Μια ιστορική και εθνική εκκρεμότητα που «στοίχειωνε» για δεκαετίες το ελληνικό πολιτικό σύστημα, το άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου, πήρε τον δρόμο της επίλυσής της. Από προχθές το υλικό το οποίο συγκεντρώθηκε, ταξινομήθηκε και σε ορισμένες περιπτώσεις ανασυστάθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων βρίσκεται στα χέρια του Προέδρου της Κυπριακής Βουλής Δ. Συλλούρη.
Χαμένοι στα υπόγεια
Εντεκα σφραγισμένες κούτες με 134 φακέλους που περιέχουν τις καταθέσεις 88 μαρτύρων στην Ειδική Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για τον Φάκελο της Κύπρου που διερεύνησε την υπόθεση από το 1986 ως το 1988, όπως και οι καταθέσεις 45 μαρτύρων στην υποεπιτροπή για τη δημιουργία του πορίσματος, που ουδέποτε έφτασε προς ψήφιση στην Ολομέλεια, καθώς και τα συνοδευτικά έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν από τους μάρτυρες, παραδόθηκαν από τον Ν. Βούτση στον κύπριο ομόλογό του. Η διαδικασία συγκέντρωσης και ταξινόμησης του τεράστιου αυτού υλικού αποδείχθηκε περιπετειώδης, καθώς χρειάστηκε ενάμισης χρόνος συστηματικής δουλειάς υπό συνθήκες μυστικότητας προκειμένου να μπει σε μια σειρά.
Κάπου στα υπόγεια της Βουλής, στοιβαγμένοι σε έξι μεταλλικά ερμάρια, εκεί όπου τον Ιούνιο του 2015 η τέως Πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου «ξενάγησε» τον κύπριο τότε ομόλογό της Γιαννάκη Ομήρου, αλλά και διάσπαρτοι ορισμένοι σε άλλα σημεία, οι φάκελοι με τις μαρτυρικές καταθέσεις συγκεντρώθηκαν με επιμέλεια, ταξινομήθηκαν και αποθηκεύτηκαν σε κατάλληλο χώρο. Διαπιστώθηκε ωστόσο ότι έλειπαν οι 11 πρώτοι φάκελοι με τις πρώτες μαρτυρικές καταθέσεις προσώπων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 κατά του Μακαρίου υπό την καθοδήγηση της χούντας των Αθηνών, που άνοιξε τον δρόμο για την εισβολή του «Αττίλα».
Παρά τις προσπάθειες που έγιναν να εντοπιστούν οι φάκελοι, αυτό δεν κατέστη δυνατόν, αν και δεν αποκλείεται να είναι κάπου χαμένοι ανάμεσα στους φακέλους άλλων εξεταστικών επιτροπών. Η απουσία αυτού του κρίσιμου τμήματος του υλικού δημιουργούσε εκ των πραγμάτων μεγάλες δυσκολίες στο εγχείρημα συγκέντρωσης των φακέλων. Χρειάστηκε να γίνει απομαγνητοφώνηση από τις κασέτες που υπάρχουν και παρά τις τεχνικές δυσκολίες, λόγω παλαιότητας του υλικού αυτού, η στενογραφική υπηρεσία της Βουλής κατάφερε να καταγράψει τις καταθέσεις που έλειπαν και αφορούσαν τα εξής πρόσωπα-«κλειδιά»: τον ταξίαρχο Μ. Γεωργίτση, ο οποίος είχε χριστεί από το καθεστώς της χούντας επικεφαλής του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, τον συνταγματάρχη Κ. Κομπόκη, υπαρχηγό του Γεωργίτση, ο οποίος είχε το γενικό πρόσταγμα της επίθεσης κατά του Προεδρικού Μεγάρου (και οι δύο υπηρετούσαν στην Εθνική Φρουρά), τον ταγματάρχη Αθ. Σκλαβενίτη, απεσταλμένο του πραξικοπηματία Ιωαννίδη στην Κύπρο την επίμαχη περίοδο και αρχηγό της ΕΟΚΑ Β’ στην τελευταία φάση της, τον υποστράτηγο Π. Κορκόντζελο, επικεφαλής της 21ης Επιλαρχίας μέσων αρμάτων μάχης που πήρε μέρος στην επίθεση κατά του Προεδρικού Μεγάρου, τον αντιστράτηγο Π. Κατσαδήμα, επιτελή του ΓΕΕΘΑ, τον υποστράτηγο Γ. Πούλο, που κατά την εισβολή ήταν επικεφαλής Πυροβολικού στην Κύπρο, τον αντιστράτηγο Ι. Μπίτο, αντισυνταγματάρχη την επίμαχη περίοδο του πραξικοπήματος και της εισβολής στην Διεύθυνση Κύπρου του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ) στην Αθήνα.
Το πρωτόκολλο συνεργασίας για την πρόσβαση στο υλικό του Φακέλου της Κύπρου υπεγράφη τον Ιανουάριο του 2016 και προέβλεπε τη συγκρότηση δύο επιτροπών εμπειρογνωμόνων και υπηρεσιακών παραγόντων, ενώ το υλικό που συγκεντρώθηκε θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για κοινοβουλευτικούς ή επιστημονικούς / ιστορικούς σκοπούς με την έγκριση των εκάστοτε προέδρων των δύο κοινοβουλίων.
Ενώ στο παράρτημα του πρωτοκόλλου συνεργασίας, που υπεγράφη τον περασμένο Φεβρουάριο, υπάρχει αναφορά στο απόρρητο ή άκρως απόρρητο υλικό που εντοπίστηκε στα αρχεία του Φακέλου της Κύπρου και έχει αποσταλεί στη Βουλή των Ελλήνων από άλλους φορείς (ΥΠΕΘΑ, ΥΠΕΞ κ.λπ.) και το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του υλικού. Ωστόσο, για οποιαδήποτε χρήση του απαιτείται κοινή έγγραφη άδεια ή οδηγία των δύο προέδρων του κοινοβουλίων. Θα ακολουθηθεί δε η νόμιμη διαδικασία αποχαρακτηρισμού του μεγαλύτερου μέρους του υλικού αυτού, το οποίο θα παραδοθεί μετά την ολοκλήρωσή της.
Η επιτροπή και το έργο της
Από ελληνικής πλευράς στην επιτροπή που ανέλαβε το δύσκολο έργο της συγκέντρωσης, ταξινόμησης και ανασύστασης του υλικού του Φακέλου της Κύπρου συμμετείχαν ως επικεφαλής ο γενικός γραμματέας της Βουλής Κ. Αθανασίου, οι πανεπιστημιακοί Ηλ. Νικολακόπουλος και Τ. Σακελλαρόπουλος, η προϊσταμένη της Βιβλιοθήκης της Βουλής Ελλη Δρούλια καθώς και οι Βάσω Τσακανίκα, Ολια Ησαΐα και Αρ. Σωτηρόπουλος, συνεπικουρούμενοι και από τον κύπριο ιστορικό Π. Παπαπολυβίου. Επικεφαλής της αντίστοιχης επιτροπής που συγκρότησε η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου τέθηκε η γενική διευθύντριά της Βασιλική Αναστασιάδου.
Το ιστορικό μιας επώδυνης έρευνας
Η έρευνα για την προδοσία της Κύπρου έχει προϊστορία. Το 1975 με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή παραχωρήθηκε στον υπουργό Εθνικής Αμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ η δυνατότητα να αποκλείσει τη δικαστική έρευνα και δίωξη των υπευθύνων, ενώ ήδη είχε ξεκινήσει εντός των Ενόπλων Δυνάμεων η συγκέντρωση του υλικού από εμπλεκόμενες υπηρεσίες που διηύθυναν ή παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στην Κύπρο.
Το υλικό παραδόθηκε στον Αβέρωφ στις 15 Μαρτίου 1975, ενώ μία εβδομάδα πριν (7 Μαρτίου) είχε εκδοθεί η προαναφερθείσα Πράξη.
Ακολούθησαν οι δημόσιες δεσμεύσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου σχετικά με τη συγκέντρωση και συζήτηση επί των ντοκουμέντων που φώτιζαν την υπόθεση της προδοσίας της Κύπρου, ενώ σάρκα και οστά πήρε η ιστορική αυτή αναγκαιότητα το 1986 όταν το ΠαΣοΚ πρότεινε τη σύσταση της Εξεταστικής Επιτροπής (πρόεδρός της ήταν ο βουλευτής του ΠαΣοΚ Χρήστος Μπασαγιάννης).
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2011, η κοινοβουλευτική επιτροπή για τον Φάκελο της Κύπρου που είχε συγκροτήσει η κυπριακή Βουλή με σκοπό τη διερεύνηση των γεγονότων τα οποία διαδραματίστηκαν τη χρονική περίοδο που καλύπτεται μεταξύ του Ιανουαρίου του 1967 και του Δεκεμβρίου του 1974 και τα οποία οδήγησαν στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και στην τουρκική εισβολή της 20ής Ιουλίου και της 14ης Αυγούστου 1974, εξέδωσε το δικό της πόρισμα, χωρίς όμως να έχουν πλήρη πρόσβαση στο αρχείο του Φακέλου της Κύπρου που συνέταξε η Ελληνική Βουλή, αν και κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν από διάφορες πηγές σημαντικές καταθέσεις και έγγραφα.
Στο πλαίσιο των ενεργειών που έκαναν για να έχουν πρόσβαση στο υλικό του Φακέλου της Κύπρου, τον Ιούλιο του 2006 εκπρόσωποι της επιτροπής του κυπριακού κοινοβουλίου είχαν επισκεφθεί την Αθήνα και είχαν συναντήσεις με την τότε Πρόεδρο της Βουλής
Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη, τον πρώην Πρόεδρο της Βουλής
Απ. Κακλαμάνη και τον τότε κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΠαΣοΚ
Χ. Καστανίδη, τους οποίους ενημέρωσαν για την απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων να ενεργοποιήσει την Επιτροπή για τον Φάκελο της Κύπρου και να ζητήσει τη συνδρομή τους για πρόσβαση στο μαρτυρικό υλικό. Το αίτημα τέθηκε και στον τότε πρωθυπουργό
Κ. Καραμανλή, όπως και στον διάδοχο της κυρίας Μπενάκη
Δ. Σιούφα.
Ωστόσο δεν υπήρξε απάντηση στο αίτημά τους και τον Μάρτιο του 2010 εστάλη επιστολή στον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου, τον Πρόεδρο της Βουλής Φ. Πετσάλνικο, τον υπουργό Εξωτερικών Δ. Δρούτσα και τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Ευ. Βενιζέλο. Υπήρξαν και προηγούμενες άκαρπες προσπάθειες, αλλά η απάντηση που ελάμβανε η κυπριακή πλευρά ήταν ότι η μη παραχώρηση του σχετικού υλικού στηρίζεται στην απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης ότι το αρχείο είναι τεράστιο και σε αυτό περιέχονται απόρρητα έγγραφα τα οποία δεν δόθηκαν ποτέ σε κανέναν, ένα εμπόδιο που 43 χρόνια μετά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή επιτέλους αίρεται.