Δικαίωμα υποβολής ξεχωριστής δήλωσης δεν έχουν μόνο τα ζευγάρια που αποφασίζουν να τερματίσουν τον γάμο τους, αλλά και εκείνα στα οποία ο ή η σύζυγος είναι φορολογικός κάτοικος του εξωτερικού.
Σχεδόν ένα χρόνο μετά την απόφαση-σταθμό (ΣτΕ 1445/2016) με την οποία άνοιξε τον δρόμο για την υποβολή χωριστών φορολογικών δηλώσεων των συζύγων στην περίπτωση που έχουν διαφορετική φορολογική κατοικία, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έρχεται με νέα, πρόσφατη απόφασή του να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Η απόφαση 1445/2016 του ΣτΕ έκρινε ότι, σε περίπτωση που ο ένας σύζυγος δεν είναι υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος στην Ελλάδα, για τον λόγο ότι δεν έχει τη φορολογική κατοικία του σ’ αυτήν, δεν υποχρεούται να υποβάλει κοινή δήλωση φόρου εισοδήματος με τον ή τη σύζυγό του, επειδή το έτερον ήμισυ πληροί κριτήρια φορολογικού κατοίκου Ελλάδας.
Σε κρινόμενη περίπτωση, η φορολογική αρχή απέρριψε την υποβολή χωριστής δήλωσης από τη σύζυγο με την αιτιολογία ότι το οικείο μηχανογραφικό σύστημα ΔΕΝ δέχεται χωριστή δήλωση φόρου εισοδήματος των συζύγων, παρά μόνο σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης.
Ωστόσο, το ΣτΕ επανήλθε με νέα απόφαση (1215/2017), ξεκαθαρίζοντας ότι η σύζυγος μπορεί να υποβάλει αυτοτελή δήλωση στην Ελλάδα, παρότι παντρεμένη με φορολογούμενο που είναι φορολογικός κάτοικος εξωτερικού. Αυτό, σύμφωνα με το ΣτΕ, δεν αναιρείται, ακόμη και στην περίπτωση που ο σύζυγος, φορολογικός κάτοικος εξωτερικού, υποχρεωθεί για ορισμένο φορολογικό έτος σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα, για εισόδημά του που προκύπτει στην Ελλάδα.
Το ΣτΕ έκρινε ότι, στην περίπτωση αυτή, η ύπαρξη ξεχωριστής κατοικίας μπορεί να αντιμετωπιστεί για τις ανάγκες υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος –και μόνο για αυτές– όπως και η περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, εφόσον ο σύζυγος είναι φορολογικός κάτοικος εξωτερικού. Η ανάγκη, δηλαδή, που οδήγησε τον νομοθέτη να προβλέψει τη δυνατότητα υποβολής χωριστών δηλώσεων εκ μέρους των συζύγων σε περίπτωση διακοπής, κατά την έννοια του οικογενειακού δικαίου, της έγγαμης συμβίωσης, συντρέχει και στην περίπτωση που οι σύζυγοι, παρόλο που δεν έχουν διακόψει την έγγαμη συμβίωση, εν πάση περιπτώσει έχουν χωριστή κατοικία.
Με αυτή του την απόφαση το ΣτΕ υπέδειξε το προφανές: ότι δηλαδή θα πρέπει το μηχανογραφικό σύστημα (Taxisnet) να προσαρμόζεται στους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας και να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ορθής εφαρμογής της και όχι η φορολογική νομοθεσία να προσαρμόζεται στις δυνατότητες του συστήματος!
Νομολογία και πράξη
Το σκεπτικό των παραπάνω αποφάσεων του ΣτΕ αντανακλά τις κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις και τάσεις της σύγχρονης εποχής, σύμφωνα με τις οποίες η χωριστή κατοικία των συζύγων είναι νοητή. Με άλλα λόγια, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αναγνωρίζει ρητά τη δυνατότητα ενός ζεύγους να έχει χωριστή φορολογική κατοικία, αναγνωρίζοντας και την οικονομική συγκυρία των τελευταίων ετών, η οποία ανάγκασε χιλιάδες Ελληνες να αναζητήσουν εργασία στο εξωτερικό.
Στην πράξη, ωστόσο, οι φορολογικές αρχές εξακολουθούν να απορρίπτουν αιτήματα αλλαγής φορολογικής κατοικίας του ενός συζύγου, στην περίπτωση που ο άλλος σύζυγος ή/και τα ανήλικα τέκνα παραμένουν στην Ελλάδα, με το επιχείρημα ότι στην περίπτωση αυτή τα ζωτικά του συμφέροντα, ήτοι οι προσωπικοί ή οικονομικοί ή κοινωνικοί δεσμοί του εξακολουθούν να παραμένουν στην Ελλάδα (άρθρο 4 του ΚΦΕ).
Είναι προφανής η ανάγκη άμεσης αναθεώρησης της προσέγγισης των φορολογικών αρχών στο θέμα και των σχετικών οδηγιών του υπουργείου Οικονομικών, καθώς η απόφαση του ΣτΕ επιτάσσει τη νομοθετική ρύθμιση –και την αντίστοιχη προσαρμογή των μηχανογραφικών συστημάτων– ώστε να είναι δυνατή η υποβολή χωριστών δηλώσεων των συζύγων.
* Οι κ.κ. Γιώργος Σαμοθράκης και η Τζένη Πάνου είναι υπεύθυνοι του φορολογικού τμήματος της ASnetwork (www.asnetwork.gr).