H Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας δυνάμει των υπ’ αριθμόν ΣτΕ 1804/2017 αποφάσεων της, έκανε δεκτή την αίτηση ακυρώσεως του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου (καθώς και αντιστοίχων των Φαρμακευτικών Συλλόγων Αττικής και Θεσσαλονίκης) κατά της υπ’ αριθμόν Γ5(β)/Γ.Π.οικ.36277/20.5.2016 αποφάσεως των Υπουργών Υγείας και Οικονομικών «Ρυθμίσεις επαγγέλματος φαρμακοποιού – Ίδρυση φαρμακείου».
Περίληψη
Επειδή, η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 2 παρ. Δ υποπαρ. Δ12 στοιχείο 18 του ν. 4336/2015 επί της οποίας στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, παρέχει, κατά τα προεκτεθέντα, στους Υπουργούς Οικονομίας, Ανάπτυξης, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και Υγείας την εξουσία να καθορίσουν με απόφασή τους τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και κάθε άλλο θέμα σχετικά με τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως φαρμακείου.
Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη – πέραν του ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδική κατά το μέρος που αναφέρεται στη ρύθμιση κάθε άλλου θέματος σχετικά με τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως φαρμακείου, αφού τα θέματα αυτά δεν προσδιορίζονται κατά τρόπο συγκεκριμένο – δεν δύναται να θεωρηθεί, κατά τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, ότι περιέχει τη βασική ουσιαστική ρύθμιση του θέματος, ώστε αυτό να μπορεί να ρυθμισθεί με υπουργική απόφαση και όχι με προεδρικό διάταγμα.
Ειδικότερα, η νομοθεσία που διέπει την άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος και τη λειτουργία των φαρμακείων εν γένει διαλαμβάνει μεν διατάξεις σχετικές με τη διαδικασία χορηγήσεως άδειας ιδρύσεως φαρμακείου (βλ., ιδίως, τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 3 του ν. 1963/1991 αναφορικά με τη σειρά προτιμήσεως των αιτήσεων για την απόκτηση της οικείας άδειας και του άρθρου 30 του ν. 4272/2014 αναφορικά με την ανάρτηση των κενών θέσεων φαρμακείου και τον χρόνο και τρόπο υποβολής των σχετικών αιτήσεων, το περιεχόμενο των οποίων επαναλαμβάνεται κατ΄ ουσίαν στο άρθρο 2 παρ. 8 της προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής αποφάσεως), πλην μετά την αντικατάσταση, με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη, των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 1963/1991, με τις οποίες καθορίζονταν οι θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως φαρμακείου, καθώς και με την κατάργηση με το στοιχείο 17 της υποπαραγράφου Δ12 της ίδιας εξουσιοδοτικής διατάξεως, του άρθρου 6 του ν. 328/1976, ουδεμία νομοθετική διάταξη καταλείπεται, η οποία να ρυθμίζει, σε γενικό, έστω, πλαίσιο το θέμα αυτό. Το θέμα δε αυτό, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό αφού, όπως έχει γίνει δεκτό, η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, που συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών υγείας- όπως είναι και η άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού- επιτρέπεται μόνον σε όσα πρόσωπα έχουν τα προσόντα εκείνα, τα οποία ο νομοθέτης έχει κρίνει, σε εκπλήρωση της επιταγής του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος, ότι είναι αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (ΣτΕ 1790/2016, ΣτΕ 1634/2009, ΣτΕ 2267/2005 επταμ) ενόψει και του ότι τα φαρμακεία αποτελούν ιδιότυπα καταστήματα, στα οποία συνδυάζεται η εμπορική εκμετάλλευση με την υπεύθυνη επιστημονική δραστηριότητα (ΣτΕ 228/2014 – ΣτΕ 29/2014, ΣτΕ 420/2014 – ΣτΕ 24/2014 Ολομ.).
Εξ άλλου, από την νομοθεσία που παρατίθεται στις σκέψεις 10 και 11 προκύπτει ότι τα της ασκήσεως του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, καθώς και τα ζητήματα λειτουργίας και δεοντολογίας ρυθμίζονταν με τυπικούς νόμους ή το πολύ με προεδρικά διατάγματα εκδιδόμενα κατ’εξουσιοδότηση νόμου.
Συνεπώς, το θέμα αυτό δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ρυθμίσεως με υπουργική απόφαση, διότι δεν παρέχεται προς τούτο νόμιμη εξουσιοδότηση από την διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος Δ υποπαράγραφος Δ12, στοιχείο 18 του ν. 4336/2015 ή από άλλη διάταξη νόμου που να ρυθμίζει το θέμα αυτό έστω και σε γενικό πλαίσιο και, κατ’ ακολουθίαν, το θέμα τούτο ρυθμιζόμενο πριν με διάταξη νόμου (το αντικατασταθέν άρθρο 1 του ν. 1963/1991 και το καταργηθέν άρθρο 6 του ν. 328/1976) θα μπορούσε, επιτρεπτώς, να ρυθμισθεί μόνο με κανονιστικό προεδρικό διάταγμα, ερειδόμενο επί νομίμου, κατά τα προεκτεθέντα νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως και μετά από επεξεργασία αυτού από το Συμβούλιο της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 1749/2016 Ολομ.).
Δεν μπορεί δε, τέλος, να θεωρηθεί ότι αποτελεί επαρκές εξουσιοδοτικό έρεισμα για την έκδοση της υπουργικής αυτής αποφάσεως το άρθρο 3 του ίδιου νόμου 4336/2015, με το οποίο κυρώνεται η Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των δανειστών, όπου προβλέπεται ρητή υποχρέωση της Χώρας να καταργήσει το υπάρχον νομοθετικό καθεστώς αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείων, διότι με την διάταξη αυτή απλώς αναλαμβάνεται υποχρέωση θεσπίσεως των αναγκαίων ρυθμίσεων, οι οποίες όμως πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους κανόνες νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως που προβλέπει το Σύνταγμα, αφού η ανάληψη διεθνών υποχρεώσεων από την Χώρα δεν αναιρεί και την υποχρέωση τηρήσεως των συνταγματικών κανόνων περί νομοθετήσεως, ούτε μπορεί να καταστεί συγκεκριμένη η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη με παραπομπή σε συνοδευτικά του εξουσιοδοτικού νομοθετήματος κείμενα.
Κατόπιν τούτου η κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 2 παρ. Δ υποπαρ. Δ12 στοιχείο 18 του ν. 4336/2015 προσβαλλόμενη απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Υγείας είναι ανίσχυρη, διότι έχει εκδοθεί από αναρμόδιο κατά το Σύνταγμα όργανο.
Για τον λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Δείτε την απόφαση στο φορολογικό αρχείο του κόμβου