Η απόφαση της ΕΚΤ να επεκτείνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) στα ιδιωτικά ομόλογα αύξησε τη ρευστότητα, αλλά και τα περιθώρια κέρδους των μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων
του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου
Μπορεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να κλείνει προς το παρόν την πόρτα της ποσοτικής χαλάρωσης στην Ελλάδα, άσχετα αν η χώρα μας τη χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη, αλλά την ίδια στιγμή αγοράζει μαζικά τα εταιρικά ομόλογα πανίσχυρων ευρωπαϊκών εταιρειών που κολυμπούν σε πάμφθηνο χρήμα, μειώνοντας τα κόστη και αυξάνοντας τα κέρδη τους.
Η ΕΚΤ επέκτεινε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) στα ιδιωτικά (εταιρικά) ομόλογα το 2016 με στόχο να εξασφαλίσει ρευστότητα στις επιχειρήσεις που τα εκδίδουν και να αναλάβει το ρίσκο που δεν θέλουν να αναλάβουν οι τράπεζες. Με τις αγορές ομολόγων, κρατικών ή ιδιωτικών, ενισχύεται η ρευστότητα και υποχωρούν τα επιτόκια χρηματοδότησης, αλλά τα στοιχεία για τα εταιρικά ομόλογα που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΚΤ προ ημερών δείχνουν ότι τελικά ευνοούνται οι μεγάλοι όμιλοι, εκείνοι δηλαδή που δεν έχουν πρόβλημα ρευστότητας.
Οπως δείχνει ο κατάλογος με τα εταιρικά ομόλογα που έχει αγοράσει η ΕΚΤ, τα περισσότερα έχουν εκδοθεί από τα μεγαλύτερα ονόματα του ευρωπαϊκού επιχειρείν, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται: οι χημικές βιομηχανίες BASF και Henkel, η Siemens, οι ενεργειακοί όμιλοι EDF, Engie (Γαλλία), Enel (Ιταλία), E.ON (Γερμανία), Iberdrola (Ισπανία), οι τηλεπικοινωνιακές Orange (Γαλλία) Deutsche Telekom (Γερμανία), Telefonica (Ισπανία), Telecom Italia, KPN (Ολλανδία), οι αεροπορικές Airbus (κοινοπραξία γερμανικών, γαλλικών, βρετανικών, ιταλικών και ισπανικών συμφερόντων) και Ryanair (Ιρλανδία), οι ενεργειακές Shell (βρετανο-ολλανδική), ΕΝΙ (Ιταλία), Total (Γαλλία), Repsol (Ισπανία), οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες Volkswagen, Daimler και η γαλλική Renault, η Unilever (βρετανο-ολλανδική), η Siemens (Γερμανία), η LVMH-Louis Vuitton (Γαλλία), οι γερμανικές εκδόσεις Bertelsmann, οι γαλλικοί αυτοκινητόδρομοι, η γαλλική βιομηχανία τροφίμων Danone, η ολλανδική ζυθοποιία Heineken και η γερμανική Anheuser-Busch, οι ολλανδικές ασφάλειες NN, η πολυεθνική Novartis, η γαλλική φαρμακευτική Sanofi και η γερμανική Merck.
Η λογική του προγράμματος είναι ότι εάν η ΕΚΤ απορροφήσει τα ομόλογα αυτών των ισχυρών εταιρειών η ζήτηση θα στραφεί και σε άλλες εταιρείες, λιγότερο ισχυρές, οι οποίες θα βρουν χρηματοδότηση με χαμηλό κόστος. Ωστόσο, τα στοιχεία της ΕΚΤ αναμένεται να χρησιμοποιηθούν από τους πολέμιους της ποσοτικής χαλάρωσης που υποστηρίζουν ότι το πρόγραμμα είναι πλέον άχρηστο, ιδιαίτερα όταν πλημμυρίζει με φθηνή ρευστότητα εκείνους που δεν τη χρειάζονται, ενώ έχει παρενέργειες καθώς, λόγω του χαμηλού κόστους χρήματος, καταγράφεται νέο κύμα υπερδανεισμού με μεγάλα ρίσκα για το μέλλον.
Αυτή, άλλωστε, είναι μία από τις παρενέργειες της ποσοτικής χαλάρωσης που αφορά και το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων, καθώς οι περισσότεροι τίτλοι που έχουν αγοραστεί είναι εκείνοι του γερμανικού κράτους, το οποίο όχι μόνο δεν χρειάζεται την ποσοτική χαλάρωση και τα χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ, αλλά αντιδρά συνολικά στο QE και θέλει να το σταματήσει αφού το θεωρεί επιβλαβές.
Στη Γερμανία ο πληθωρισμός αυξάνεται και επομένως λόγω των χαμηλών επιτοκίων οι αποταμιεύσεις μειώνονται σε πραγματικούς όρους, ενώ μειώνονται και τα έσοδα των τραπεζών και οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν έχουν αποδόσεις για να τοποθετήσουν τα διαθέσιμά τους.
Με τα δεδομένα αυτά το QE έχει πολλές αρνητικές παρενέργειες για τη Γερμανία, η οποία εισπράττει και το μεγαλύτερο μέρος από τις συνέπειες του προγράμματος, μια που οι αγορές ομολόγων γίνονται αναλογικά με το μέγεθος των οικονομιών και η γερμανική οικονομία είναι η μεγαλύτερη.
Αντιθέτως, άλλες χώρες, όπως η Ιταλία π.χ., το χρειάζονται απαραιτήτως για να «κρατήσουν» την οικονομία και τις τράπεζές τους που έχουν μεγάλα προβλήματα. Οπως εκτιμάται, λοιπόν, το πρόγραμμα θα συνεχιστεί μεν και το 2018, αλλά ενδεχομένως με χαμηλότερους ρυθμούς, αφού η κατάσταση στην Ευρωζώνη σταθεροποιείται.
Και βέβαια η χώρα που χρειάζεται το QE περισσότερο από όλες, η Ελλάδα, μένει εκτός του προγράμματος όσο δεν προσδιορίζονται με συγκεκριμένο τρόπο τα μέτρα για το χρέος της.
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στη γερμανική «Handelsblatt», η εταιρεία συμβούλων Oliver Wyman υπολογίζει ότι το περιβάλλον φθηνού χρήματος που δημιουργήθηκε μετά την κρίση έχει ρίξει αρκετά τα χρηματοοικονομικά κόστη των επιχειρήσεων, πράγμα που έχει προκαλέσει αύξηση του περιθωρίου κέρδους τους, αλλά και αύξηση του δανεισμού τους.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς αυτούς, το περιθώριο κέρδους των εταιρειών που συμμετέχουν στον δείκτη του γερμανικού χρηματιστηρίου DAX αυξήθηκε από 5,1% σε 6,7% μεταξύ 2008 και 2015, κυρίως χάρη στη μείωση του κόστους δανεισμού, ενώ σε αυτήν αποδίδεται και η μισή αύξηση των κερδών στο ίδιο διάστημα.
Δίνει μάλιστα το παράδειγμα της γερμανικής χημικής βιομηχανίας BASF με δάνεια περίπου 11 δισ. ευρώ, για τα οποία το μέσο επιτόκιο έπεσε από το 2,6% στο 4,1% που ήταν από το 2008 μέχρι το 2016, με αποτέλεσμα το περιθώριο κέρδους να φτάσει το 8,3%, ενώ χωρίς το φθηνό χρήμα το περιθώριο θα είχε ανέβει μεν, αλλά μόνο στο 7,6%.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι πέρυσι η εταιρεία χημικών Henkel δανείστηκε με ομόλογα αρνητικού επιτοκίου (-0,05%), κάτι το οποίο σημαίνει ότι οι επενδυτές πλήρωσαν τόκο για να τη δανείσουν.
Αντίστοιχη εικόνα υπάρχει και για μεγάλες εταιρείες από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με μελέτη της ING, οι εταιρείες σε όλη την Ευρωζώνη γλίτωσαν τόκους 400 δισ. ευρώ λόγω των χαμηλών επιτοκίων που επικρατούν τα τελευταία επτά χρόνια. Τα μεγαλύτερα οφέλη τα είχαν οι ιταλικές (86 δισ.), οι γαλλικές (80 δισ.) και οι γερμανικές (73 δισ.).