Το υπόβαθρο για τη δράση τζιχαντιστικών ομάδων στα Βαλκάνια είχε ήδη διαμορφωθεί από τα τέλη του 1970 εντός της τότε ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Αργότερα, ριζοσπαστικά στοιχεία, κυρίως βοσνιακής καταγωγής, ενώθηκαν με μουτζαχεντίν που «μετακόμισαν» στα Βαλκάνια από το Αφγανιστάν μετά τη λήξη του πολέμου το 1989. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεταφορά των περισσοτέρων έγινε μέσω Σουδάν με μεταγωγικά που είχαν ναυλωθεί από πηγές προερχόμενες από τον σουνιτικό Κόλπο.
Εκτιμάται ότι περίπου 15.000 μισθοφόροι μετακινήθηκαν μαζί με οπλισμό και χρήματα κατά τη δεκαετία του 1990 και εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Βοσνία αλλά και σε άλλα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων. Μάλιστα, μετά τη λήξη του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας, οι περισσότεροι εκ των εξτρεμιστών προέβησαν σε λευκούς γάμους ώστε να λάβουν βοσνιακή υπηκοότητα. Το ίδιο συνέβη και με άτομα που μετανάστευσαν στη χώρα με παρόμοιους σκοπούς. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, όταν αποκαλύφθηκε ότι τρεις εκ των τρομοκρατών είχαν πολεμήσει στη Βοσνία, ασκήθηκαν πιέσεις στο Σεράγεβο από μεριάς Ουάσιγκτον, με αποτέλεσμα να ανακληθούν μερικές ιθαγένειες που είχαν δοθεί μέχρι τότε. Κατά τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας αναπτύχθηκαν και σιιτικοί φονταμενταλιστικοί πυρήνες στα Βαλκάνια, των οποίων, όμως, η επιρροή μετέπειτα εκμηδενίστηκε.
Θύλακοι ριζοσπαστών είναι εδώ και καιρό εγκατεστημένοι σε συγκεκριμένα κράτη της Δυτικής Βαλκανικής, χάρις στην ασταθή κατάσταση, τις αδύναμες αρχές ασφαλείας, την εκτεταμένη διαφθορά, το θρησκευτικό υπόστρωμα και τα ασύδοτα τραπεζικά συστήματα. Εντοπίζουμε από κέντρα εκπαίδευσης τρομοκρατών μέχρι και αφθονία σε οπλισμό. Λόγω δε της «κατάλληλης» γεωγραφικής θέσης, η περιοχή έχει μετεξελιχθεί αφενός σε ζώνη τράνζιτ διέλευσης εξτρεμιστών αλλά και παραμονής, αφετέρου σε κόμβο πολιτικοοικονομικών δικτύων που συνδέονται με ακραίες εκφάνσεις του μουσουλμανικού κόσμου.
Είναι γνωστό, άλλωστε, στις Αρχές ότι σημαντικό κομμάτι των Δυτικών Βαλκανίων αποτελεί εκ των φυσικών διαδρόμων που συνδέουν Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική με την Ευρώπη, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τη διαδρομή Σεράγεβο-Αγκυρα και αντίστροφα, με προορισμό αρχικά τα πεδία των μαχών σε Συρία και Ιράν και εν συνεχεία την επιστροφή τους στη Γηραιά Ηπειρο. Αξιοσημείωτη είναι η διείσδυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και ομάδων ουαχαμπιτών σε τζαμιά και οργανώσεις με φιλανθρωπικό σκοπό, ακολουθώντας ένα μοντέλο οργάνωσης δύσκολα προσβάσιμο. Η Τουρκία δηλώνει, επίσης, παρούσα στις εξελίξεις, με ρόλο-κλειδί σε διάφορα επίπεδα. Το πρόβλημα όσων περιγράφονται αφορά κυρίως στη Βοσνία, στο Κόσοβο και σε μέρος της Νότιας Σερβίας, στην Αλβανία και στα δυτικά της ΠΓΔΜ.
Η Ελλάδα αποτέλεσε το 2015 χώρο διέλευσης περίπου 1 εκατ. ανθρώπων. Την απουσία ορθής καταγραφής των παράνομων εισόδων (π.χ. δακτυλοσκοπήσεις) για ένα μεγάλο διάστημα του 2015 προφανώς εκμεταλλεύτηκαν και εξτρεμιστές για να διεισδύσουν στη Γηραιά Ηπειρο. Η ύπαρξη δικτύων επιχειρησιακής φύσης εντός της χώρας μας ή ατόμων σε στάδιο ριζοσπαστικοποίησης είναι μεν πιθανή, εντούτοις, ιδίως στην Αθήνα, έχει δημιουργηθεί σταθμός πληροφοριών εκ μέρους υπηρεσιών ισχυρών χωρών της Δύσης, γεγονός που αυξάνει τον βαθμό δυσκολίας για τις κινήσεις ακραίων κύκλων.
Εξάλλου, σε κοινωνίες με πολύ μεγαλύτερους αριθμούς ομοθρήσκων, μπορούν πιο εύκολα να διαχέονται χωρίς να κινούν υποψίες. Ετσι και αλλιώς, στρατηγικός στόχος των τρομοκρατών παραμένουν τα χτυπήματα ισχυρού συμβολισμού και εμβέλειας σε μεγάλα κράτη και σε όσα παίζουν ρόλο στα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή.
Οσο, πάντως, στα Δυτικά Βαλκάνια δεν διαταράσσονται σοβαρά παράνομες δραστηριότητες και κεφαλαιακές ροές, καθώς και δεν αναλαμβάνονται δυναμικές πρωτοβουλίες εντοπισμού και εξουδετέρωσης θυλάκων τζιχαντιστών, οι τελευταίοι είναι ασφαλώς λιγότερο πρόθυμοι να προβούν σε ενέργειες στην περιοχή που θα τους στοχοποιήσουν, ρισκάροντας την τροποποίηση των αρκετά βολικών για αυτούς υφιστάμενων συσχετισμών.
* Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων. Το βιβλίο του «Πρόσφυγες, Ευρώπη, Ανασφάλεια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.