Τις διαγενεακές σχέσεις και πώς αυτές επηρεάζουν τη στάση των νέων απέναντι στην απασχόληση, την ανεργία και τις φιλοδοξίες τους για το μέλλον, αποτυπώνει η νέα έρευνα της διαΝΕΟσις, που διεξήχθη στο πλαίσιο του CUPESSE, ενός μεγάλου ευρωπαϊκού ερευνητικού έργου για τη χαρτογράφηση της ανεργίας των νέων, το οποίο διεξάγεται ταυτόχρονα σε 11 χώρες με τον συντονισμό του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης.
Οπως προκύπτει από την έρευνα οι μισοί Έλληνες ηλικίας 18-35 ετών δηλώνουν ότι υποστηρίζονται οικονομικά από τους γονείς ή άλλους συγγενείς τους. Μόνο το 15% των άνεργων νέων θεωρούν αρκετά ή πολύ πιθανό να βρουν δουλειά τους επόμενους έξι μήνες, ενώ το 41% δηλώνει έτοιμο να μετακομίσει σε άλλη χώρα για να δουλέψει. Παράλληλα, οι Έλληνες νέοι δείχνουν λιγότερο πρόθυμοι να αναλάβουν ρίσκο σε σχέση με τους γονείς τους, εμπιστεύονται λιγότερο τους θεσμούς, συμμετέχουν σε λιγότερες συλλογικές δράσεις και υιοθετούν μια πιο παθητική στάση απέναντι στην απασχόληση και το μέλλον τους.
Στην έρευνα, την οποία διεξήγαγε για λογαριασμό της διαΝΕΟσις η MRB το φθινόπωρο του 2016, συμμετείχαν περίπου 1500 Έλληνες νέοι από όλες τις περιφέρειες της χώρας, καθώς και ένα δείγμα 500 γονέων. Είναι σημαντικό ότι οι γονείς που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν γονείς των παιδιών που είχαν ήδη συμμετάσχει σε αυτήν. Έτσι, οι επιστήμονες του προγράμματος έχουν την ευκαιρία να βγάλουν χρήσιμα συμπεράσματα για τη διάχυση των ιδεών και των αντιλήψεων μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον χρησιμοποιώντας αυτά τα δεδομένα.
Πρώτα απ’ όλα, έχει ενδιαφέρον η χαρτογράφηση της κατάστασης των Ελλήνων ηλικίας 18-35 μετά από 7 χρόνια κρίσης.
Μεταξύ άλλων: 38% των νέων ζουν στην Αθήνα.
60% των νέων είναι ελεύθεροι.
Μόνο 22% έχουν παιδιά.
Οι Έλληνες νέοι δηλώνουν λίγο περισσότερο αριστεροί, πολύ λιγότερο θρησκευόμενοι (31% έναντι 54%) από τους γονείς τους. Έχουν λίγο καλύτερο επίπεδο εκπαίδευσης από αυτούς, αλλά, παραδόξως, συμμετέχουν λιγότερο σε εθελοντικές ή συλλογικές δράσεις από ό,τι οι γονείς τους (πλην των πολιτικών δράσεων), εμπιστεύονται λιγότερο τους θεσμούς και συμμετέχουν λιγότερο σε πολιτιστικά δρώμενα (43% έναντι 57%).
Ενδιαφέρον είναι και το οικονομικό τους προφίλ: 48% των Ελλήνων νέων δηλώνουν ως πηγή εισοδήματός τους «οικονομική στήριξη από γονείς ή άλλους συγγενείς». Είναι η πιο συχνή πηγή εσόδων –πιο συχνή από τη «μισθωτή εργασία», που είναι στο 45%.
Στην ερώτηση για το αν μπόρεσαν να αποταμιεύσουν χρήματα τους τελευταίους 12 μήνες, το 76% των γονέων απάντησαν «ποτέ». Το αντίστοιχο ποσοστό των παιδιών ήταν 48%.
Περίπου ένας στους δύο νέους είχε βρει μέχρι σήμερα μισθωτή εργασία για τουλάχιστο ένα χρόνο. Βρήκε αυτή τη δουλειά κατά μέσο όρο στα 22, και σ’ αυτή δούλευε περίπου 40 ώρες την εβδομάδα. Σ’ αυτούς που είναι άνεργοι, ωστόσο, είναι διάχυτη η απαισιοδοξία: Μόνο ένα 15% των νέων ανέργων θεωρεί πιθανό να βρει δουλειά τους επόμενους 6 μήνες.
Οι νέοι θεωρούν πως οι φορείς που μπορούν να μειώσουν την ανεργία είναι κατά σειρά η Κυβέρνηση/Βουλή (78%), η Ευρωπαϊκή Ένωση (73%) και τρίτον, με μεγάλη διαφορά, οι επιχειρήσεις/εργοδότες (52%). Παρ’ όλο που οι νέοι δηλώνουν απογοητευμένοι σε πολλές από τις ερωτήσεις, εμφανίζονται πιο αισιόδοξοι από τους γονείς τους όταν πρόκειται για το μέλλον τους.
Το 29% των νέων πιστεύουν ότι το βιοτικό τους επίπεδο στο μέλλον θα είναι χειρότερο από το βιοτικό επίπεδο των γονιών τους. Το αντίστοιχο όμως ποσοστό στους γονείς που πιστεύουν ότι τα παιδιά τους θα έχουν χειρότερο βιοτικό επίπεδο από τους ίδιους φτάνει το 55%.
Γενικά οι γονείς φαίνονται πιο πρόθυμοι να αναλάβουν ρίσκο, πιο ενεργά συμμετέχοντες σε συλλογικές δράσεις ή στον εθελοντισμό, με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους θεσμούς (και τα δύο δείκτες κοινωνικού κεφαλαίου, στο οποίο οι νέοι υστερούν σημαντικά) ενώ οι νέοι μοιάζουν να πιστεύουν περισσότερο ότι το περιβάλλον (ό,τι κι αν περιλαμβάνει ο όρος) πρέπει να λειτουργήσει γι’ αυτά, αντίθετα με τους γονείς τους που πιστεύουν περισσότερο στην ατομική πρωτοβουλία και ευθύνη.
Πάντως, το 41% των νέων δηλώνει διατεθειμένο να μετακομίσει σε άλλη χώρα για να βρει δουλειά (κι ένα 34% απαντά “ίσως”). Παρόμοιο είναι το ποσοστό που δηλώνει διατεθειμένο να μετακομίσει σε άλλη περιοχή της Ελλάδας (46%).