Η εταιρεία του Ντίσελντορφ «Ρεϊνμετάλ» απέρριψε προφορικά απαιτήσεις του ελληνικού Δημοσίου, που ξεπερνούσαν κατά πολύ την αξία των συμβάσεων που υπέγραψε και για τις οποίες κατηγορείται από τις Εισαγγελίες Αθηνών και Βρέμης ότι δωροδόκησε αξιωματούχους του ελληνικού στρατού.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το ελληνικό υπουργείο Εθνικής Αμύνης απέστειλε γραπτώς τις απαιτήσεις του, ζητώντας μαζί με τους τόκους υπερημερίας και την αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, ένα ποσό που σύμφωνα με τις γερμανικές πηγές ξεπερνούσε 3 φορές τη σύμβαση για τα συστήματα Asrad, το ύψος της οποίας προσέγγισε τα 160 εκατ. Η γερμανική πλευρά που είχε ήδη καταβάλει ως ποσοστό των υπερκερδών της 40 εκατ. στο γερμανικό δημόσιο, δεν μπήκε καν στη συζήτηση για να αποζημιώσει το ελληνικό Δημόσιο, θεωρώντας παρόμοιες απαιτήσεις υπερβολικές.
Εισαγγελικές πηγές ανέφεραν στην «Κ» ότι ο χειρισμός της υπόθεσης από την ανάκριση δεν ήταν και ο καλύτερος για τα ελληνικά συμφέροντα. Ο λόγος; «Δεν διαχωρίσθηκαν με σαφήνεια συμβάσεις στις οποίες συμμετείχε Ελληνας αντιπρόσωπος της γερμανικής εταιρείας, με αποτέλεσμα μέρος των παράνομων πληρωμών, στις οποίες ενέχονται 5 πρώην υπάλληλοι της Ρεϊνμετάλ, να έχουν συμπεριληφθεί στο κατηγορητήριο της υπόθεσης των υποβρυχίων της Ferrostaal, το ηλεκτρονικό μέρος των οποίων είχε αναλάβει επίσης να παραδώσει στο ελληνικό Δημόσιο η γερμανική εταιρεία».
Η υπόθεση γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκη, αν σκεφτεί κανείς ότι η επισπεύδουσα Εισαγγελία της Βρέμης έχει απαγγείλει κατηγορία για τη σύμβαση των συστημάτων Asrad, που είναι πιθανό να προχωρήσει πολύ πιο γρήγορα από την ελληνική ποινική διαδικασία –αυτή στην κυριολεξία «σέρνεται»–, με αποτέλεσμα τουλάχιστον για τους Γερμανούς, αλλά όχι μόνο, κατηγορούμενους να προκύψει θέμα διπλού αξιόποινου: Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι αν έχουν δικασθεί μια φορά και καταδικασθεί σε μικρές μετατρέψιμες ποινές στη Βρέμη για τις ίδιες πράξεις, δεν θα είναι δυνατόν να δικασθούν και δεύτερη φορά στην Αθήνα.
Παρά το γεγονός ότι οι δικαστές στην υπόθεση Siemens δεν μοιάζει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τον κανόνα ότι δεν δικάζεται κάποιος κατηγορούμενος δύο φορές για την ίδια πράξη, η υπόθεση της σύμβασης Asrad δεν αφήνει τέτοια περιθώρια ερμηνειών όπως συμβαίνει σε κάποιους από τους κατηγορούμενους της Siemens.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι η «Ρεϊνμετάλ» είναι ενεργός προμηθευτής του ελληνικού υπουργείου Αμύνης σε κρίσιμα συστήματα, όπως τα πυρομαχικά των αρμάτων μάχης Λέοπαρντ-2. Τα ελληνικά άρματα μάχης είχαν μείνει χωρίς πυρομαχικά μέχρις ότου ο πρ. υπουργός Αμύνης Ευ. Βενιζέλος προχώρησε σύμβαση, ώστε να καλυφθούν οι άμεσες επιχειρησιακές ανάγκες των εμπλεκόμενων μονάδων. Η γερμανική εταιρεία διεμήνυσε στις ελληνικές αρχές αμέσως μετά την έγερση απαιτήσεων αποζημίωσης, την απόφασή της να μην πουλάει πλέον στο ελληνικό Δημόσιο, αλλά μέσω του γερμανικού δημοσίου, το οποίο βεβαίως θα πρέπει να πληρώνει το ελληνικό υπουργείο Aμύνης για κάθε παραγγελία του.
Κρίσιμο ζήτημα παραμένει και το αν τελικά η γερμανική δικαιοσύνη, εφόσον επιβληθούν ποινές στην Ελλάδα, θα δεχθεί να τις εκτελέσει, καθώς στην περίπτωση ερήμην καταδικών η ελληνική πλευρά θα ζητήσει να εκτελεσθούν στη Γερμανία. Αν οι ποινές σύμφωνα με τα όσα έχει αποφασίσει το συνταγματικό δικαστήριο είναι δρακόντειες, με βάση τον νόμο 1608/50 ή προϊόν της παράκαμψης της Αρχής ότι ουδείς δικάζεται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι τα γερμανικά εφετεία θα αρνηθούν να εκτελέσουν τις ποινές, κρίνοντας ότι δεν τηρήθηκαν στοιχειώδη δικαιώματα των κατηγορουμένων.
Στην εκτίμηση αυτή συγκλίνουν συνήγοροι των κατηγορουμένων αλλά και δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί που ασχολήθηκαν τους τελευταίους μήνες με τις υποθέσεις αυτές και δεν είχαν εμπλοκή στις σχετικές ανακριτικές διαδικασίες.
Τέλος να σημειωθεί ότι προβλήματα στη συνεργασία των ελληνικών και των γερμανικών εισαγγελικών αρχών σε υποθέσεις της «Ρεϊνμετάλ» αλλά και της Siemens είχαν δημιουργηθεί και στη διάρκεια της διατύπωσης των αιτημάτων δικαστικής συνδρομής, όταν οι γερμανικές αρχές θεώρησαν ότι σε αρκετές περιπτώσεις δεν διασφαλίζονταν τα δικαιώματα Γερμανών κατηγορουμένων.