Τέλος στο θέατρο του παραλόγου με τις συνεχείς παρατάσεις του χρόνου παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων επιχειρεί να βάλει το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνοντάς τες αντισυνταγματικές. Με την πολυαναμενόμενη απόφασή της (ΣτΕ 1738/2017), η Ολομέλεια του ΣτΕ απεφάνθη ότι, με τις διαδοχικές παρατάσεις του χρόνου παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων –λίγο πριν από τη λήξη είτε της αρχικής παραγραφής είτε της παράτασής της–, ο κανόνας της παραγραφής στην 5ετία καταλήγει να μην έχει ουσιαστικά εφαρμογή.
Επιπλέον, λέει το ΣτΕ, φαίνεται αδύνατο να προβλεφθεί τελικά ο χρόνος λήξεως της παραγραφής τους! Το γεγονός δε, ότι η παράταση της παραγραφής εξαρτάται πλέον από ενέργειες διαφόρων αρχών, έχει ως αποτέλεσμα ο χρόνος παραγραφής του ίδιου έτους να διαφέρει από φορολογούμενο σε φορολογούμενο, αναλόγως του εάν, για παράδειγμα, έχει εκδοθεί εντολή ελέγχου και ούτω καθεξής. Σύμφωνα με το σκεπτικό του ΣτΕ, οι πρακτικές αυτές παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των πολιτών, οι οποίες επιβάλλουν τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των κανόνων που έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, έτσι ώστε η κατάσταση των φορολογουμένων να μην τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω. Σε αυτό το πλαίσιο, η λήξη της παραγραφής πρέπει να προσδιορίζεται στον νόμο εκ των προτέρων, με αναφορά σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο και να μην εξαρτάται από ενέργειες δημοσίας αρχής. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η κρίση του ΣτΕ, ότι η τυχόν επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής είναι δυνατή μόνο με διάταξη, η οποία θεσπίζεται το αργότερο εντός του επόμενου έτους, από το έτος στο οποίο ανάγεται η φορολογική υποχρέωση, και όχι λίγο πριν από τη λήξη του χρόνου παραγραφής, όπως γινόταν κατά κανόνα μέχρι σήμερα (π.χ. για τα εισοδήματα του 2016, η παράταση πρέπει να δοθεί έως το τέλος του 2017). Παράλληλα, η παραγραφή πρέπει να έχει συνολικά εύλογη διάρκεια, ώστε να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας.
Τελικά, ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι:
• Να είναι μεν δυνατή η άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου, χωρίς όμως να ενθαρρύνεται η απραξία των φορολογικών αρχών.
• Να μην αφήνονται οι φορολογούμενοι σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου.
• Να μην αφήνεται το Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης βεβαιωμένων φόρων μετά την πάροδο μακρού χρόνου λόγω της ενδεχόμενης εν τω μεταξύ επιδείνωσης της οικονομικής καταστάσεως των φορολογουμένων.
Με αυτά τα επιχειρήματα, η απόφαση του ΣτΕ πάει ένα βήμα παραπέρα, «παροτρύνοντας» τις αρχές να επικεντρωθούν στους ελέγχους των πιο πρόσφατων μη παραγεγραμμένων ετών, ο έλεγχος των οποίων θα αποφέρει ενδεχομένως και πολύ μεγαλύτερα φορολογικά έσοδα για το κράτος.
Τα «όπλα» της εφορίας
Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ έχει αναδρομική ισχύ και θέτει συνεπώς υπό αμφισβήτηση φορολογικούς ελέγχους που ήδη «τρέχουν» σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, αλλά και πληθώρα υποθέσεων που εκκρεμούν στα φορολογικά δικαστήρια, καθώς και μεγάλο μέρος των ήδη βεβαιωμένων φόρων που αφορούν σε παλαιότερες χρήσεις.
Στα επιχειρήματα περί παραγραφής, οι φορολογικές αρχές αναμένεται να αντιτάξουν τα «παράθυρα» που δίνει ο ίδιος ο νόμος για την παράταση της παραγραφής. Για παράδειγμα, η παραγραφή παρατείνεται στα 15 έτη στις περιπτώσεις που δεν έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα φορολογική δήλωση (π.χ. για εισοδήματα του έτους 2005 το δικαίωμα του Δημοσίου παραγράφεται την 31/12/2021). Επίσης, η παραγραφή παρατείνεται στα 10 έτη, όταν από συμπληρωματικά στοιχεία εξακριβώνεται ότι το εισόδημα του φορολογουμένου υπερβαίνει το δηλωθέν και ούτω καθεξής.