“Το ερώτημα στο σοβαρό και εξαιρετικά πιθανό πλέον ενδεχόμενο απόσυρσης του IMF από το ελληνικό πρόγραμμα είναι το κατά πόσο μπορεί αυτό να γίνει συναινετικά ή θα προκύψουν νέα συγκρουσιακά επεισόδια με την Ευρωζώνη…”, σχολιάζει αρμόδιος αξιωματούχος της Κομισιόν απαντώντας σε ερώτημα του “Κεφαλαίου” για το αν η πρόσφατη έξοδος στις αγορές αλλάζει κάτι στην παρουσία του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Η επιδίωξη όλων των πλευρών, σύμφωνα με τον ίδιο παράγοντα, ο οποίος έχει άμεση και προσωπική συμμετοχή στις σχετικές διαδικασίες τα τελευταία πέντε χρόνια, είναι να ολοκληρωθεί το ελληνικό πρόγραμμα χωρίς περαιτέρω περιπέτειες.
Αλλά αυτό “δεν είναι κάτι που μπορεί έτσι κι αλλιώς να διασφαλισθεί”, καθώς “το IMF παραμένει σταθερό στις επιφυλάξεις του, όσον αφορά τις εκτιμήσεις της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία”, αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης.
Το ενδεχόμενο της αποχώρησης του ΔΝΤ, βέβαια, οδηγεί σε ένα νέο περιβάλλον την ελληνική οικονομία, με δύο βασικά στοιχεία:
– Απομακρύνεται η οποιαδήποτε σημαντική περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
– Σταθεροποιείται η μεσομακροπρόθεσμη δέσμευση για τα υψηλά –και ασύμφορα για την οικονομία, σύμφωνα με την αξιολόγηση του ΔΝΤ– πρωτογενή πλεονάσματα.
Οι διαφορές με το ΔΝΤ
Στις Βρυξέλλες σημειώνουν με έμφαση ότι η πρόσφατη έκδοση του πενταετούς ομολόγου σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι αγορές είχαν ως βασικό στοιχείο αξιολόγησης το “μη βιώσιμο” του ελληνικού χρέους από το ΔΝΤ (ανακοίνωση 20ής Ιουλίου) και την εφαρμογή των capital controls εντούτοις κινήθηκε σε πολύ διαφορετικές εκτιμήσεις από εκείνες του ΔΝΤ.
Η συμμετοχή θεσμικών επενδυτών με επιτόκιο 4,37%, ενώ οι υπολογισμοί του ΔΝΤ για το επιτοκιακό κόστος του ελληνικού χρέους επιμένουν στο 6%, αποτυπώνει μια διάσταση αξιολόγησης, η οποία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις κοινοτικών αξιωματούχων, μετά την υιοθέτησή της από τις αγορές “σπρώχνει ακόμα περισσότερο το IMF στην έξοδο από το ελληνικό πρόγραμμα…”.
Άλλωστε, η “κατ’ αρχήν” απόφαση του ΔΝΤ για συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα στις 15 Ιουνίου ήταν εν γνώσει όλων μια προσχηματική απόφαση, η οποία αποσκοπούσε στο να διευκολύνει την έγκριση της εκταμίευσης των δόσεων από το γερμανικό Κοινοβούλιο, παρά το ότι η Ευρωζώνη αρνείται την ικανοποίηση της απαίτησης του Ταμείου για άμεση συγκεκριμενοποίηση της περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους.
Στην Κομισιόν θεωρείται ως δεδομένο ότι δεν πρόκειται να υπαναχωρήσει το ΔΝΤ από τις απαιτήσεις του προκειμένου να αξιολογήσει το ελληνικό χρέος ως βιώσιμο. Θεωρείται επίσης ως εξαιρετικά απίθανο, ακόμα και υπό τη νέα κυβέρνηση, να αποδεχθεί το Βερολίνο και άλλες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να διευκολύνουν με δική τους περαιτέρω “ζημία” την επιπλέον ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Αντίθετα, όπως επισημαίνει και επιμένει το επιτελείο του γερμανικού ΥΠΟΙΚ, το ελληνικό χρέος μπορεί να εξυπηρετηθεί επαρκώς αρκεί να εφαρμοστούν οι συμφωνίες για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία όμως το ΔΝΤ αξιολογεί ως αποτρεπτικά για την αναπτυξιακή χρηματοδότηση της οικονομίας τα επόμενα χρόνια…
Στο πλαίσιο αυτό και αφού ξεπεραστεί ο σκόπελος των επικείμενων γερμανικών εκλογών, αναμένεται ότι θα ακολουθήσει ντόμινο εξελίξεων, όχι απαραίτητα χωρίς ισχυρές αναταράξεις, που θα οδηγήσουν σε αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα και την πρόσφατη συμφωνία της 15ης Ιουνίου για “κατ’ αρχήν” συμμετοχή του.
Η “προετοιμασία” και οι αγορές
Ένα επιπλέον στοιχείο στην εικόνα της σχέσης του ΔΝΤ με το ελληνικό πρόγραμμα προκύπτει από το γεγονός ότι στους σχεδιασμούς που έχουν γίνει ήδη, εν όψει της συμφωνίας-πλαίσιο της 15ης Ιουνίου, εμπεριέχεται ως εν δυνάμει “μέτρο” η εξαγορά του δανείου του ΔΝΤ από τον ESM:
– Με κεφάλαια από τα ήδη διαθέσιμα στο πλαίσιο του τρίτου ή
– Από την επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών από την αποπληρωμή των ομολόγων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους.
Ένα δεύτερο στοιχείο που αναμένεται να εκδηλωθεί εν όψει της τρίτης αξιολόγησης έχει να κάνει με παρέμβαση του κ. Τόμσεν στον τομέα των εργασιακών σχέσεων. Σύμφωνα με πληροφορίες του “Κ”, ο επικεφαλής του ΔΝΤ στην Ευρώπη θα σηκώσει τον πήχη των απαιτήσεων όσον αφορά την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, ενώ παράλληλα θα απαιτήσει από το πρώτο έτος (2019) την εφαρμογή τόσο των ψηφισμένων για τη διετία 2019-2020 μέτρων για την εκ νέου περικοπή των συντάξεων όσο και τη μείωση του αφορολογήτου, στο συνολικό πακέτο της τρίτης αξιολόγησης.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στο ΥΠΟΙΚ περιμένουν από τον κ. Τόμσεν “να μετακινήσει και πάλι τα γκολπόστ” των απαιτήσεων, δημιουργώντας πρόσθετες δυσκολίες στη διαδικασία της αξιολόγησης.
Οι κινήσεις αυτές αναμένεται ότι θα δρομολογηθούν παράλληλα με την κινητοποίηση της απαίτησης για τη συγκεκριμενοποίηση των μέτρων μεσοπρόθεσμης παρέμβασης για την ελάφρυνση του χρέους, που έχουν ενταχθεί στο πλαίσιο της απόφασης της 15ης Ιουνίου…
Μέσα στο περιβάλλον αυτό, “που είναι πολύ πιθανό να θέσει σε αμφισβήτηση την ταχεία ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης”, θα δρομολογηθούν πλέον διαδικασίες για τη “συναινετική” αποχώρηση του Ταμείου ή τη συμμετοχή του σε καθαρά “συμβουλευτικό” ρόλο, στο πλαίσιο του νέου μη χρηματοδοτικού “Εργαλείου Συντονισμού Πολιτικής” (Policy Coordination Instrument – PCI).
Αυτό που ανησυχεί, πάντως, την Ευρωζώνη, αλλά και την κυβέρνηση της Αθήνας, είναι το κατά πόσο η απόσυρση του ΔΝΤ θα επηρεάσει τη στάση των αγορών απέναντι στις επόμενες εκδόσεις ελληνικών τίτλων οι οποίες συνδέονται με τις (επιτυχείς) επόμενες αξιολογήσεις.
Για τον λόγο αυτό, ο συνδυασμός της αποχώρησης με την ενεργοποίηση του εργαλείου Συντονισμού Πολιτικής (PCI) αντιμετωπίζεται προς το παρόν ως μια πιθανή εκδοχή του σεναρίου αποχώρησης σε συνδυασμό με τα προγράμματα εποπτείας της Κομισιόν.