Αργά ή (το πλέον πιθανό) γρήγορα, η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές θα είναι γεγονός. Αυτό είναι ένα “στοίχημα” που η ελληνική κυβέρνηση αναμένεται να κερδίσει καθώς –αντίθετα με την ένταξη στο QE και την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους– έχει την… ευλογία αλλά και την “εντολή” των δανειστών, οι οποίοι από το Eurogroup του περασμένου Ιουνίου άρχισαν να στρώνουν το έδαφος για αυτό το εγχείρημα, σημειώνοντας στην τελευταία παράγραφο της ανακοίνωσης ότι δεσμεύονται να παράσχουν στήριξη στην Ελλάδα για την επιστροφή στις αγορές.
Η αναβολή της έκδοσης ομολόγου την περασμένη εβδομάδα, αν και προκάλεσε αβεβαιότητα, δεν θεωρείται από τους αναλυτές ως αρνητικό σήμα, αφού, όπως αναφέρουν, η καθυστέρηση της έκδοσης μέχρι την επόμενη εβδομάδα θα μπορούσε να βοηθήσει να μειωθούν οι ανησυχίες των επενδυτών, πολλοί από τους οποίους θα απαιτούσαν μεγαλύτερη απόδοση ως αντάλλαγμα για την αγορά ελληνικού χρέους πριν από τα σημαντικά γεγονότα, όπως η έκθεση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Η επιτυχημένη, έστω και δοκιμαστική, επιστροφή στις αγορές ομολόγων, την οποία θα ακολουθήσουν και άλλες διαφορετικών λήξεων, θα έχει ζωτική σημασία για να εκτιμηθεί από τους επενδυτές εάν η Ελλάδα μπορεί να πετύχει μία “καθαρή” έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης που θα λήξει τον Αύγουστο του 2018, καθώς έτσι θα κτιστεί ένα “σημαντικό” απόθεμα μετρητών.
Το μαξιλάρι των 9 δισ.
Αξίζει να σημειώσουμε πως η Κομισιόν έχει ανακοινώσει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να βάλει στην άκρη περίπου 9 δισ. ευρώ για να καλύψει τις χρηματοοικονομικές ανάγκες των πρώτων 10 μηνών μετά το τέλος του προγράμματος διάσωσης.
Ένα μέρος των χρημάτων αναμένεται να έρθει από την εξοικονόμηση πόρων και νέα δάνεια της Ευρωζώνης στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος. Ωστόσο, όπως σημείωσαν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, ένα μέρος θα πρέπει να χτιστεί με κεφάλαια που θα αντληθούν από τις αγορές.
Σύμφωνα, πάντως, με τους “στόχους” της ελληνικής κυβέρνησης για μια επιτυχημένη έκδοση, το timing της έκδοσης θα εξαρτηθεί κατά πολύ από το επίπεδο του yield του 10ετούς το οποίο “πρέπει” να πέσει κάτω από το 5%. Και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκτιμά ότι η επιστροφή της Ελλάδος στις αγορές θα πρέπει να γίνει με “λογικό” επιτόκιο και με τρόπο που θα διασφαλίζει ότι το εγχείρημα θα έχει συνέχεια.
Την περασμένη εβδομάδα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου βρέθηκε κοντά στο 5,1%, ωστόσο στη συνέχεια αυξήθηκε και πάλι σε “μη επιτρεπτά” (με βάση το κυβερνητικό σχέδιο) επίπεδα, πάνω από το 5,3%.
Τι λένε οι αναλυτές
Οι αναλυτές, ωστόσο, σημειώνουν πως η απόδοση του 10ετούς είναι χαμηλότερη από εκείνη που βρισκόταν την τελευταία φορά που η Αθήνα εξέδωσε ομόλογα το 2014, καθιστώντας το σημερινό σκηνικό της αγοράς ευνοϊκό, και “προτρέπουν”, μιλώντας στο “Κεφάλαιο”, την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα σε αυτή την κίνηση, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι σε κάθε περίπτωση οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να συνεχιστούν καθώς αυτό αποτελεί το “κλειδί” για την αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης.
Όπως τόνισε άλλωστε και η ΕΚΤ, η έξοδος στις αγορές είναι σημαντικό βήμα, “ωστόσο εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η εφαρμογή του προγράμματος με συνέπεια, ώστε να πεισθούν οι αγορές για την προοπτική εξόδου της οικονομίας από την κρίση”.
Eurasia: Υπάρχει επενδυτική όρεξη για τα ελληνικά ομόλογα
Θετικός προς μια έκδοση ομολόγων στην τρέχουσα θετική για την Ελλάδα συγκυρία, εμφανίζεται ο επικεφαλής αναλυτής για την Ευρώπη της Eurasia, Mujtaba Rahman.
Όπως σχολιάζει ο κ. Mujtaba στο “Κ”, υπάρχει σίγουρα επενδυτική όρεξη για τα ελληνικά ομόλογα αυτή τη στιγμή, ενώ τονίζει πως η δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων θα βοηθήσει την ελληνική κυβέρνηση με τα σχέδιά της για την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης τον προσεχή Αύγουστο.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο αναλυτής της Eurasia, “κλειδί για την επενδυτική εμπιστοσύνη είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων από την ελληνική πλευρά αλλά και η αίσθηση ότι η διαμάχη μεταξύ του ΔΝΤ και του Eurogroup μπορεί να επιλυθεί”.
DBRS: Σημαντική κίνηση για την αξιολόγηση της Ελλάδας
Τη σημασία της εξόδου της Ελλάδας στις αγορές υπογραμμίζει μιλώντας στο “Κ” και η Nichola James, επικεφαλής των αξιολογήσεων του καναδικού οίκου DBRS, ένας από τους big 4 (μαζί με Fitch, S&P και Moody’s) τους οποίους η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη κατά τη διαδικασία καθορισμού των όρων και των κριτηρίων για την αποδοχή εγγυήσεων (collaterals).
Όπως σημειώνει, “ένας βασικός οδηγός αξιολόγησης για την DBRS είναι μια σαφέστερη άποψη για την εξωτερική χρηματοδότηση της Ελλάδας πέρα από το τρέχον πρόγραμμα”. Σύμφωνα με την κυρία James, εάν η όρεξη των επενδυτών για τα ελληνικά assets οδηγήσει στην επιστροφή της χώρας στις αγορές ομολόγων τις επόμενες ημέρες, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό θετικό σημάδι.
Ωστόσο, όπως τονίζει, δίνοντας ένα σήμα σε ό,τι αφορά την προσεχή αξιολόγηση της Ελλάδας από την DBRS που είναι προγραμματισμένη για τον Νοέμβριο, “από πλευράς πιστωτικής προοπτικής, το χαμηλό κόστος και οι σταθερές πηγές χρηματοδότησης είναι σημαντικά στοιχεία”. Όπως σημειώνει, στην επόμενη αξιολόγηση “θα αναζητήσουμε καταλύτες όπως η οικονομική ανάπτυξη και η σαφέστερη εικόνα της εξωτερικής χρηματοδότησης της Ελλάδας πέρα από το τέλος του τρίτου προγράμματος τον Αύγουστο του 2018”.
Αξίζει να σημειώσουμε πως τον Μάρτιο η DBRS επιβεβαίωσε το “CCC+” rating που έδινε στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την κυρία James, η επιλεξιμότητα των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ είναι ο “σίγουρος” παράγοντας που θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης της χώρας και θα θεωρηθεί θετικό, ωστόσο, όπως προειδοποιεί, ο κίνδυνος για τα ελληνικά ομόλογα θα αρχίσει να ξεπροβάλλει μόλις αρχίσει το tapering της ποσοτικής χαλάρωσης.
Barclays: Υπάρχουν πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα
Υπάρχουν πολύ καλοί λόγοι η Ελλάδα να καθυστερήσει την έξοδο στις αγορές, ωστόσο, την ίδια στιγμή υπάρχουν επίσης πολύ καλοί λόγοι να επιχειρήσει αυτή την κίνηση άμεσα, όπως σημειώνει στο “Κ” ο οικονομολόγος της Barclays, Antonio Garcia Pascual, που ειδικεύεται στο ελληνικό ζήτημα.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει, οι λόγοι υπέρ της καθυστέρησης της εξόδου είναι οι εξής:
“Η χρηματοδοτική κατάσταση της Ελλάδας βρίσκεται πλέον σε καλή κατάσταση για τα επόμενα τρίμηνα, με την εκταμίευση της δόσης του προγράμματος ύψους 8,5 δισ. ευρώ και το συνεχιζόμενο δημοσιονομικό πλεόνασμα”. Όπως τονίζει ο κ. Pascual, ας μην ξεχνάμε ότι η χρηματοδότηση του ESM είναι σημαντικά φθηνότερη από ό,τι αυτή της αγοράς, επομένως είναι λογικό η Αθήνα να περιμένει λίγο πριν κάνει την έξοδό της στις αγορές.
Αλλά, όπως σημειώνει, ως πότε μπορεί να περιμένει; Ο κ. Pascual εκτιμά πως “μόλις τα μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους διατυπωθούν σαφέστερα –κατά πάσα πιθανότητα κάποια στιγμή μετά τις γερμανικές εκλογές– τότε τα ελληνικά spreads είναι πιθανό να συμπιέσουν περαιτέρω”.
“Μια τέτοια κίνηση”, όπως υπογραμμίζει, “θα ευνοηθεί περαιτέρω από την προσδοκία της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ, το οποίο είναι πιθανό να εφαρμοστεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 2018 (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας)”.
Σε αυτό το σημείο, “η έξοδος στις αγορές θα γίνει με ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης και θα πραγματοποιηθεί επίσης πριν από το τέλος του τρίτου προγράμματος διάσωσης, όπως είχε προγραμματιστεί”, επισημαίνει ο οικονομολόγος της Barclays.
Ωστόσο, ο κ. Pascual τονίζει πως υπάρχουν αρκετοί και καλοί λόγοι για να προχωρήσει η Ελλάδα στην έκδοση ομολόγου αυτή τη στιγμή.
Όπως σημειώνει, “το υπουργείο Οικονομικών της χώρας μπορεί πολύ καλά να ισχυριστεί ότι οι μακροοικονομικές συνθήκες, αλλά και οι συνθήκες της αγοράς, έχουν ήδη βελτιωθεί σημαντικά. Υπάρχει ισχυρότερη όρεξη στην αγορά για τα ελληνικά assets. Και έξοδος στις αγορές θα δείξει ότι υπάρχει εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία, στις μελλοντικές προοπτικές και στις κυβερνητικές πολιτικές”. Όπως προσθέτει ο οικονομολόγος της Barclays, “αυτό θα στήριζε περαιτέρω τις πολιτικές της ελληνικής κυβέρνησης”.
BofA: Ναι στην έξοδο, risk-on οι επενδυτές
“Ναι” στην έξοδο της Ελλάδας στην αγορές “ψηφίζει” μιλώντας στο “Κ” και ο επικεφαλής για επενδύσεις συναλλάγματος στην Ευρώπη της Bank of America Merrill Lynch, Αθανάσιος Βαμβακίδης.
Όπως επισημαίνει, “νομίζω ότι θα ήταν καλή ιδέα να δοκιμάσει η Ελλάδα τις αγορές μέσα στους επόμενους δύο μήνες, δεδομένης ιδίως της έντονης risk-on ψυχολογίας που κυριαρχεί στις παγκόσμιες αγορές αυτή τη στιγμή”.
Σύμφωνα με τον κ. Βαμβακίδη, αυτό θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση της ρευστότητας και στη μείωση του κόστους δανεισμού στην ευρύτερη ελληνική οικονομία. Ωστόσο, όπως προειδοποιεί, “δεν πρέπει να μπερδέψουμε μία δοκιμαστική έξοδο στις αγορές με την πλήρη πρόσβαση στις αγορές, κάτι που είναι αδύνατο να συμβεί πριν υπάρξουν περαιτέρω στοιχεία για την ελάφρυνση του χρέους. Αυτό θα ακολουθήσει μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, το επόμενο έτος”.
Επιπλέον, ο αναλυτής της BofA τονίζει ότι “η εμπειρία του 2014 μας έχει διδάξει ότι η πρόσβαση στην αγορά δεν υποκαθιστά τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις”, στέλνοντας και αυτός το μήνυμα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα πρέπει να παρεκκλίνει από την τήρηση του προγράμματος.
UBS: H Ελλάδα μπορεί
Και χωρίς το QE η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές το αμέσως επόμενο διάστημα θα είναι επιτυχής, όπως σχολιάζει στο “Κ” ο Geoff Dennis, επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής των αναδυόμενων αγορών της UBS.
Αν και η σαφήνεια σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE θα ήταν ένα πολύ θετικό σήμα για τις αγορές στην πρώτη προσπάθεια εξόδου της Ελλάδας, έστω και δοκιμαστικά, ύστερα από τρία χρόνια αποκλεισμού, ωστόσο ο κ. Dennis εκτιμά ότι μπορεί να υπάρξει παρατεταμένη αβεβαιότητα σε αυτό το μέτωπο έως ότου ολοκληρωθεί ο εκλογικός κύκλος του 2017 στην Ευρώπη.
Ωστόσο, έστω και χωρίς αυτούς τους καταλύτες, το να καταφέρει η Ελλάδα τώρα να εκδώσει ξανά χρέος στις παγκόσμιες αγορές, θα ήταν μια εξαιρετικά θετική κίνηση.
“Παρόλο που η συμμετοχή στο QE της ΕΚΤ διασφαλίζει την πρόσβαση στην αγορά, δεν είναι ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος: η πρόοδος με το πρόγραμμα διάσωσης και η εξόφληση των δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδας μετά την εκταμίευση της δόσης αυξάνει την επιτυχή επιστροφή της χώρας στις αγορές και μάλιστα σύντομα”, καταλήγει ο αναλυτής της UBS.