Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου κατά τη Σύνοδο της G20 στο Αμβούργο, ο Τούρκος πρόεδρος, Ταγίπ Ερντογάν, σχολίασε και την αποτυχία της πενταμερούς διάσκεψης του Κραν-Μοντανά για το Κυπριακό. “Οι προσπάθειες”, υποστήριξε, “που με αυτοθυσία και ειλικρίνεια κατέβαλαν τόσο η Τουρκία όσο και η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν βρήκαν ανταπόκριση και το αποτέλεσμα μας λυπεί. Αυτό το αποτέλεσμα δείχνει την αδυναμία εξεύρεσης λύσης εντός των παραμέτρων του ΟΗΕ. Δεν έχει νόημα να επιμένουμε περαιτέρω σε αυτές τις παραμέτρους”.
Ο Τούρκος πρόεδρος συμπλήρωσε ότι η χώρα του θα εξακολουθεί να αναζητεί λύση εντός διαφορετικών παραμέτρων και αναμένει ανάλογη στάση από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, ειδάλλως θα αξιολογήσει τα “Σχέδια Β” και “Γ”, που, όπως είπε, έχει στη διάθεσή της.
Μάλιστα, συσχέτισε ευθέως το μέλλον των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού με την πορεία των υποθαλάσσιων ερευνών για υδρογονάνθρακες που ξεκίνησαν την εβδομάδα αυτή στο θαλάσσιο οικόπεδο 11 της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, προαναγγέλλοντας τη δημιουργία “νέων δεδομένων”.
Παλαιές οι απειλές
Δεν είναι η πρώτη φορά που η τουρκική πλευρά διατυπώνει, και μάλιστα στο ανώτερο επίπεδο, υπαινιγμούς για μια “εναλλακτική” προσέγγιση του Κυπριακού, που θα κινείται εκτός του πλαισίου των τελευταίων 40 ετών, που, ήδη από τη συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς του 1977, θέτει ως στόχο τη συγκρότηση στο νησί μιας διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας. Προτού, μάλιστα, αναχωρήσουν οι αντιπροσωπείες της πενταμερούς από το Κραν-Μοντανά, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, διακήρυσσε μέσω Twitter ότι η αναζήτηση λύσης εντός του πλαισίου των καλών υπηρεσιών του γ.γ. του ΟΗΕ έχει εξαντληθεί.
Αντιστοίχως, δεν είναι η πρώτη φορά που, κατά την τουρκική ρητορική, το Κυπριακό αντιμετωπίζει την “τελική” και τελειωτική προσπάθεια επίλυσής του, όπως επίσης επέμενε ο Τσαβούσογλου για το Κραν-Μοντανά.
Δύσκολη η απεμπλοκή
Απειλητικά μηνύματα αυτού του είδους βρίσκουν συχνά τον αντίκτυπό τους και στην ελληνική πλευρά, όταν η κατά καιρούς κλιμάκωση της διπλωματικής κινητικότητας περί το Κυπριακό περιγράφεται με όρους “τελευταίας ευκαιρίας”, η οποία, αν χαθεί (με την προβολή “μαξιμαλιστικών”, υποτίθεται, στόχων), θα οδηγήσει σε οδυνηρά τετελεσμένα.
Όμως η πραγματικότητα αποκαλύπτεται αρκετά συνθετότερη – και η τουρκική διπλωματία “καταδικασμένη” να επιστρέφει (ακόμη και έπειτα από ενέργειες όπως η ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983) σε μια διαπραγμάτευση την οποία εμφανίζεται δημοσίως να απαξιώνει.
Ίσως γιατί αυτή αποτελεί το πραγματικό “Σχέδιο Β” για την τουρκική πλευρά απέναντι στο “Σχέδιο Α”, που είναι η συνεχιζόμενη με ανεκτό πολιτικό ή άλλο κόστος κατοχή για πάνω από τέσσερις δεκαετίες του βόρειου τμήματος του νησιού…
Διαφωνούν στον ίδιο τον ορισμό
Το Κυπριακό αποτελεί ένα από εκείνα τα διεθνή προβλήματα τα οποία επιμένουν να μην “επιλύονται”, αλλά και να μην “κλείνουν”.
Ομοιάζει σε αυτό χαρακτηριστικά με το Μεσανατολικό, με το οποίο συνδέεται όχι μόνο για λόγους γεωγραφικής συνάφειας ή ιστορικής διαμόρφωσης (πρβ. τον γενεσιουργό ρόλο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας), αλλά και ουσίας – λ.χ. θεμάτων κατοχής, εποικισμού, πληθυσμιακού διαχωρισμού κ.λπ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εμπλεκόμενοι δεν είναι σε θέση να συμφωνήσουν για τον ίδιο τον ορισμό του προβλήματος. Έτσι, για την ελληνική πλευρά το Κυπριακό είναι πρωτίστως πρόβλημα εισβολής και κατοχής, συνεπώς η χρονολογία-κλειδί είναι το 1974. Αντίθετα, για την τουρκική πλευρά η “ειρηνευτική επιχείρηση” της Άγκυρας εκείνη την χρονιά και η ανταλλαγή πληθυσμών που επιβλήθηκε, αποτελεί την “επίλυση” του Κυπριακού, λυτρώνοντας την τουρκοκυπριακή κοινότητα από υπερδεκαετείς διακοινοτικές συγκρούσεις.
Μάλιστα, ο τουρκοκυπριακής καταγωγής αρθρογράφος της “Χουριέτ”, Γιουσούφ Κανλί, διεκτραγωδεί το γεγονός ότι από το 1964 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ανανεώνει κάθε εξάμηνο την εντολή των κυανόκρανων της UNFICYP, όπως συνάδει και με τη διεθνή αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, ο τερματισμός των βιαιοτήτων επιτεύχθηκε μόλις το 1974 και ο τουρκικός στρατός είναι ο παράγοντας που πραγματικά κρατά τη σύγκρουση παγωμένη επί 43 έτη.
Τα όρια των επιδιώξεων
Για την ελληνική πλευρά η επίλυση ταυτίζεται με την αναίρεση των (κυριότερων) επιπτώσεων της εισβολής και κατοχής: επιστροφή εδαφών και περιουσιών, αποχώρηση ξένων στρατευμάτων κ.ο.κ.
Όμως για την τουρκική πλευρά η επίλυση δεν είναι παρά η νομιμοποίηση των κεκτημένων του 1974, με τη δημιουργία, στη θέση της “εκλιπούσας” Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός νέου συνεταιρισμού στη βάση της πολιτικής ισότητας, με τον οποίο θα αναγνωρίζεται αναδρομικά η “ΤΔΒΚ” και θα αίρεται η απομόνωσή της.
Δεν είναι παράλογη μια τέτοια επιδίωξη, προκειμένου περί κεκτημένων που εξασφαλίσθηκαν “διά στρατιωτικής χειρός” πριν από 43 χρόνια, στο πλαίσιο ενός περιφερειακού συσχετισμού που δεν έχει ριζικά διαφοροποιηθεί.
Τα όρια, άλλωστε, της ελληνικής πολιτικής επί του ζητήματος έχουν τεθεί με τη φράση “η Κύπρος κείται μακράν”. Η μεταπολιτευτική ανοικοδόμηση της χώρας και η λεπτή ισορροπία ασφαλείας που έχει έναντι της Τουρκίας στηρίζεται σε αυτή την παραδοχή.
“Σκληραίνουν” οι ταυτότητες
Στο ίδιο το νησί, αφότου άρχισε να διεισδύει η νεωτερικότητα, δύο διακριτές εθνικές ταυτότητες εκτυλίσσουν μέσα στον χρόνο τα παντελώς ασύμβατα σχέδιά τους: οι μεν Τουρκοκύπριοι αταλάντευτα επιμένουν στην διαίρεση (taksim) με διάφορες μορφές, οι δε Ελληνοκύπριοι αρχικά στην Ένωση και κατόπιν στην “αδέσμευτη ανεξαρτησία”.
Στις μέρες μας, η πραγματική κατάσταση πνευμάτων προκύπτει από την πεποίθηση ικανού τμήματος των ελληνοκυπριακών ελίτ ότι τα άνισα επίπεδα ανάπτυξης εκατέρωθεν της Πράσινης Γραμμής προεξοφλούν μιαν οικονομική κυριαρχία του Νότου για χάρη της οποίας αξίζει τον κόπο να υπάρξουν πολιτικές υποχωρήσεις – ενώ για τον ίδιο ακριβώς λόγο η τουρκοκυπριακή πλευρά διαρκώς ανεβάζει το διεκδικούμενο πολιτικό-θεσμικό αντάλλαγμα.
Όμως, την ίδια στιγμή, οι διακριτές εθνικές ταυτότητες των δύο κοινοτήτων όλο και “σκληραίνουν”. Μεταξύ των Ελληνοκυπρίων, η πλειοψηφία απαξιοί να διασχίσει την Πράσινη Γραμμή, ενώ οι απορριπτικές τοποθετήσεις βρίσκουν μεγαλύτερη απήχηση στις ηλικίες κάτω των 45 ετών (οι οποίες δεν διαθέτουν μνήμες συγκρούσεων, αλλά ούτε και συμβίωσης).
Οι Τουρκοκύπριοι, πάλι, εμφανίζονται στις δημοσκοπήσεις ανυποχώρητοι στο ζήτημα της παραμονής των τουρκικών στρατευμάτων. Είναι, από μια παραπλήσια άποψη, χαρακτηριστικό ότι όλη η διαπραγματευτική προσπάθεια της τουρκοκυπριακής αντιπροσωπίας στο Κραν-Μοντανά αφοσιώθηκε όχι σε θέματα άμεσου ενδιαφέροντός της (λ.χ. διακυβέρνηση) αλλά στις τέσσερις ελευθερίες των πολιτών της “μητέρας πατρίδας”.
Οι έρευνες άρχισαν – Η Άγκυρα επιδιώκει κλίμα έντασης
Από τα ξημερώματα της Τετάρτης το Κυπριακό άλλαξε σελίδα, καθώς το blame game για την κατάρευση των συνομιλιών του Κραν-Μοντανά έδωσε τη θέση του σε κάτι πολύ πιο απτό: την έναρξη των υποθαλάσσιων ερευνών της πλωτής πλατφόρμας “West Capella” στον στόχο “Ονησιφόρος” του οικοπέδου 11 της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας για λογαριασμό της γαλλικής εταιρείας Total, καθώς και την ένταση που επιχειρεί να δημιουργήσει η Άγκυρα στην περιοχή.
Τα δεδομένα είναι αμείλικτα, καθώς οι αλλεπάλληλες τοποθετήσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπέρ του δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας να εκμεταλλεύεται τον υποθαλάσσιο πλούτο της, το αυξημένο ειδικό βάρος των πετρελαϊκών γιγάντων που έχουν εμπλακεί στον παρόντα γύρο αδειοδοτήσεων (Exxon, Total, Eni, Kogas), αλλά και η παρουσία, για τους ευρύτερους λόγους ασφαλείας που προκύπτουν στην Ανατολική Μεσόγειο, αμερικανικού αεροπλανοφόρου καθώς και γαλλικής ναυτικής δύναμης περιορίζουν τις δυνατότητες της Τουρκίας να παρεμποδίσει έμπρακτα τις διενεργούμενες έρευνες.
Δεν μηδενίζουν, ωστόσο, την ικανότητά της να παρενοχλεί ή να αμφισβητεί τη γενικότερη δικαιοδοσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, λ.χ. με τον σχεδιασμό δικών της ερευνών – πάντα επικαλούμενη τα δίκαια των Τουρκοκυπρίων στον φυσικό πλούτο του νησιού. Αυτό ακριβώς συμβαίνει από χθες με την αποστολή του ερευνητικού σκάφους “Barbaros” στον κόλπο της Μόρφου, καθώς και δύο πολεμικών πλοίων και ενός υποβρυχίου για να παρακολουθήσουν τη δραστηριότητα του “West Capella”. Μάλιστα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, προανήγγειλε την κατάρτιση, σε συνεργασία με το υπουργείο Ενέργειας, σχεδίου μέτρων που θα απαντούν στις “μονομερείς” ενέργειες της ελληνικής πλευράς.
Η απάντηση της Λευκωσίας χαρακτηριστική. “Δεν υπάρχει καμία πολεμική ατμόσφαιρα στην Ανατολική Μεσόγειο”, διαβεβαίωσε χθες ο Κύπριος κυβερνητικός εκπρόσωπος, Νίκος Χριστοδουλίδης, τονίζοντας ότι “δεν πρέπει να εμπλακούμε σε ένα επικοινωνιακό παιχνίδι που προσπαθεί να στήσει η Τουρκία”.
Tο status quo και οι εναλλακτικές του
Η ιδιαιτερότητα του Κυπριακού γίνεται φανερή και από το γεγονός ότι, ενώ η διατήρηση του status quo είναι όντως αφόρητη, όπως δηλώνεται τόσο συχνά, οι ρεαλιστικά διαθέσιμες επιλογές (βελούδινο διαζύγιο; “επίλυση” με τους τουρκικούς όρους;) δεν είναι λιγότερο αφόρητες – εξού και η εκκρεμότητα διαιωνίζεται. Η αντίφαση αφορά τόσο την ελληνική όσο, όμως, και την τουρκική πλευρά. Όσο περνά ο χρόνος, η “τουρκοποίηση” (και, επί Ερντογάν, και “ισλαμοποίηση”) των Κατεχομένων πράγματι προχωρά, όχι μόνο με τον εποικισμό, αλλά και με τη στενότερη πρόσδεση των υποδομών (ύδρευση, ηλεκτροδότηση) και της οικονομίας της βόρειας Κύπρου στην Τουρκία. Όμως η οριστικοποίηση της διχοτόμησης, με τυπική προσάρτηση των Κατεχομένων, είναι ένα όριο το οποίο η τουρκική πολιτική δεν δύναται να αγγίξει – τόσο για το πολιτικοδιπλωματικό κόστος που το συνοδεύει όσο και για τα χαμένα δυνάμει κέρδη που θα σήμαινε η απώλεια της προοπτικής επηρεασμού του νότιου τμήματος του νησιού. Σε μια συγκυρία κατά την οποία το μέγα ζητούμενο για την Άγκυρα, και όχι μόνο, είναι η προβολή ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, η “απελευθέρωση” των επιλογών της Κυπριακής Δημοκρατίας στον τομέα της ασφάλειας και της διπλωματίας θα ισοδυναμούσε με τουρκική ήττα.
Άλλωστε, οι αλλεπάλληλες συνομιλίες για το Κυπριακό μπορεί να καταλήγουν παγίως άκαρπες, ταυτόχρονα όμως συσσωρεύουν ένα “διαπραγματευτικό κεκτημένο”: ένα σημείο ισορροπίας στο οποίο επανέρχονται έπειτα από κάθε “κατάρρευση” της διαδικασίας οι εμπλεκόμενες πλευρές για να συνεχίσουν στην επόμενη προσπάθειά τους. Το κεκτημένο αυτό διαχρονικά απομακρύνει την έννοια της πιθανής επίλυσης από την αναίρεση της παρανομίας της κατοχής και την πλησιάζει όλο και περισσότερο προς την απενοχοποίηση και εμπέδωση των τουρκικών επιλογών.
Εξαίρεση στο “κεκτημένο”
Η εξαίρεση μπορεί να πει κανείς ότι σημειώθηκε από το 2016 και εξής, οπότε η ελλαδική διπλωματία έφερε στο επίκεντρο της διαδικασίας το ζήτημα των εγγυήσεων και της ασφάλειας – με κατάληξη τις σπασμωδικές τουρκικές αντιδράσεις που οδήγησαν στο αδιέξοδο του Κραν-Μοντανά. Δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά σε μια συγκυρία κατά την οποία η Τουρκία επενδύει στην επέκταση της στρατιωτικής παρουσίας της, νόμιμης ή μη, σε όλη την περιοχή από τη βόρεια Συρία μέχρι το βόρειο Ιράκ και από το Κατάρ μέχρι τη Σομαλία.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, το “διαπραγματευτικό κεκτημένο” εμπλουτίσθηκε σε αυτήν τν διαδικασία τόσο με τις παραχωρήσεις επί κρίσιμων εσωτερικών πτυχών (εκ περιτροπής προεδρία, βέτο, περιουσιακό), στις οποίες ο Νίκος Αναστασιάδης προχώρησε γραπτώς, προκειμένου να κάμψει την τουρκική αδιαλλαξία στα ζητήματα εγγυήσεων και ασφάλειας, όσο και με την ίδια τη σύλληψη της πενταμερούς, όπου, απουσία της διεθνώς αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, τη διαπραγμάτευση διεξάγουν οι δύο κοινότητες και οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις – ωσάν η αποαποικιοποίηση του νησιού να μην είχε συντελεστεί…