Με το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή επαναδιατυπώνεται η διάταξη αναφορικά με την επιβολή υπέρ των Δήμων τέλους επί των ακαθάριστων εσόδων καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και διευκρινίζεται το πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης και ειδικά θέματα υπολογισμού του τέλους.
Οι διατάξεις, σχετικά με την επιβολή υπέρ των Δήμων τέλους (0,5%) επί των ακαθάριστων εσόδων καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, προσαρμόζονται προς την ισχύουσα υγειονομική διάταξη και ορίζεται ρητά ότι, το εν λόγω τέλος δεν επιβάλλεται στις καντίνες που αδειοδοτούνται από την Περιφέρεια για υπαίθριο πλανόδιο εμπόριο. (άρθρα 62)
Αιτιολογική έκθεση
Άρθρο 62
Τέλος επί των ακαθαρίστων εσόδων καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος.
Με την εν λόγω διάταξη τροποποιείται η περίπτωση β’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 339/1976 (Α’ 136) αναφορικά με το επιβαλλόμενο, υπέρ των δήμων, τέλος επί των ακαθάριστων εσόδων καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος (Κ.Υ.Ε.).
Η εν λόγω ρύθμιση αποσκοπεί να κωδικοποιήσει το πλαίσιο επιβολής του τέλους αυτού, ενόψει και της σχετικής πολυνομίας, ενσωματώνοντας και αποτυπώνοντας την ήδη συντελεσθείσα προσαρμογή στο ποσοστό του τέλους ακαθαρίστων εσόδων με την διάταξη του αρ. 23 παρ. 2 του ν. 3756/2009. Ακολούθως καταργείται η διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2539/1976 (Α’ 244) καθώς οι εκεί αναφερόμενες ρυθμίσεις ενσωματώνονται πλέον στην περίπτωση β’ του άρθρου 1 του ν. 339/1976, ο οποίος είναι και ο νόμος στον οποίο αρχικά προβλέφθηκε η επιβολή του εν λόγω τέλους.
Συγκεκριμένα, λοιπόν, στις περιπτώσεις που ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων το τέλος ορίζεται, όπως εξάλλου ίσχυε μέχρι τώρα, απευθείας από το νόμο. Για δε τις περιπτώσεις Ο.Τ.Α. α’ βαθμού όπου δεν ισχύει το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, το τέλος δύναται να επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, στο πλαίσιο της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής τους αυτοτέλειας (άρθρο 102 παρ. 4 Συντάγματος).
Επιπλέον, προβλέπεται η υπαγωγή στο ανωτέρω τέλος των ανάλογων επιχειρήσεων που λειτουργούν εντός των εμπορικών κέντρων και των πολυκαταστημάτων.
Περαιτέρω, στις επιχειρήσεις στις οποίες επιβάλλεται το ανωτέρω τέλος κατόπιν απόφασης του δημοτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβάνονται πλέον και οι σχολές καταδύσεων, καθότι και αυτές υπάγονται σε εκείνες τις κατηγορίες καταστημάτων, οι οποίες διακρίνονται από έντονη οικονομική δραστηριότητα, ιδίως κατά τη θερινή περίοδο.
Τέλος, αποσαφηνίζεται, στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν την επιβολή του τέλους των ακαθαρίστων εσόδων, ο τρόπος υπολογισμού του έτσι ώστε να αποφευχθούν οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις ή αμφισβητήσεις αναφορικά με την προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης.
Ο διαχωρισμός των εισοδημάτων που προκύπτουν από διαφορετικές οικονομικές δραστηριότητες συμπεριλαμβάνεται άλλωστε και στο συμπέρασμα της σχετικής υπ αρίθμ. 99/2016 ατομικής Γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η προτεινόμενη διάταξη καθίσταται, εξάλλου, αναγκαία δεδομένης της τροποποίησης που επήλθε στα αναφερόμενα επί των αδειών των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος στοιχεία βάσει της νέας Υγειονομικής Διάταξης Υ1γ/Γ.Π/οικ. 96967 /2012 (β’ 2718) αλλά και του νέου πλαισίου λειτουργίας των καταστημάτων αυτών, κατ’ εφαρμογή του ν. 4442/2016 (Α’ 230). Στο πλαίσιο αυτό, η προτεινόμενη διάταξη αποσκοπεί στην προσαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας στη διαμορφωθείσα πραγματική συνθήκη λειτουργίας των επιχειρήσεων που υπόκεινται στο εν λόγω τέλος. Με τον τρόπο αυτό αποσκοπείται η αύξηση των εσόδων των δήμων, λαμβάνοντας όμως υπόψη την ανάγκη για ορθολογική και αναλογική επιβάρυνση των ιδιοκτητών κέντρων υγειονομικού ενδιαφέροντος.
Σχέδιο νόμου
“Άρθρο 62
Τέλος επί των ακαθαρίστων εσόδων καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος.
1. Η περίπτ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 339/1976 (Α7 136), όπως αντικαταστάθηκε με το εδάφιο β’ του άρθρου 3 του ν. 658/1977 (Α7 214), την παρ. 6 του άρθρου 26 του ν. 1828/1989 (Α7 2) και το εδάφιο α7 του άρθρου 20 του ν. 2539/1997 (Α7 244), αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Επιβάλλεται υπέρ των δήμων, στην περιφέρεια των οποίων ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων τέλος σε ποσοστό 0,5% στα ακαθάριστα έσοδα των:
α) κάθε είδους, μορφής και ονομασίας καταστημάτων, στα οποία πωλούνται για κατανάλωση εντός των χώρων δραστηριοποίησης του καταστήματος ή σε πακέτο, φαγητά, ποτά, καφές, αναψυκτικά, γαλακτοκομικά προϊόντα και γλυκίσματα, εφόσον διαθέτουν πάγκους ή τραπεζοκαθίσματα,
β) ζυθοπωλείων και μπαρ, ανεξαρτήτως ιδιαίτερης ονομασίας και κατηγορίας και
γ) καντινών.
Στο ανωτέρω τέλος υπάγονται και τα κέντρα διασκέδασης και τα καταστήματα των πιο πάνω περιπτώσεων που λειτουργούν μέσα σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, κάθε λειτουργικής μορφής και κατηγορίας, σε εμπορικά κέντρα, καθώς και στα οργανωμένα τμήματα των SUPERMARKETS και των πολυκαταστημάτων, στα οποία πωλούνται έτοιμα φαγητά.
Επί των εσόδων των επιχειρήσεων Καζίνο και των επιχειρήσεων που λειτουργούν εντός Καζίνο το ανωτέρω τέλος επιβάλλεται σε ποσοστό 2%.
Προκειμένου για νυχτερινά κέντρα, αίθουσες χορού και άλλα καταστήματα με ποτά και θέαμα, καφωδεία, κέντρα διασκέδασης και χορευτικά κέντρα με μουσική το ανωτέρω τέλος επιβάλλεται σε ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%). Στους δήμους στην περιοχή των οποίων δεν ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων το ανωτέρω τέλος μπορεί να επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Αν σε τμήμα δήμου ισχύει το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων ειδικά και μόνο για το τμήμα αυτό εφαρμόζονται οι ανωτέρω παράγραφοι του παρόντος άρθρου. Το ανωτέρω τέλος μπορεί να επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου και στις παρακάτω κατηγορίες καταστημάτων:
α. τουριστικών ειδών,
β. ειδών λαϊκής τέχνης,
γ. ενθυμίων και δώρων,
δ. ενοικιάσεως σκαφών αναψυχής τοπικού χαρακτήρα, θαλάσσιων ποδηλάτων, ιστιοσανίδων, ειδών χρησιμοποιούμενων στην παραλία,
ε. ειδών που χρησιμοποιούνται στη θάλασσα από τους λουσμένους,
στ. ειδών «σπορ», «σκι» και «ορειβασίας»,
ζ. σχολών εκμάθησης θαλάσσιων σπορ και εκμάθησης καταδύσεων,
η. ενοικιάσεις αυτοκινήτων, μοτοποδηλάτων και ποδηλάτων.
Σε περίπτωση διάθεσης προϊόντων και υπηρεσιών στο πλαίσιο άσκησης πολλαπλών οικονομικών δραστηριοτήτων από τα ανωτέρω καταστήματα, για τον προσδιορισμό του οφειλόμενου τέλους λαμβάνονται υπ’ όψιν τα ακαθάριστα έσοδα ,τα οποία προέρχονται μόνο από τη λιανική πώληση των προϊόντων και των υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος άρθρου, όπως αυτά προκύπτουν από την δήλωση της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 1080/1980 και τα εκκαθαριστικά σημειώματα του Φ.Π.Α.
Το τέλος βαρύνει τον πελάτη και αναγράφεται ξεχωριστά στα εκδιδόμενα κατά τις κείμενες διατάξεις στοιχεία, εισπράττεται δε από αυτόν που εκδίδει το λογαριασμό, ο οποίος υποχρεούται να το καταβάλει στο οικείο δημοτικό ταμείο».
2. Η διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2539/1997 καταργείται.”