Η σημαντική αύξηση της απασχόλησης, παρά τη στασιμότητα του ΑΕΠ, αντανακλά την επώδυνη αναδιάρθρωση και τη σταδιακή αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, αναφέρει σε έκθεσή της η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, σημειώνοντας παράλληλα ότι η ανάκαμψη των επιχειρηματικών επενδύσεων αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας υψηλότερης ποιότητας.
Σύμφωνα με την έκθεση, η αυξημένη κινητικότητα της εργασίας μέσω των ευέλικτων μορφών απασχόλησης συνεισέφερε σημαντικά στις αυξημένες επιδόσεις της συγκριμένης αγοράς. Οι ευέλικτες μορφές εργασίας (μερική απασχόληση αλλά και συμβάσεις ορισμένου χρόνου) αποτέλεσαν ένα ακόμη χαρακτηριστικό της επώδυνης προσαρμογής, με το ήμισυ, περίπου, των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν την τελευταία τριετία να είναι μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης (ήτοι 68 χιλιάδες θέσεις από σύνολο 150 χιλιάδων).
Το μερίδιο της μερικής απασχόλησης στο σύνολο της απασχόλησης αυξήθηκε στο 10,4% το 2016 από 7,4% το 2013, και συνεχίζει να υπολείπεται σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται σε 12,2% και 15%, αντίστοιχα. Πολλές επιχειρήσεις, ειδικά σε τομείς που απαιτούν χαμηλή εξειδίκευση, και κυρίως μικρομεσαίες, προσέφυγαν σε ευέλικτες μορφές εργασίας προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα αναφορικά με την πορεία των εργασιών τους, καθώς και την έντονη εποχικότητα της ζήτησης σε ορισμένους κλάδους.
«Η ελληνική αγορά εργασίας εμφανίζει δυναμική διατηρήσιμης ανάκαμψης την τελευταία τριετία, σε ένα περιβάλλον μειούμενης ή στάσιμης οικονομικής δραστηριότητας. Η βελτίωση αυτή έρχεται μετά τη δραματική συρρίκνωση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα κατά 1,1 εκατομμύρια θέσεις (ή 23% σωρευτικά) μεταξύ 2009 και 2013 – εκ των οποίων οι 780 χιλιάδες ήταν μισθωτοί και οι 320 χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι και άμισθοι εργαζόμενοι σε οικογενειακές επιχειρήσεις. Οι ανωτέρω απώλειες οδήγησαν το ποσοστό ανεργίας στο ιστορικό υψηλό του 27,8% το 2ο εξάμηνο του 2013».
Σύμφωνα με τις εμπειρικές εκτιμήσεις της Δ/νσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, στο βασικό σενάριο όπου οι παραγωγικές επενδύσεις προβλέπεται να αυξάνονται κατά 8,5%, ετησίως, την περίοδο 2017-2019, – συμβαδίζοντας με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ύψους 2%, ετησίως, την ίδια περίοδο – θα δημιουργηθούν 230 χιλιάδες νέες θέσεις απασχόλησης έως τα τέλη του 2019, οδηγώντας το ποσοστό ανεργίας χαμηλότερα του 18,5% από 21,7% σήμερα. Σε ένα δυσμενέστερο σενάριο, όπου ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των επενδύσεων περιορίζεται στο 3%, και συμβαδίζει με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ύψους 1%, ετησίως, η αύξηση της απασχόλησης θα είναι κατά 70 χιλιάδες θέσεις χαμηλότερη στην τριετία 2017-2019, με το ποσοστό ανεργίας να παραμένει υψηλότερο του 20% το 2019.