Απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ξεκαθαρίζει τις προϋποθέσεις αναθέσεως καθηκόντων προσωρινών προϊσταμένων οργανικών μονάδων του Δημοσίου κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 4275/2014.
Ρεπορτάζ: Πωλίνα Βασιλοπούλου
Στην υπ΄ αριθμόν 261/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου τονίζεται ότι για την επιλογή των υπαλλήλων στους οποίους θα ανατεθούν καθήκοντα προσωρινών προϊσταμένων από αυτούς που έχουν τα αναγκαία προς τούτο τυπικά προσόντα, το αρμόδιο όργανο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια.
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση ενόψει του προσωρινού χαρακτήρα της ανάθεσης καθηκόντων και της ανάγκης ταχείας ολοκλήρωσης της διαδικασίας επιλογής, το αρμόδιο όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να προβεί σε συγκριτική αξιολόγηση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, οφείλει, όμως, να λάβει υπόψη τα ουσιαστικά προσόντα των υπαλλήλων, την ποιότητα της υπηρεσιακής δραστηριότητάς τους, τη γνώση του αντικειμένου του φορέα, της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης γενικότερα και τις διοικητικές ικανότητές τους.
Η προσφυγή που ανακίνησε το θέμα
Το δικαστήριο εξέτασε προσφυγή κατά της απόφασης του υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (2524/29.10.2014), με την οποία τοποθετήθηκαν προσωρινοί προϊστάμενοι τμημάτων του ανωτέρω υπουργείου. Στη Δικαιοσύνη προσέφυγε υπάλληλος η οποία παραλήφθηκε.
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση βάση της νομοθεσίας, κατ’ εξαίρεση, ο οικείος υπουργός ή το αρμόδιο για τοποθέτηση προϊσταμένων όργανο μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, για λόγους που ανάγονται στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της υπηρεσίας να τοποθετήσει ως προϊσταμένους στις νέες οργανικές μονάδες υπαλλήλους που κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των οικείων προεδρικών διαταγμάτων υπηρετούν στον οικείο φορέα και την 31η Δεκεμβρίου 2013 ασκούσαν καθήκοντα προϊσταμένου του ίδιου επιπέδου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων περί αναπλήρωσης προϊσταμένων υπό την προϋπόθεση ότι σε κάθε περίπτωση οι ανωτέρω ανήκουν στον κλάδο, του οποίου οι υπάλληλοι προβλέπεται από τις οικείες οργανικές διατάξεις να προΐστανται στη συγκεκριμένη θέση.
Για την παραπάνω τοποθέτηση λαμβάνονται, επίσης, υπόψη τα ουσιαστικά προσόντα του υπαλλήλου, η ποιότητα της υπηρεσιακής δραστηριότητάς του, η γνώση του αντικειμένου του φορέα, της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης γενικότερα και οι διοικητικές ικανότητές του να προγραμματίζει, να συντονίζει, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, να λαμβάνει αποτελεσματικές αποφάσεις και να διαχειρίζεται κρίσεις.
Δικαίωση…
Παράλληλα, στη δικαστική απόφαση τονίζεται ότι «κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, καθήκοντα προσωρινών προϊσταμένων των οργανικών μονάδων του Δημοσίου ανατίθενται κατά σειρά προτεραιότητας σε υπαλλήλους οι οποίοι: α) ασκούσαν καθήκοντα προϊσταμένου οργανικής μονάδας του ιδίου επιπέδου την 31/12/2013 κατόπιν επιλογής, β) ασκούσαν καθήκοντα προϊσταμένου οργανικής μονάδας του ιδίου επιπέδου την 31/12/2013, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων περί αναπλήρωσης προϊσταμένων, γ) ασκούσαν καθήκοντα προϊσταμένου οργανικής μονάδας του ιδίου επιπέδου με αναπλήρωση μετά την 31η Δεκεμβρίου 2013, εφόσον η αναπλήρωση αυτή πραγματοποιήθηκε κατόπιν κένωσης θέσης λόγω λύσης υπαλληλικής σχέσης ή άλλης υπηρεσιακής μεταβολής που συνεπάγεται κένωση θέσης, δ) ασκούσαν καθήκοντα προϊσταμένου οργανικής μονάδας του αμέσως κατώτερου επιπέδου κατόπιν επιλογής, ε) ασκούσαν τα καθήκοντα προϊσταμένου οργανικής μονάδας του αμέσως κατώτερου επιπέδου κατ’ εφαρμογή των διατάξεων περί αναπλήρωσης, υπό την προϋπόθεση σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις ότι οι υπάλληλοι αυτοί υπηρετούν στον οικείο φορέα και ανήκουν στον κλάδο του οποίου οι υπάλληλοι μπορούν να ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου σύμφωνα με τις οικείες οργανικές διατάξεις».
Τελικά, η υπάλληλος που προσέφυγε στο Διοικητικό Εφετείο δικαιώθηκε καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι «διέθετε το απαιτούμενο, νόμιμο κριτήριο για την κατά προτεραιότητα τοποθέτησή της ως προσωρινού προϊσταμένου οργανικής μονάδας του ανωτέρω υπουργείου» και αποφάνθηκε ότι «η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί και γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση κατά τούτο, να αναπεμφθεί δε η υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως».