ΑΠ 128/2016 Οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν υπέρ των εργαζομένων τις ελάχιστες εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές και, λόγω του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα, τον οποίο έχουν και του στενού δεσμού αυτών με την ικανοποίηση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, απόκλιση από τις διατάξεις αυτές επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή διατάξεων άλλων πηγών, που είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο, κατ` επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών δικαίου διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας
ΑΠ 128 / 2016
Περίληψη
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσης ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούταν, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση. Κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ).
Οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν υπέρ των εργαζομένων τις ελάχιστες εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές και, λόγω του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα, τον οποίο έχουν και του στενού δεσμού αυτών με την ικανοποίηση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο.
Κατά συνέπεια, απόκλιση από τις διατάξεις αυτές επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή διατάξεων άλλων πηγών, που είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο, κατ` επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών δικαίου διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011). Οπότε, υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να θεωρηθεί η παρεχόμενη με την ως άνω διάταξη, ως προς τις αποδοχές αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, διαζευκτική δυνατότητα χορήγησης των αποδοχών που καθορίζονται για την περίπτωση αυτή με συλλογική σύμβαση.
Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 3 παρ.16 του ν. 4504/1966 (που αφορά στο επίδομα αδείας), των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ` αριθ. 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως “περί προστασίας του ημερομισθίου” και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980 και των κατά καιρούς εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων “περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων”, συνάγεται ότι ως “συνήθεις αποδοχές”, ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις “τακτικές αποδοχές”, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΟλΑΠ 5/2011).
Δεν συμπεριλαμβάνεται, όμως, σ` αυτές το επίδομα αδείας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας ( ΑΠ 522/2015, ΑΠ 1334/2015).
Αριθμός 128/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 10 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Ψ. του Χ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δήμητρα Κουφογιάννη, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.” (Ο.Τ.Ε.) που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευγενία Σούμπαση, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/7/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 833/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 3987/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2/2/2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 26/10/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του μοναδικού λόγου της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης εταιρείας την απόρριψή της, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσης ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούταν, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση. Κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ). Οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν υπέρ των εργαζομένων τις ελάχιστες εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές και, λόγω του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα, τον οποίο έχουν και του στενού δεσμού αυτών με την ικανοποίηση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, απόκλιση από τις διατάξεις αυτές επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή διατάξεων άλλων πηγών, που είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο, κατ` επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών δικαίου διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011). Οπότε, υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να θεωρηθεί η παρεχόμενη με την ως άνω διάταξη, ως προς τις αποδοχές αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, διαζευκτική δυνατότητα χορήγησης των αποδοχών που καθορίζονται για την περίπτωση αυτή με συλλογική σύμβαση.
Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 3 παρ.16 του ν. 4504/1966 (που αφορά στο επίδομα αδείας), των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ` αριθ. 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως “περί προστασίας του ημερομισθίου” και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980 και των κατά καιρούς εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων “περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων”, συνάγεται ότι ως “συνήθεις αποδοχές”, ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις “τακτικές αποδοχές”, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΟλΑΠ 5/2011).
Δεν συμπεριλαμβάνεται, όμως, σ` αυτές το επίδομα αδείας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας ( ΑΠ 522/2015, ΑΠ 1334/2015).
Περαιτέρω, με την από 14-3-1985 ΕΣΣΕ (όρος 5 παρ.1α, 1β, 1γ και 2, που προστέθηκε με την από 10-5-1985 όμοια ΕΣΣΕ), η οποία έχει υπογραφεί μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της ανώνυμης εταιρίας με το διακριτικό τίτλο “ΟΤΕ ΑΕ” (ήδη αναιρεσίβλητης) και της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων σ` αυτή, ορίσθηκαν, ως προς τον τρόπο υπολογισμού των επιδομάτων εορτών και του επιδόματος αδείας, τα εξής: 1α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων – Νέου Έτους χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις αποδοχές, που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο την 10 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά: αα) το 1/8 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή, που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, ββ) το 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες, που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, γγ) το 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 80 ώρες, που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, δδ) το 1/2 του επιδόματος κανονικής άδειας, χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως κατωτέρω ορίζονται. 1β) Το επίδομα εορτών Πάσχα χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις μισές αποδοχές, που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο 15 ημέρες προ του Πάσχα κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά, αα) το 1/8 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή, που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους, ββ) το 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες, που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους, γγ) το 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 40 ώρες, που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους και δδ) το 1/24 του επιδόματος κανονικής άδειας, χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως παρακάτω προσδιορίζονται. 1γ) Το επίδομα κανονικής άδειας χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με το μισό των αποδοχών, που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο το μήνα κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η άδεια ή το μεγαλύτερο μέρος της. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα ποσά: αα) το 1/24 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή, που έγινε στη διάρκεια του έτους, ββ) το 1/24 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες, που έγινε στη διάρκεια του έτους και γγ) το 1/24 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 120 ώρες, που έγινε στη διάρκεια του έτους. 2. Το προσωπικό κατά το χρόνο οποιασδήποτε άδειας με αποδοχές λαμβάνει τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν εργαζόταν. Στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή. Ακολούθως με την από 10-6-1999 ΕΣΣΕ, που θέσπισε το νέο μισθολόγιο του προσωπικού της ΟΤΕ ΑΕ, τέθηκε σε ισχύ ο νέος ΓΚΠ- ΟΤΕ, στο άρθρο 12 παρ.3 και 4 του οποίου ορίζονται τα ακόλουθα: Επιδόματα εορτών: <<Στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ, α) ενός δεκαπενθημέρου κατά τις εορτές του Πάσχα και β) ενός μηνός κατά τις εορτές των Χριστουγέννων. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με το δυνάμει των εκάστοτε διατάξεων τυχόν καταβλητέο στο προσωπικό των πάσης φύσεως επιχειρήσεων δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα>>. Επίδομα κανονικής άδειας. << Στο προσωπικό χορηγείται κάθε χρόνο ως επίδομα κανονικής άδειας ποσό ίσο προς τις τακτικές αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ>>. Επίσης, με το άρθρο 13Β, του ως άνω νέου ΓΚΠ – ΟΤΕ ορίστηκε, σχετικά με την κανονική άδεια του προσωπικού της αναιρεσίβλητης, ότι << Το προσωπικό, μετά τη συμπλήρωση στον Οργανισμό ενός έτους συνεχούς πραγματικής υπηρεσίας (βασικός χρόνος), δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια με αποδοχές, όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (Διεθνείς Συμβάσεις, Νόμοι, Υπουργικές Αποφάσεις, ΕΓΣΣΕ, ΕΣΣΕ κλπ) και οι αποφάσεις του ΔΣ – ΟΤΕ>>. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι από 1-1-1985, που άρχισε να ισχύει η από 14-3-1985 ΕΣΣΕ, τα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας υπολογίζονται σύμφωνα με τον καθοριζόμενο στην εν λόγω ΕΣΣΕ τρόπο υπολογισμού, δηλαδή με βάση το μηνιαίο μισθό, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί κατά τους προαναφερόμενους χρόνους. Αυτός ο τρόπος υπολογισμού, όμως, τροποποιήθηκε με το νέο ΓΚΠ – ΟΤΕ, που τέθηκε σε ισχύ με την από 10-6-1999 ΕΣΣΕ, αφού ρητά σ` αυτόν ορίζεται ότι στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του ΔΣ “επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές, με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι ΕΣΣΕ”. Επομένως, ως βάση υπολογισμού των ανωτέρω επιδομάτων λαμβάνεται πλέον όχι ο μηνιαίος μισθός, όπως είχε διαμορφωθεί κατά τους χρόνους που αναφέρθηκαν, αλλά οι τακτικές αποδοχές του μισθωτού, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός και όλες οι παροχές που καταβάλλονται από την αναιρεσίβλητη κάθε μήνα ή κατ` επανάληψη, περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του έτους, όπως είναι οι πρόσθετες αμοιβές για υπερεργασία, για νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση και για εργασία κατά τις Κυριακές και τη νύκτα (ΑΠ 522/2015, ΑΠ 1334/2014). Εξάλλου, όσον αφορά στις αποδοχές αδείας, ειδικότερα, ενώ στην από 14-3-1985 ΕΣΣΕ υπήρχε ρητή διάταξη, σύμφωνα με την οποία στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή, στο νέο ΓΚΠ – ΟΤΕ ορίζεται σαφώς ότι το προσωπικό του ΟΤΕ δικαιούται για την κανονική άδεια “αποδοχές όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας”. Εν όψει της ανωτέρω ρητής παραπομπής για τον προσδιορισμό των αποδοχών αδείας στις διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, άρα και στο άρθρο 3 του α.ν. 539/1945, είναι σαφές ότι ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών αδείας καθορίζεται, πλέον, διαφορετικά σε σχέση με την από 14-3-1985 ΕΣΣΕ, με αποτέλεσμα τη σιωπηρή κατάργηση της διατάξεως του άρθρου 5 παρ.2 αυτής, που όριζε, αντίθετα, μάλιστα, προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του α.ν. 539/1945, ότι στις αποδοχές αδείας δεν περιλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή εργασία. Άλλωστε, στο άρθρο 50 του νέου ΓΚΠ – ΟΤΕ ορίζεται, ρητά, ότι διατάξεις του προϊσχύσαντος ΓΚΠ, αποφάσεις της Διοίκησης και ΕΣΣΕ, που υπογράφηκαν μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου ΓΚΠ – ΟΤΕ και έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του, παύουν να ισχύουν από την ημερομηνία αυτή. Επομένως, στις αποδοχές αδείας των μισθωτών της αναιρεσίβλητης πρέπει να συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, όπως είναι η σταθερή και μόνιμη υπερεργασία, η νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωρία και η παροχή εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές ή αργίες (ΟλΑΠ 16/2011). Δεν συνυπολογίζεται, όμως, σ` αυτές και το επίδομα αδείας, διότι αυτό, όπως προαναφέρθηκε, υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας. Τούτο προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.16 του ν. 4504/1966, κατά την οποία το επίδομα αδείας είναι ίσο με το σύνολο των αποδοχών των ημερών αδείας, που δικαιούται ο μισθωτός, υπό τον περιορισμό ότι τούτο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο ( ΑΠ 522/2015,ΑΠ 1334/2014).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων εξέθετε στην ένδικη από 12-7-2005 αγωγή, ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 18-10-1994 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και στη συνέχεια μονιμοποιήθηκε στην κατηγορία του προσωπικού Γενικών Υπηρεσιών με την ειδικότητα του φύλακα, έχοντας τον βαθμό ΥΑ και ότι η εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2000 έως και 2004 δεν υπολόγισε τα επιδόματα εορτών και αδείας καθώς και τις αποδοχές κανονικής αδείας, με βάση τις αποδοχές, προσαυξημένες κατά τις αμοιβές που λάμβανε σταθερώς και ανελλιπώς για εργασία κατά τις Κυριακές, για νυκτερινή εργασία και για υπερεργασία, όπως όφειλε, σύμφωνα με το νέο ΓΚΠ-ΟΤΕ, που τέθηκε σε ισχύ από 18-6-1999, αλλά με βάση τον απλό μηνιαίο μισθό και με τις αναφερόμενες στην προϊσχύουσα, από 14-3-1985 ΕΣΣΕ προσαυξήσεις, ζητούσε δε μ’ αυτή (αγωγή) ο ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει την προκύπτουσα διαφορά, ανερχόμενη στο ποσό των 4.670,18 ευρώ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας επί εφέσεως της εναγομένης, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή, δέχθηκε ότι η αγωγή, <<…είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον ο ενάγων αιτείται με αυτή τη διαφορά μεταξύ των ληφθέντων από αυτόν επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών κανονικής αδείας, όπως αυτά υπολογίσθηκαν κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή εσφαλμένα, με βάση τον απλό μηνιαίο μισθό και τις ειδικότερα αναφερόμενες στην από 14/3/1985 ΕΣΣΕ προσαυξήσεις και των ληπτέων επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών κανονικής αδείας, όπως αυτά όφειλε να υπολογίσει η εναγομένη, με το άρθρο 12 παρ. 3 και 4 του νέου ΓΚΠ – ΟΤΕ, ήτοι με βάση τις τακτικές αποδοχές στις οποίες περιλαμβάνεται το σύνολο των αμοιβών για την επικαλούμενη σταθερή και μόνιμη πρόσθετη εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, κατά τη νύκτα και για την υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία, όλα δε τα ανωτέρω αναφέρει στην αγωγή του, χωρίς ωστόσο να αφαιρεί, για τη νομική βασιμότητα αυτής, τις προσαυξήσεις που έλαβε με βάση τον εσφαλμένο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή του υπολογισμό της εναγομένης, με συνέπεια να υφίσταται έτσι ανεπίτρεπτος διπλός υπολογισμός των εν λόγω πρόσθετων αποδοχών στα επιδόματα εορτών και. αδείας”.
Κρίνοντας ως μη νόμιμη την αγωγή του αναιρεσείοντος το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, διότι, εφόσον ο αναιρεσείων επικαλείται ότι η αναιρεσίβλητη υπολόγιζε τα επιδόματα εορτών και αποδοχών κανονικής αδείας, με βάση τον απλό μηνιαίο μισθό, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην από 14/3/1985 ΕΣΣΕ και όχι σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 3 και 4 του νέου ΓΚΠ-ΟΤΕ, η αγωγή είναι νόμιμη, εκτός από τον συνυπολογισμό του επιδόματος αδείας στις ως άνω αιτούμενες διαφορές αποδοχών, και ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ είναι βάσιμος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 3.987/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Φεβρουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ