Σημαντική αύξηση της απασχόλησης, κατά 150.000 θέσεις εργασίας την τελευταία τριετία, παρά τη στασιμότητα του ΑΕΠ, διαπιστώνει η Εθνική Τράπεζα στο μηνιαίο δελτίο μακροοικονομικής ανάλυσης για την ελληνική οικονομία. Έπειτα από μια περίοδο δραματικής συρρίκνωσης του ιδιωτικού τομέα κατά 1,1 εκατ. θέσεις μεταξύ 2009-2013 αλλά και μιας επώδυνης αναδιάρθρωσης της εγχώριας οικονομίας, η ΕΤΕ στην ανάλυσή της διαβλέπει δυνατότητες δημιουργίας ακόμη και 230.000 νέων θέσεων εργασίας έως το 2019.
Θέτει όμως ως προϋπόθεση, παράλληλα με την ανάκαμψη των επιχειρηματικών επενδύσεων και τη βελτίωση της ποιότητας των θέσεων αυτών, αναγνωρίζοντας βέβαια τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν η μείωση του κόστους εργασίας και η επικράτηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στην αναστροφή του κλίματος.
Όπως αναφέρει η ΕΤΕ, η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε κατά 150.000 θέσεις (ή 5,2% σωρευτικά) από τα μέσα του 2014 μέχρι και το 1ο τρίμηνο του 2017, με τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της απασχόλησης να ανέρχεται σε 1,5%, σε μια περίοδο που το ΑΕΠ παρέμεινε σχεδόν στάσιμο. Η βελτίωση αυτή έρχεται μετά τη δραματική συρρίκνωση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα κατά 1,1 εκατ. θέσεις (ή 23% σωρευτικά) μεταξύ 2009 – 2013 – εκ των οποίων οι 780.000 ήταν μισθωτοί και οι 320.000 αυτοαπασχολούμενοι και άμισθοι εργαζόμενοι σε οικογενειακές επιχειρήσεις.
Στην ανάλυση επισημαίνεται ο σημαντικός ρόλος των ευέλικτων μορφών απασχόλησης με σχετικά μικρό αριθμό εβδομαδιαίων ωρών εργασίας και συχνά επισφαλή χαρακτηριστικά που κυριάρχησε στις νέες προσλήψεις, ωστόσο, ξεκαθαρίζεται ότι δεδομένου του πολύ υψηλού ποσοστού ανεργίας, αυτό που προείχε ήταν η δυνατότητα της οικονομίας να ανοίγει νέες θέσεις στον ιδιωτικό τομέα με αυξανόμενο ρυθμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τριετία οι δύο βασικοί παράγοντες που στήριξαν την απασχόληση, ήτοι η μείωση του κόστους εργασίας και η αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, «βοήθησαν» στη δημιουργία της συντριπτικής πλειονότητας των νέων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Αναλυτικά, η σωρευτική μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 12,6%, σε απόλυτες τιμές και κατά 17,7% συγκριτικά με τους εμπορικούς εταίρους, την περίοδο 2012-2016, αντέστρεψε πλήρως την απώλεια ανταγωνιστικότητας κόστους κατά την προηγούμενη δεκαετία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης της ΕΤΕ, βοήθησε στη δημιουργία 57.000 θέσεων εργασίας την τελευταία τριετία.
Αντίστοιχα, περίπου 68.000 από τις συνολικά 150.000 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν την τελευταία τριετία να είναι μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Είναι ενδεικτικό ότι οι σωρευτικές ετήσιες προσλήψεις και αποχωρήσεις προσέγγισαν το 60% της συνολικής απασχόλησης (ή περίπου 2 εκατομμύρια σε ετήσια βάση) το 2016, περίπου τριπλάσιες από την περίοδο 2010-2013. Τα ποσοστά αυτά είναι πρωτόγνωρα για την ελληνική οικονομία και καταδεικνύουν ότι σημαντικός αριθμός εργαζομένων αλλάζει θέση εργασίας ή ανανεώνει τις συμβάσεις του μία ή περισσότερες φορές το χρόνο. Το χαρακτηριστικό αυτό, σύμφωνα με τους αναλυτές της ΕΤΕ, αναμένεται να υποβοηθήσει την αναδιάταξη της απασχόλησης στους πλέον αποδοτικούς τομείς κατά τη φάση της ανάκαμψης και να συνοδευτεί με αύξηση των μέσων εργάσιμων ωρών μηνιαίως, αλλά και του μέσου ωρομισθίου, ώστε τα τελευταία να συμβαδίζουν με τη σταδιακή βελτίωση της παραγωγικότητας.
Για να συνεχιστεί και να επαυξηθεί η δυναμική δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και να ανακοπεί η περαιτέρω εκροή πολύτιμου ανθρώπινου κεφαλαίου, οι αναλυτές υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα, το άνοιγμα των θέσεων να συνδυαστεί με τη βελτίωση της ποιότητας της απασχόλησης. Μετά την πολυετή αποεπένδυση απαιτείται άμεσα ανάκαμψη των παραγωγικών επενδύσεων.
Η διόρθωση αυτή θα απαιτήσει σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Δ/νσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, τουλάχιστον μία 5ετία, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (εκτός κατοικιών) θα πρέπει να διατηρηθεί, κατά μέσον όρο, σε επίπεδο υψηλότερο του 8%, ετησίως. Μια τέτοια αύξηση των επενδύσεων, άλλωστε, θα υποστηρίξει και την επίσης αναγκαία δημιουργία θέσεων εργασίας με υψηλότερη ποιότητα, παραγωγικότητα και αμοιβές, σε ένα μεγαλύτερο εύρος τομέων οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο των αναλυτών, όπου οι παραγωγικές επενδύσεις προβλέπεται να αυξάνονται κατά 8,5%, ετησίως, την περίοδο 2017-2019 –συμβαδίζοντας με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ύψους 2%, ετησίως, την ίδια περίοδο– θα δημιουργηθούν 230.000 νέες θέσεις απασχόλησης έως τα τέλη του 2019, οδηγώντας το ποσοστό ανεργίας χαμηλότερα του 18,5% από 21,7% σήμερα. Σε ένα δυσμενέστερο σενάριο, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων 3% και ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 1%, η αύξηση της απασχόλησης θα είναι 160.000 θέσεις.
Τουρισμός, εστίαση, μεταποίηση, εμπόριο
Το 87% των νέων θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα την τελευταία τριετία (ήτοι 130.000 θέσεις) δημιουργήθηκε στους υποκλάδους παροχής καταλύματος και εστίασης, της μεταποίησης, καθώς και στο βαθύτατα αναδιαρθρωμένο κλάδο λιανικού και χονδρικού εμπορίου. Επίσης, κατά την τελευταία διετία εξαιτίας μεταξύ άλλων, των αλλαγών στο φορολογικό και ασφαλιστικό πλαίσιο, αλλά και της πίεσης που ασκούν οι ηλεκτρονικές πληρωμές στη φορολογική συμμόρφωση των συγκεκριμένων κατηγοριών, τμήμα της μη εξαρτημένης εργασίας μετατράπηκε σε μισθωτή. Αυτό εκτιμάται ότι συνεισέφερε στην αύξηση της συνολικής απασχόλησης κατά 14.000 νέες θέσεις (κυρίως την περίοδο 2015-16), λόγω της συρρίκνωσης της παραοικονομίας.