοστό απασχόλησης για την ηλικιακή ομάδα 20-64 ετών αυξήθηκε κατά 1,3 ποσοστιαία μονάδα, από 54,9% το 2015 σε 56,2% το 2016, αποτελεί όμως τη χειρότερη επίδοση
σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ-28 (μέσος όρος ΕΕ-28: 71,1%). Αύξηση του ποσοστού απασχόλησης παρατηρήθηκε και στα δύο φύλα, αλλά η αύξηση ήταν μεγαλύτερη για τους άνδρες (1,8 ποσοστιαία μονάδα) από ό,τι για τις γυναίκες (0,8 της ποσοστιαίας μονάδας), καθώς η αύξηση της απασχόλησης παρατηρήθηκε σε κλάδους όπου η απασχόληση των ανδρών είναι υψηλότερη σε σχέση με εκείνη των γυναικών. Επισημαίνεται ότι το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών (46,8%) υπολείπεται σημαντικά των ανδρών εργαζομένων (65,8%).
To ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό για την ηλικιακή ομάδα 15-64 ετών το 2016 συνέχισε να αυξάνεται. Η είσοδος και παραμονή στην αγορά εργασίας περισσότερων εργαζομένων μπορεί να βοηθήσει στην εξισορρόπηση της επίδρασης της συρρίκνωσης του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, καθώς και στη μείωση της πίεσης στα δημόσια οικονομικά και στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Η σταδιακή αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας συνοδεύθηκε από μείωση του ποσοστού ανεργίας στις ηλικιακές ομάδες κάτω των 45 ετών. Το ποσοστό ανεργίας των νέων 20-29 ετών υποχώρησε σημαντικά σε ετήσια βάση από 40,6% το 2015 σε 37,7% το 2016, διατηρώντας όμως τη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ-28. Οι νομοθετικές παρεμβάσεις στο διάστημα 2012-2014 που επέτρεψαν την πρόσληψη νέων (κάτω των 25 ετών) με χαμηλότερες αμοιβές και σε περισσότερο ευέλικτες μορφές απασχόλησης, τα προγράμματα απασχόλησης, καθώς και ο υψηλός βαθμός απασχόλησης των νέων στις τουριστικές υπηρεσίες και το εμπόριο συνετέλεσαν στην αποκλιμάκωση της ανεργίας των νέων. Ωστόσο, το ποσοστό των νέων εκτός αγοράς εργασίας και εκπαίδευσης ή κατάρτισης, παρά τη μείωσή του το 2016 έναντι του 2015, παραμένει υψηλό σε σύγκριση με τα αντίστοιχα μεγέθη άλλων χωρών της ΕΕ.
Η στήριξη της απασχόλησης των νέων και η αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας των νέων, μέσω συντονισμένων δράσεων και πρωτοβουλιών (όπως η θέσπιση προγραμμάτων μετάβασης από την εκπαίδευση στην εργασία για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, η νεανική επιχειρηματικότητα, η ενίσχυση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης κ.ά.) θα περιορίσουν τα αρνητικά αποτελέσματα της ανεργίας των νέων και θα αποτρέψουν την αποθάρρυνση και την περιθωριοποίησή τους σε περίπτωση μακροχρόνιας ανεργίας. Σε αντίθεση με τη μείωση της ανεργίας στο σύνολο και στις νεότερες ηλικιακές ομάδες, το ποσοστό ανεργίας για την ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών αυξήθηκε οριακά (βλ. Διάγραμμα IV.13 ).
Παράλληλα, μειώθηκε το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας σε 16,9% το 2016 (18,2% το 2015), το οποίο όμως παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ-28 (μέσος όρος ΕΕ: 4%). Όσο αυξάνεται η διάρκεια της ανεργίας, η διασύνδεση με την αγορά εργασίας επιδεινώνεται, ενώ σταδιακά απαξιώνονται οι δεξιότητες των ατόμων και αυξάνεται η πιθανότητα απόσυρσης από την αγορά εργασίας, ενισχύοντας τον κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού, φτώχειας και αύξησης των ανισοτήτων. Η σύνθεση της ανεργίας και ειδικότερα της μακροχρόνιας ανεργίας αναδεικνύει την ανάγκη να δοθεί έμφαση στη διά βίου εκπαίδευση και την καλύτερη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.18
Η επαναφορά σε διατηρήσιμους ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας το 2017, η άρση της αβεβαιότητας και η συνέχιση της υλοποίησης διαρθρωτικών αλλαγών θα συμβάλουν στην περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας – ιδιαίτερα των νέων και των μακροχρόνια ανέργων.19 Η απορρόφηση των ανέργων αναμένεται να συνεχίσει να είναι μια σταδιακή διαδικασία, η οποία θα απαιτήσει χρόνο, δεδομένου και του τρέχοντος βαθμού υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού. Η αύξηση της απασχόλησης και ιδιαίτερα της μισθωτής απασχόλησης αναμένεται να οδηγήσει σε ενίσχυση του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συνολικά του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Παράλληλα, η συνεχιζόμενη υλοποίηση του σχεδίου δράσης για την αδήλωτη εργασία που είχε συμφωνηθεί το Σεπτέμβριο του 2016 θα οδηγήσει σε μείωση της παραοικονομίας και αύξηση της νόμιμης απασχόλησης, προκειμένου να διασφαλιστούν η στήριξη του συνταξιοδοτικού συστήματος, η αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας και η ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.
Τέλος, η εφαρμογή στοχευμένων ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και προγραμμάτων επιμόρφωσης των ανέργων με τον κατάλληλο σχεδιασμό και την ορθή αξιοποίηση των διαθέσιμων, κυρίως ευρωπαϊκών, πόρων θα οδηγήσει στην αποκλιμάκωση της μακροχρόνιας ανεργίας που παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα.