Ο δρόμος για την επανεκκίνηση της οικονομίας περνάει μέσα από τη μείωση της φορολογίας και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Αυτό υποστηρίζουν στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ελληνικές επιχειρήσεις, στην ετήσια έρευνα της Unitfour για τις οικονομικές και επιχειρηματικές προσδοκίες του 2017, αναδεικνύοντας ως βασικό εμπόδιο για την ανάπτυξη των εργασιών τους την υψηλή φορολογία. Η φορολογία με ποσοστό 39% υποσκελίζει το 2017 στη δεύτερη θέση με ποσοστό 25% το πρόβλημα της πολιτικής αστάθειας, που πέρυσι, στην αντίστοιχη έρευνα, ήταν στην πρώτη θέση με ποσοστό 40%.
Η αντιστροφή αυτή είναι εύκολα ερμηνεύσιμη εάν, όπως επισημαίνει ο managing partner της Unitfour Νίκος Σιακαντάρης, αναλογιστεί κανείς «τις τεκτονικές αλλαγές που υπήρξαν στο φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα το 2016 και το 2017 και οι οποίες συνυπάρχουν με τις διαχρονικές στρεβλώσεις, όπως η πολιτική αστάθεια και η γραφειοκρατία, που παραμένουν ισχυρά εμπόδια ανάπτυξης».
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία της Λέσχης Επιχειρηματικότητας και των επιμελητηρίων της χώρας (ΚΕΕ, ΟΕΕ, ΕΒΕΑ, ΤΕΕ, ΕΕΑ), κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 14 Μαρτίου έως 31 Μαρτίου του 2017, σε δείγμα 2.988 επιχειρήσεων, από τις οποίες η πλειονότητα (57%) είχε τζίρο έως 500 χιλ. ευρώ, το 11% είχε τζίρο από 500 χιλ. έως 2,5 εκατ. ευρώ και το 21% πάνω από 2,5 εκατ. ευρώ.
Απαισιοδοξία
Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρηματιών νιώθει απαισιόδοξη και 8 στους 10 θεωρούν ότι η γενική οικονομική κατάσταση θα επιδεινωθεί ή θα επιδεινωθεί σημαντικά το τρέχον έτος. Οσο για την ανάπτυξη, αυτή θα καθυστερήσει.Το 2016, λιγότερες από 2 στις 10 επιχειρήσεις κατάφεραν να αυξήσουν τον κύκλο εργασιών τους. Για τη συντριπτική πλειονότητα, ο κύκλος εργασιών είτε παρέμεινε σταθερός είτε μειώθηκε. Για το 2017, περίπου 3 στις 10 επιχειρήσεις θεωρούν ότι ο κύκλος εργασιών τους θα παραμείνει σταθερός και τη νέα χρονιά, ενώ το 51% περιμένει μια νέα μείωση. Εν μέσω capital controls και περιορισμένης πρόσβασης σε χρηματοδότηση το 2016, η ρευστότητα των επιχειρήσεων, που είναι ούτως ή άλλως περιορισμένη λόγω της ασθενικής ζήτησης, επιδεινώθηκε περαιτέρω για το 67%. Το 2017 δεν προοιωνίζεται βελτίωση της κατάστασης καθώς το ποσοστό των επιχειρήσεων που εκτιμά ότι η ρευστότητα θα επιδεινωθεί ή θα επιδεινωθεί σημαντικά παραμένει σε υψηλό επίπεδο και συγκεκριμένα στο 62%.
Δεν αντέχουν
Αντίστοιχα, για την πλειονότητα των επιχειρήσεων, η δυνατότητα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις ήταν μια δύσκολη υπόθεση το 2016. Συγκεκριμένα, το 23% δήλωσε ότι πολύ δύσκολα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στη μισθοδοσία, στην εφορία και γενικότερα στα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησής τους, ποσοστό που φτάνει στο 35% του συνόλου το 2017. Στον αντίποδα, μόλις το 12% θεωρεί ότι τη νέα χρονιά οι υποχρεώσεις θα καλύπτονται με σχετική ευκολία. Η έρευνα επιβεβαιώνει την ανθεκτικότητα των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες σε ποσοστό 24% δηλώνουν ότι θα ανταποκριθούν δύσκολα ή πολύ δύσκολα, έναντι 82% των πολύ μικρών, 69% των μικρών και 47% των μεσαίων.
Η αδυναμία ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις σε ασφαλιστικούς οργανισμούς, εφορία, ΔΕΚΟ, εργαζομένους και προμηθευτές αποτέλεσε βασικό πρόβλημα για το 40% των επιχειρήσεων το 2016, με την εφορία να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας. Η ανάλυση σε σχέση με βάση τον κλάδο δείχνει ότι οι επιχειρήσεις από τη μεταποίηση παρουσιάζουν καθυστερημένες οφειλές κυρίως σε προμηθευτές, τράπεζες και εργαζομένους, οι υπηρεσίες προς εφορία και ασφαλιστικούς οργανισμούς και το εμπόριο προς προμηθευτές.
Σε σχέση με το μέγεθος, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις παρουσιάζουν καθυστερημένες οφειλές σε ασφαλιστικούς οργανισμούς και σε εφορία αλλά και σε ΔΕΚΟ, οι μικρομεσαίες σε προμηθευτές και εργαζομένους, ενώ οι μεγάλες σε τράπεζες και προμηθευτές. Οι καθυστερήσεις στις πληρωμές είναι επίσης βασικός κανόνας της αγοράς, καθώς μόλις το 10% των επιχειρήσεων του δείγματος δηλώνει ότι πληρώθηκε στην ώρα του, ενώ ένα 20% δηλώνει ότι πληρώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση.
Έντυπη