Τι αναφέρει η νέα γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου
Με νέα γνωμοδότησή της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου παρέχει διευκρινίσεις αναφορικά με τη νομιμότητα της χρήσης και αποδεικτικής αξιοποίησης αποδεικτικού υλικού που προέρχεται από την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών.
Η γνωμοδότηση εκδόθηκε επί ερωτήματος το οποίο απηύθυνε στην Εισαγγελία το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας σχετικά με το αν είναι επιτρεπτή κατά νόμο η χρήση και λήψη υπόψη, ως αποδεικτικό μέσο στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας, του περιεχομένου και των δεδομένων επικοινωνίας που προέρχονται από την άρση του απορρήτου τηλεφωνικών επικοινωνιών.
Μεταξύ άλλων στη γνωμοδότηση αναφέρεται ότι τα αποκτηθέντα από την άρση του απορρήτου στοιχεία λαμβάνονται υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη μόνο στην ίδια ποινική και αντίστοιχη διοικητική ή πειθαρχική δίκη, στην οποία αφορά η γενομένη άρση του απορρήτου.
Κατ’ εξαίρεση, όμως, η δικαστική αρχή που εξέδωσε την περί άρσης του απορρήτου διάταξη, έχει τη δυνατότητα, με αιτιολογημένη νεότερη διάταξή της, να επιτρέψει να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, αν χρησιμεύουν για τη διακρίβωση άλλου ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος από αυτά που περιλαμβάνονται στο άρθρο 4 του νόμου αυτού, καθώς και για την υπεράσπιση κατηγορουμένου σε ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα.
Από τις σχετικές διατάξεις συνάγεται ότι το απόλυτα απαραβίαστο του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, καθώς και η απόλυτη απαγόρευση της χρήσης και αποδεικτικής αξιοποίησης στοιχείων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των ως άνω συνταγματικών προβλέψεων, κάμπτεται από τις διατάξεις του Ν. 2225/1994, παρεκτός από τη συνδρομή λόγων εθνικής ασφάλειας, με σκοπό και τη διακρίβωση τέλεσης διακεκριμένης διαβάθμισης εγκλημάτων, με τις εγγυήσεις της δικαστικής εξουσίας, τα αρμόδια όργανα της οποίας, δηλαδή το Συμβούλιο Εφετών ή Πλημμελειοδικών, σε κάθε περίπτωση ελέγχουν τη συνδρομή των προς τούτο προϋποθέσεων και αιτιολογημένα κρίνουν την αναγκαιότητα άρσης του απορρήτου, το περιεχόμενο δε και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας που έχουν συγκεντρωθεί από την ενεργοποίηση της διάταξης για την άρση του απορρήτου, νομίμως χρησιμοποιούνται και λαμβάνονται υπόψη τόσο στην ποινική όσο και σε συναφή πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη, εφόσον πρόκειται για τον αυτό σκοπό που είχε καθορισθεί με τη σχετική για την άρση του απορρήτου διάταξη.
Περαιτέρω, τα στοιχεία της επικοινωνίας, τα οποία έγιναν γνωστά από την προηγουμένως διαταχθείσα άρση του απορρήτου, καθώς και οποιοδήποτε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο, δεν επιτρέπεται μεν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που καθορίσθηκε με τη σχετική διάταξη, πλην, όμως, τα αποκαλούμενα στην περίπτωση αυτή «τυχαία ευρήματα» είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη και να τύχουν της προσήκουσας αποδεικτικής αξιοποίησης όχι μόνο σε άλλη ποινική δίκη, αλλά, ενόψει του αδιάστικτου της διατύπωσης της συγκεκριμένης διάταξης, και σε διοικητική ή πειθαρχική δίκη και διοικητική εν γένει διαδικασία, ιδίως όταν ο σκοπός δεν είναι διαφορετικός από αυτόν για τον οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου, με την προϋπόθεση βέβαια ότι έχει προηγηθεί σχετική, επαρκώς αιτιολογημένη, κρίση της δικαστικής αρχής που εξέδωσε την αρχική διάταξη.
Άλλωστε, εφόσον το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία της επικοινωνίας που προέρχονται μετά από τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την άρση του απορρήτου, έγιναν γνωστά με την επισύναψή τους στην οικεία δικογραφία και επιτρέπεται η άμεση ή έμμεση αποδεικτική αξιοποίησή τους, πολύ δε περισσότερο όταν τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την ποινικά επιλήψιμη συμπεριφορά του υπαιτίου όχι μόνο δεν αφίστανται εκείνων που στοιχειοθετούν τα πειθαρχικά παραπτώματα, αλλά συμπίπτουν με αυτά, όπως στις περιπτώσεις του προκείμενου ερωτήματος, δεν διαθέτει σοβαρό δογματικό και λογικό έρεισμα η αντίθετη άποψη, κατά την οποία είναι ανεπίτρεπτη η αξιοποίησή τους σε διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως δίκη.
Δείτε αναλυτικά τη γνωμοδότηση της Εισαγγελίας εδώ.