Η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας προσέφυγε για το ασφαλιστικό ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, προκειμένου να ενεργοποιηθεί διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας.
Σε ανακοίνωσή της, η Ολομέλεια αναφέρει πως “έχει πλέον καταστεί κοινή πεποίθηση ότι η ασφαλιστική αντι-μεταρρύθμιση της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τα υφιστάμενα φορολογικά βάρη, έχει απροσχημάτιστο δημευτικό αποτέλεσμα για το εισόδημα των επιστημόνων – ελεύθερων επαγγελματιών.
Ήδη, με τον πρόσφατο ν. 4472/2017 νομοθετήθηκε η επιβολή “εισφορών επί εισφορών”. Δηλαδή εισφορών επί ανύπαρκτου εισοδήματος. Σύμφωνα με την Έκθεση του ΓΛΚ για τον νόμο 4387/2016, η προϋπολογισθείσα αύξηση των εσόδων (από την εφαρμογή του νόμου αυτού) ανέρχεται σε 137 εκατομμύρια € για το 2018 και 138 εκ. € για το 2019. Με τον ν. 4472/2017 επέρχεται επιπλέον αύξηση -και άρα ισόποση επιβάρυνση – κατά 53 εκατομμύρια € για το 2018, και 124 εκατομμύρια € για το έτος 2019.
Οι ‘εκπτώσεις’ για τους νέους συναδέλφους, καθώς και οι ‘εκπτώσεις’ εισφορών για την πρώτη τετραετή μεταβατική περίοδο, που εισήχθησαν μετά την πάνδημη αντίδραση του δικηγορικού σώματος, προσφέρουν προσωρινή μόνο λύση στο πρόβλημα. Για τον λόγο αυτό, όλοι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας προσέφυγαν επί ακυρώσει ενώπιον του ΣτΕ.
Πέραν της εθνικής δικαιοταξίας, όμως, προσβάλλεται -κατά τρόπο διακριτό- η ευρω-ενωσιακή δικαιοταξία, και ως εκ τούτου η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας έκρινε δικαιολογημένη –πέραν της ανάδειξης των λόγων αυτών ενώπιον του ΣτΕ- την προσφυγή ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου να κινηθεί διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας για το ασφαλιστικό.
Η σύνδεση με το ενωσιακό δίκαιο προκύπτει αφ’ ενός από το γεγονός ότι στην ελληνική επικράτεια έχουν ασκήσει κοινοτικό δικαίωμα εγκατάστασης δικηγόροι άλλων κρατών-μελών της Ένωσης, και αφ’ ετέρου από το γεγονός ότι τα σχετικά μέτρα επιβάλλονται κατ’ επιταγή των δανειστών της χώρας, μεταξύ των οποίων και η ΕΕ & η ΕΚΤ. Η φορολογική και ασφαλιστική πολιτική παραμένει μεν, καταρχήν, στην κυριαρχία των κρατών μελών, αλλά όταν η άσκησή της πλήττει θεμελιώδεις αρχές των ιδρυτικών Συνθηκών, εμπίπτει στο δικαιοδοτικό έλεγχο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Το τελευταίο επιλαμβάνεται είτε μετά από προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του κράτους μέλους κατόπιν καταγγελίας των ενδιαφερομένων (άρθρο 258 ΣΛΕΕ), είτε κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος που του απευθύνει εθνικό δικαστήριο που κρίνει σχετική διαφορά (άρθρο 267 ΣΛΕΕ).
Κατ’ αρχάς, όπως έχουμε πολλές φορές επισημάνει, πλήττονται δικαιώματα που ανάγονται στο πεδίο των θεμελιωδών ελευθεριών, όπως κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένως, θίγονται το δικαίωμα ιδιοκτησίας (άρθρο 17 σε συνδ. και με το άρθρο 1 του 1ου ΠΠ ΕΣΔΑ) και η επαγγελματική ελευθερία (άρθρα 15, 16 ΧΘΔΕΕ), ενώ δυσανάλογα επιβαρύνεται και το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών σε δικαστήριο (άρθρο 6 ΕΣΔΑ).
Περαιτέρω, ανερχόμενη η σωρευτική φορολογική και εισφοροδοτική επιβάρυνση σε ποσοστό τουλάχιστον 75-80 % επί του εισοδήματος, αποθαρρύνει την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης Δικηγόρων άλλων κρατών μελών και ωθεί τους εν Ελλάδι εγκατεστημένους δικηγόρους σε διακοπή της δραστηριότητας τους (άρθρα 49 επ. ΣΛΕΕ).
Τέλος, το τυχόν και ελάχιστο περιθώριο κέρδους που καταλείπεται στους Δικηγόρους αναιρεί κατ’ ουσίαν και κατ’ αποτέλεσμα την έννοια της αγοράς, που οργανώνεται επί των νομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το υποχρεωτικά επιβαλλόμενο οικονομικό πρότυπο των ιδρυτικών Συνθηκών (3 παρ. 3 ΣΕΕ καθώς και 26 παρ. 2 και 120 παρ. 2 ΣΛΕΕ). Η υποχρέωση διατήρησης αγοράς συγκεκριμένων χαρακτηριστικών από τα κράτη μέλη πλήττεται καίρια χωρίς να υφίσταται δικαιολογητικός λόγος αναγνωσμένος κατά το Δίκαιο της Ένωσης, πάντως δε, κατά προφανώς δυσανάλογο τρόπο (άρθρο 52 Χάρτη)”.