Ανεπαρκή πρόοδο της Ιταλίας, στην προσπάθειά της να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά, να μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την παραγωγικότητα, διαπιστώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην ετήσια έκθεσή του για την κατάσταση της ιταλικής οικονομίας. Το Ταμείο προτείνει τη λήψη σημαντικών μέτρων λιτότητας για τη διετία 2018 – 2019, απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και των δαπανών για την υγεία. Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι η ιταλική κυβέρνηση πρέπει να σπεύσει να εκμεταλλευθεί, όσο διαρκέσουν ακόμη, τις ευνοϊκές συνθήκες που επικρατούν σήμερα, δηλαδή την πολύ επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε να βρεθεί εκτεθειμένη σε σημαντικές πιέσεις από τις αγορές.
Κατηγορώντας τη Ρώμη ότι δεν εφάρμοσε την υπόσχεση για μείωση του διαρθρωτικού δημοσιονομικού ελλείμματος (δεν υπολογίζεται η επίπτωση του οικονομικού κύκλου και τα εφάπαξ μέτρα), το ΔΝΤ καλεί την κυβέρνηση Τζεντιλόνι να εφαρμόσει μέτρα λιτότητας ύψους 0,8% του ΑΕΠ το 2018 και 0,8% του ΑΕΠ το 2019, με στόχο να αρχίσει να μειώνει το δημόσιο χρέος και να «θωρακιστεί» από πιέσεις των αγορών, όταν η ΕΚΤ αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια δανεισμού. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι η ιταλική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1,3% το 2017 και με ρυθμό 1% το 2018. Ωστόσο, παρατηρεί ότι το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα των Ιταλών έχει υποχωρήσει κάτω από το επίπεδο του 1999 και πως δεν πρόκειται να βρεθεί πάνω από το επίπεδο που είχε βρεθεί το 2007, δηλαδή πριν από την κρίση, νωρίτερα από το 2025. «Αν δεν υπάρξει εξυγίανση (των δημοσίων οικονομικών), το δημόσιο χρέος θα σταθεροποιηθεί χοντρικά στο τρέχον επίπεδο και θα αυξηθεί καθώς θα εξομαλύνεται η νομισματική πολιτική.
Με μετριοπαθή σενάρια για οικονομικά σοκ, προβλέπεται πως το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί περαιτέρω, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη δημοσιονομική βιωσιμότητα», προειδοποιεί το Ταμείο. Προβλέπει σταθεροποίηση του ιταλικού δημοσίου χρέους στο 133% του ΑΕΠ το 2017 και μείωσή του στο 126% το 2020. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, το Ταμείο προτείνει στην Ιταλία να μετατρέψει το διαρθρωτικό έλλειμμα του 1,4% του ΑΕΠ το 2017 σε πλεόνασμα 0,1% το 2019 και το 2020.
Το πρόβλημα είναι πως η Ιταλία οδεύει προς εκλογές την άνοιξη του 2018 και το λαϊκιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις περίπου το 30%, δηλαδή προηγείται ελάχιστα του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος και του πιθανού συνασπισμού κεντροδεξιών κομμάτων. Το φθινόπωρο, οι Βρυξέλλες αναμένεται να πιέσουν ακόμα περισσότερο τη Ρώμη να εφαρμόσει μέτρα λιτότητας, κάτι που θα μπορούσε να ευνοήσει τα αντιευρωπαϊκά κόμματα. Το ΔΝΤ προτείνει μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, υποστηρίζοντας πως η κρίση –και η διαχείρισή της από τη Ρώμη– είχε ως αποτέλεσμα να ευνοηθούν οι συνταξιούχοι εις βάρος των νέων. Για να ενισχυθούν τα φορολογικά έσοδα της Ιταλίας, το ΔΝΤ προτείνει μείωση της φορολογίας παραγωγικών δραστηριοτήτων και αύξηση της φορολογίας της ακίνητης περιουσίας, επαναφορά του φόρου πρώτης κατοικίας αλλά και της έμμεσης φορολογίας (ΦΠΑ).
Αυστηρή προειδοποίηση για τις τράπεζες
Δύσκολη είναι η κατάσταση και στο μέτωπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπου το Ταμείο θεωρεί ότι η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα «προχωράει πολύ αργά, επιτρέποντας τη διαιώνιση των προβλημάτων». Μεγάλο μέρος του ιταλικού τραπεζικού τομέα λειτουργεί με εξαιρετικά χαμηλό περιθώριο κέρδους, εξαιτίας του υψηλού κόστους λειτουργίας και, συνεπώς, είναι εκτεθειμένο σε σοκ. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν ελαφρώς στα 349 δισ. ευρώ στα τέλη του 2016, από 356 δισ. ευρώ έναν χρόνο νωρίτερα, ωστόσο τα «κόκκινα» δάνεια παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο, στα 203 δισ. ευρώ, τον Απρίλιο του 2017, δηλαδή στο 10,9% του ΑΕΠ. Τα «κόκκινα» δάνεια και το υψηλό κόστος λειτουργίας μειώνουν σημαντικά την κερδοφορία των τραπεζών, με την κεφαλαιακή επάρκεια σημαντικών ιταλικών τραπεζών να έχει βελτιωθεί ελαφρώς αλλά να παραμένει χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το Ταμείο συστήνει πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις αγορές και ενίσχυση των μηχανισμών συλλογής δανείων.
Παράλληλα, το Ταμείο τάσσεται υπέρ της εφαρμογής bail-in στις τράπεζες, υποστηρίζοντας ότι το 86% των τραπεζικών ομολόγων βρίσκεται στα χέρια του πλουσιότερου 10% του ιταλικού πληθυσμού, αλλά και υπέρ της προστασίας μικροεπενδυτών που είχαν παραπλανηθεί από τραπεζίτες, ώστε να μετατρέψουν τις καταθέσεις τους σε ομόλογα χαμηλής εξασφάλισης. Τέλος, οι εποπτικές αρχές πρέπει να διενεργήσουν τραπεζικές δοκιμασίες αντοχής στους τρεις νέους τραπεζικούς ομίλους που προέκυψαν από τον πρόσφατο γύρο συγχωνεύσεων.