Τελεσίδικα ακυρώθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου διαταγή πληρωμής μετά από έφεση που ασκήθηκε από την τράπεζα κατά πρωτόδικης απόφασης!
Ρεπορτάζ: Πωλίνα Βασιλοπούλου
Ειδικότερα, με την απόφαση του δικαστηρίου κρίθηκε ότι ο γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεως του στο άρθ. 2 παρ. 7 περ. ια’ του ν. 2251/1994 όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή-πελάτη.
Σύμφωνα, επίσης, με το άρθρο 295 περ. α’ ΑΚ, αν οφείλεται τόκος από δικαιοπραξία χωρίς να ορίζεται το ποσοστό του, ισχύει ο νόμιμος τόκος.
Για τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών καρτών δεν υφίσταται νόμιμα καθοριζόμενος δικαιοπρακτικός τόκος. Γι’ αυτό και η 2286/28.1.1994 Πράξη Διοικητή Τράπεζας Ελλάδος, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, όρισε ότι τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τη δανείστρια τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν.
Μη νόμιμος ο υπολογισμός
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο δικαίωσε κάτοχο πιστωτικής κάρτας κρίνοντας ότι οι χρεώσεις τόκων που της είχαν γίνει από την τράπεζα ήταν καταχρηστικές. Κι αυτό διότι «οι τόκοι αυτοί στη συνέχεια κεφαλαιοποιήθηκαν και ανατοκίσθηκαν, παράγοντας το τελικό ποσό για το οποίο εκδόθηκε η Διαταγή Πληρωμής, ενώ σε κάθε περίπτωση την ακυρότητα αυτή κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης δεν μπορούσε να γνωρίζει η κάτοχος της πιστωτικής κάρτας».
Στην απόφαση αναφέρεται πως ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης περί αοριστίας της ανακοπής και του σχετικού ειδικότερα λόγου, διότι δεν προσδιορίζονται οι παράνομες χρεώσεις από την εφαρμογή παρανόμων επιτοκίων, ούτε καθορίζεται το αμφισβητούμενο ποσό των τόκων και κατά ποιο ποσό είναι ενδεχομένως άκυρη η επίδικη σύμβαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία.
Ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης έφεσης, ότι, δηλαδή, η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε θεωρώντας ότι ο υπολογισμός των τόκων της επίδικης συμβάσεως έγινε με επιτόκιο ανώτερο του ισχύοντος εξωτραπεζικού, με συνέπεια ο ως άνω υπολογισμός να μην είναι νόμιμος και να προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, απορρίφθηκε ως μη νόμιμος σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Αναφορικά, τέλος, με τον τρίτο λόγο της έφεσης, ότι η απαίτηση της εκκαλούσας είναι εκκαθαρισμένη, διότι τόσο στην αίτηση της περί έκδοσης Διαταγής Πληρωμής, όσο και στη Διαταγή Πληρωμής περιέχονται με πληρότητα και σαφήνεια τα δικαιογόνα περιστατικά που εξατομικεύουν την απαίτηση, ενόψει του ότι εκτίθενται σε αυτές και προσκομίζονται η σύμβαση, η συμφωνία περί αναγωγής των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού και το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, από την έναρξη του έως το κλείσιμο, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος.
Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του ακύρωσε τη Διαταγή Πληρωμής όχι γιατί δεν προσκομίσθηκε κάποιο από τα παραπάνω έγγραφα, αλλά γιατί ο υπολογισμός της κίνησης έγινε με τρόπο μη νόμιμο, ήτοι με υπολογισμό των τόκων με τρόπο μη νόμιμο και καταχρηστικό.
Επομένως, αφού και υπό τις αυτές σκέψεις κατέληξε στην ίδια κρίση και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ακολούθως δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε «την δι’ αυτής προσβληθείσα ως άνω Διαταγή Πληρωμής, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, παρισταμένων αβασίμων των περί του αντιθέτου διαλαμβανομένων στο εφετήριο δικόγραφο ισχυρισμών της εκκαλούσας».