Η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου, αν η ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή για τυπικούς λόγους
Με την υπ. αριθμ. 8/2017 απόφασή της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε ότι:
– Η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου, αν η κατ’ αυτής ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή για τυπικούς λόγους. Το δεδικασμένο μιας τέτοιας απορριπτικής απόφασης εκτείνεται μόνο στο δικονομικό ζήτημα, που κρίθηκε.
– Αντίθετα η τελεσίδικη κατ’ ουσίαν απόρριψη της ως άνω ανακοπής προκαλεί δεδικασμένο, που καλύπτει τις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν, με την εξαίρεση βέβαια εκείνων, που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή.
Το θέμα, το οποίο τέθηκε ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος στην Ολομέλεια, ήταν, αν αποτελεί προϋπόθεση, για την εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 633 ΚΠολΔ και την άσκηση δεύτερης ανακοπής, η μη άσκηση εμπρόθεσμης ανακοπής του άρθρου 632 του ίδιου Κώδικα και αν εμποδίζει τη διαταγή πληρωμής να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου μόνον η απόρριψη της ανακοπής ως εκπρόθεσμης ή αν αυτό ισχύει και στην περίπτωση της απόρριψης της ανακοπής για τυπικούς λόγους.
Οι διατάξεις των άρθρων 631, 632 παρ. 1 εδ. 1 και 633 ΚΠολΔ ορίζουν ότι: Η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό (631). Ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο (632 παρ 1 εδ. 1).
Αν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, διαφορετικά απορρίπτει την ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής (633 παρ. 1).
Αν δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής μπορεί να επιδώσει πάλι τη διαταγή στον οφειλέτη, ο οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την ανακοπή μέσα σε προθεσμία δέκα εργασίμων ημερών από τη νέα επίδοση.
Αν περάσει άπρακτη και η παραπάνω προθεσμία, η διαταγή πληρωμής αποκτά δύναμη δεδικασμένου και είναι δυνατόν να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση (633 παρ. 2).
Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων και αυτών των άρθρων 322 και 330 ΚΠολΔ συνάγονται τα ακόλουθα: Το δικαίωμα του οφειλέτη να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ υφίσταται, όταν αυτός δεν έχει ασκήσει εμπρόθεσμα την ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή μέσα στη δεκαπενθήμερη προθεσμία από την πρώτη επίδοση της διαταγής πληρωμής, αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και όταν η ως άνω εμπροθέσμως ασκηθείσα ανακοπή απορριφθεί για λόγους τυπικούς, αφού στην περίπτωση αυτή η απορριφθείσα ανακοπή θεωρείται, ότι δεν έχει ασκηθεί, ενόψει του ότι με την απόρριψή της για τέτοιους λόγους δεν επέρχονται τα αποτελέσματα της παραγράφου 1 του άρθρου 633 ΚΠολΔ, δηλαδή είτε η τελεσίδικη ακύρωση της διαταγής πληρωμής είτε η τελεσίδικη επικύρωσή της, και η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου.
Η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου, αν η κατ’ αυτής ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή για τυπικούς λόγους. Το δεδικασμένο μιας τέτοιας απορριπτικής απόφασης εκτείνεται μόνο στο δικονομικό ζήτημα, που κρίθηκε.
Αντίθετα η τελεσίδικη κατ’ ουσίαν απόρριψη της ως άνω ανακοπής προκαλεί δεδικασμένο, που καλύπτει τις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν, με την εξαίρεση βέβαια εκείνων, που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, κρίνοντας επί του προβληθέντος από τον καθού η ανακοπή (αναιρεσείοντα) ισχυρισμού περί απαραδέκτου της υπό κρίση δεύτερης (από 20-2-2003) ανακοπής, ως και των προσθέτων από 16-12-2003 λόγων αυτής, κατά της 225/2001 ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, λόγω της προηγηθείσας απόρριψης της πρώτης (από 12.12.2001) ανακοπής του ανακόπτοντος – αναιρεσιβλήτου κατά της ιδίας διαταγής πληρωμής ως αόριστης, δέχθηκε, ότι η υπό κρίση ανακοπή είχε ασκηθεί παραδεκτώς, μετά τη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής, η άσκηση της οποίας δεν εμποδίζεται, αφού η πρώτη ανακοπή απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους και ειδικώτερα λόγω αοριστίας του δικογράφου αυτής και κατά συνέπεια δεν ερευνήθηκαν κατ’ ουσίαν οι ισχυρισμοί του ανακόπτοντος, ώστε να καλύπτονται από το δεδικασμένο.
Με τον ένατο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της άσκησης της υπό κρίση (δεύτερης) ανακοπής, μολονότι η πρώτη (από 12.12.2001) εμπρόθεσμη ανακοπή είχε απορριφθεί για τυπικούς λόγους. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο, το οποίο δέχθηκε, ότι η ένδικη ανακοπή, που ασκήθηκε μετά τη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής, είχε ασκηθεί παραδεκτώς, και ότι η άσκησή της δεν εμποδιζόταν, καθόσον η πρώτη ανακοπή είχε απορριφθεί για τυπικούς λόγους και δεν είχαν ερευνηθεί κατ’ ουσίαν οι ισχυρισμοί του ανακόπτοντος, ώστε αυτοί να καλύπτονται από το δεδικασμένο, ορθώς αποφάνθηκε και δεν ενήργησε παρά το νόμο.
Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια ένατος λόγος αναίρεσης, από το άρθ. 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, με τον οποίον προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της άσκησης της υπό κρίση (δεύτερης) ανακοπής, μολονότι η πρώτη (από 12-12-2001) εμπρόθεσμη ανακοπή είχε απορριφθεί για τυπικούς λόγους είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στο areiospagos.gr