Μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστό, ωστόσο η Ελλάδα ήταν παρούσα και στις διαπραγματεύσεις για την επανένωση της Γερμανίας! Τουλάχιστον αυτό προκύπτει τώρα, από πολλά έγγραφα της περιόδου 1989-1990, στο απόγειο της εποχής Κολ δηλαδή, τα οποία προέρχονται από το πρωτόκολλο της γερμανικής καγκελαρίας.
Συγκεκριμένα, το βασικό θέμα της ελληνικής εμπλοκής είχε να κάνει με –τι άλλο;– τα ενισχυτικά ποσά προς την Ελλάδα και τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Ο Κολ πίεζε τον τότε πρόεδρο της επιτροπής, Ζακ Ντελόρ, να χρηματοδοτήσει κυρίως τα νέα αποκτήματα της γερμανικής ομοσπονδίας, που δεν ήταν άλλα από τα κρατίδια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Κι αυτό δεν άρεσε στην Αθήνα.
Ο Κολ ζητούσε να μείνουν σταθερά τα κονδύλια προς την Ελλάδα, την Ιρλανδία και τη Νότια Ιταλία και να δοθούν χρήματα στην πρώην Ανατολική Γερμανία, χωρίς, όμως, να αυξηθεί ο κοινοτικός προϋπολογισμός. Σύμφωνα με ένα τηλεφώνημα στις 20 Αυγούστου του 1990 του Κολ στον Ντελόρ, το πρωτόκολλο του οποίου δημοσιεύθηκε το 1998, ο Κολ διατυπώνει τρία αιτήματα:
1 Να εφαρμοστούν με γενναιοδωρία οι έλεγχοι για την κοινοτική βοήθεια στο έδαφος της Ε.Ε. «Ο Ντελόρ» σύμφωνα με το πρωτόκολλο του τηλεφωνήματος, απαντά ότι «οι επενδυτές στη Λ.Δ. Γερμανίας θα έχουν κοινοτικό πριμ 12% της επένδυσης, το οποίο αργότερα θα μειωθεί σε 8%».
2 Να προβλεφθούν πληρωμές για τη γεωργία της Λ.Δ. Γερμανίας. Ο πρόεδρος Ντελόρ υποσχέθηκε να το προτείνει, φοβόταν όμως τις αντιδράσεις από τα άλλα μέλη της Επιτροπής.
3 Μια ρήτρα ευελιξίας, με επιμήκυνση των μεταβατικών περιόδων.
Τότε ο πρόεδρος Ντελόρ ανακοινώνει στον Κολ ότι θα δώσει την επόμενη ημέρα μια συνέντευξη στην οποία θα ανακοινώσει:
• Οτι η γερμανική επανένωση θα συντελεστεί χωρίς να αυξηθούν τα ίδια μέσα του προϋπολογισμού της Κοινότητας.
• Οτι τα κονδύλια για την Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία δεν θα μειωθούν.
Ο Κολ συμφωνεί απολύτως και διαβεβαιώνει τον Ντελόρ ότι, μόλις τελειώσει με τις ενδογερμανικές υποθέσεις, θα αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις στην ευρωπαϊκή πολιτική».
Να σημειωθεί ότι στις 9 Φεβρουαρίου 1990 ο επικεφαλής οικονομολόγος του συμβουλίου των οικονομικών πραγματογνωμόνων Σνάιντερ στέλνει στον Κολ ένα πολυσέλιδο φαξ στο οποίο του γράφει ότι είναι λάθος να γίνει πρώτα η νομισματική ένωση των δύο Γερμανιών και να ακολουθήσουν οι αλλαγές στην οικονομία. Κι αυτό, γιατί «η μετανάστευση από τη Λ.Δ. της Γερμανίας θα σταματήσει μόνο με τη θεμελιώδη μεταρρύθμιση της οικονομίας σε μια οικονομία της αγοράς». Ο Κολ έκανε το αντίθετο και το επανέλαβε και στην Ευρώπη. «Δεν θέλω να κερδίσω το βραβείο Ερχαρντ (σ.σ.: ως αρχιτέκτων του οικονομικού θαύματος της Γερμανίας), τις εκλογές θέλω να κερδίσω», έλεγε ο Κολ.
Μιλώντας στη Θάτσερ στις 30 Mαΐου 1990 στο Λονδίνο, σύμφωνα με το πρωτόκολλο των συνομιλιών, λέει: «Δεν θέλω να πάρω χρήματα από την ΕΟΚ. Αμβλυνα τους φόβους των Ελλήνων και των Ιρλανδών στις Βρυξέλλες».
Εκτός, όμως, από τα κεφάλαια για τη Λ.Δ. της Γερμανίας, ο Κολ επιθυμούσε να βοηθήσουν οι ευρωπαϊκές κοινότητες ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη, έτσι ώστε να εξομαλυνθεί και να επιταχυνθεί η γερμανική επανένωση. Ενα χρόνο πριν και ενώ το τείχος έστεκε ακόμα, υπόσχεται, σύμφωνα με το πρωτόκολλο των διαπραγματεύσεων, στον επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της αντιπολιτευόμενης «Αλληλεγγύης», Γκέρεμεκ, ευρωπαϊκή (και γερμανική βοήθεια) για την αγορά τροφίμων, με στόχο να μη θέσει η Πολωνία βέτο στη διαδικασία της γερμανικής προσέγγισης, ενώ διαβεβαιώνει ότι θα σεβαστεί τα σύνορα του 1945. Tρεις μήνες αργότερα και ενώ δεν έχουν ανοίξει τα σύνορα, ο Κολ μιλάει με τον Ντελόρ στη Βόννη για 2 δισ. βοήθεια, 1 στην Πολωνία και 1 στην Ουγγαρία. Οταν ο Ντελόρ του προτείνει να είναι «κοινοτική η βοήθεια», ο Κολ του απαντάει: «Θα το εξετάσω με τους συνεργάτες μου».
Στις αρχές Νοεμβρίου, 6 ημέρες πριν από την πτώση του τείχους, ο Κολ συναντιέται με τον Μιτεράν στη Βόννη. Συζητούν για την επικείμενη ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική και για ζητήματα όπως η εναρμόνιση του ΦΠΑ. Την ίδια ώρα η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών στέλνει στον συνεργάτη του Κολ, Γιουνγκ, έκθεση της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών (BND), σύμφωνα με την οποία «υπάρχει τώρα μια ατμόσφαιρα μιας καινούργιας αρχής στις διαδηλώσεις στη Λ.Δ. Γερμανίας, με όλα τα στρώματα του πληθυσμού να συμμετέχουν. Υπάρχουν διαδηλωτές ακόμα και με πατερίτσες», γράφουν οι κατάσκοποι της Ο.Δ. Γερμανίας.
Το 1989, ενώ έχουν περάσει από την Αν. στη Δ. Γερμανία 6,75 εκατομμύρια άνθρωποι, ο συνεργάτης του καγκελαρίου, Στερν, γράφει, δύο μέρες πριν ανοίξει το τείχος, ότι ο ρυθμός αυτός δεν μπορεί να συνεχιστεί όπως και η διαίρεση της Γερμανίας.
Οταν έπεσε
Η πτώση του Τείχους βρίσκει τον Κολ στην Πολωνία. Την εγκαταλείπει για να πάει στο Βερολίνο, αλλά γυρίζει για να μιλήσει με τον στρατηγό Γιαρουζέλσκι. Ο Κολ του λέει: «Η ιστορία της Γερμανίας μας διδάσκει ένα πράγμα, ότι ουδέποτε παίρνουμε τον εαυτό μας τόσο στα σοβαρά». Με 10 σελίδες πρακτικών είναι το μεγαλύτερο πρωτόκολλο από συνομιλίες της εποχής. Ο Κολ εγγυάται τα δυτικά σύνορα της Πολωνίας. Με τον πρωθυπουργό Μαζοβιέτσκι συζητεί για την αναδιάρθρωση του πολωνικού χρέους. Επειτα τα πράγματα εξελίσσονται με ιλιγγιώδη ρυθμό. Η Λ.Δ. Γερμανίας καταρρέει με 60.000 πολίτες να την εγκαταλείπουν κάθε μήνα. Στις 11 Δεκεμβρίου 1989 ο διπλωματικός του σύμβουλος, Τέλτσικ, του γράφει ότι ο ΥΠΕΞ Γκένσερ θα κάνει μια τελευταία προσπάθεια να απεμπλακεί από το ελληνικό βέτο για τη μείωση των συμβατικών δυνάμεων στην Ευρώπη. H πτυχή αυτή εξελίσσεται σε μια από τις πιο δραματικές πλευρές της εξωτερικής διάστασης της γερμανικής επανένωσης.
Οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις…
Ο Κολ και η κυβέρνησή του δεν ήθελαν να αναφερθεί ρητά και περιοριστικά το εύρος των μελλοντικών γερμανικών ενόπλων δυνάμεων (σ.σ. που έγινε με το άρθρο 3 της συνθήκης 2+4 για την επανένωση της Γερμανίας και καθορίσθηκε στις 370.000, με την απαγόρευση να διαθέτει η Γερμανία πυρηνικά, βιολογικά και χημικά όπλα). Επιθυμούσαν, λοιπόν, να γίνει το ίδιο και για τις άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, για κάθε μία ξεχωριστά. Σε αυτήν την επιδίωξη ο Κολ βρήκε αντίθετους τούς, κατά τα άλλα, συγκαταβατικούς με την επανένωση Αμερικανούς.
Μετά τη συνάντηση με τον Γκορμπατσόφ, έξω από τη Σταυρούπολη της Νότιας Ρωσίας, όπου συμφωνήθηκε ο μέγιστος αριθμός των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, τόσο ο πρόεδρος Μπους όσο και ο ΥΠΕΞ Μπέικερ κατέστησαν σαφές, στις 8 Ιουνίου του 1990, στη γερμανική κυβέρνηση ότι δεν θα ήταν πρακτικά δυνατό να γίνει αυτό με κάθε χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, ώστε να μη διαχωρισθεί η Γερμανία, όπως επιθυμούσε ο Κολ. Στις 30 Ιουνίου ο σύμβουλος του Μπους, Σκόουκροφτ, στέλνει επιστολή στον διπλωματικό σύμβουλό του Τέλτσικ.
Εκεί γράφει: «Η ιδέα στη σημερινή φάση των διαπραγματεύσεων της Βιέννης (σ.σ. για τη μείωση των συμβατικών δυνάμεων στην Ευρώπη) να επεκταθεί σε όσους παίρνουν μέρος στις διαπραγματεύσεις, είναι προβληματική. Ετσι, όπως αντιλαμβάνομαι την πρότασή σας, θα πρέπει οι “23” να συμφωνήσουν για το μέγεθος των ελληνικών και των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και να το επεκτείνουν σε κάθε χώρα-μέλος της διαπραγμάτευσης, κάτι που θα αποδειχθεί πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί…».