Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου-Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Β. Μ. του Γ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Φαρμακίδη-Μάρκου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 6046/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαρτίου 2012 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 529/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης μόνον ως προς τη μετατροπή της ποινής,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 71§3 του Ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, όπως (η παρ. 3) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46§2 Ν. 2145/1993, “όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση του δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομα εκτάσεως πράξεις διακατοχής, τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 του παρόντος άρθρου (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000 δραχμές). Κατά το άρθρο 3 παρ.1 του ιδίου ν. 998/1979, “ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας αποτελούντων, ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεων, οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλλει εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος” και κατά την § 2 του ίδιου άρθρου “ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχρός υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως και δυναμένη να εξυπηρετήσει μίαν ή περισσότερος των εν προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών”. Κατά την παρ. 3 του άρθρου 3 του ως άνω νόμου “Ως δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις) ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι που περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες. Κατά την παρ. δε 4 του άρθρου αυτού στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και τα εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών πάρκα και άλση, καθώς και οι εκτάσεις που κηρύσσονται ή έχουν κηρυχθεί με πράξη της αρμόδιας αρχής ως δασωτέες ή αναδασωτέες ” Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, που προβλέπεται και τιμωρείται από την πρώτη από αυτές και που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αφού προσδιορίζονται περισσότεροι τρόποι πραγματοποιήσεως του, απαιτείται η ύπαρξη δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιές τους, προσδιορίζονται στις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 3 του ως άνω Ν. 998/1979, που αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου 3208/2003 και ενέργεια του υπαιτίου επί της εκτάσεως από τις ως άνω αναφερόμενες. Προκύπτει, επίσης, ότι ο νόμος διαχωρίζει εννοιολογικώς το δάσος, από τη δασική έκταση και προϋποθέτει για την ύπαρξη κάθε μορφής τη βεβαίωση ορισμένου είδους φυτών, επί της επιφανείας του εδάφους. Το Δικαστήριο, συνεπώς, που επιλαμβάνεται της κατηγορίας για παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως ή της πρόκλησης βλάβης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης, οφείλει να ερευνήσει τη συνδρομή των ως άνω όρων, αφού, εάν ελλείπει έστω και ένας, αποκλείεται η στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος, γιατί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του, είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιες τους προσδιορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, η καλλιέργεια της εκτάσεως που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής εκτάσεως και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής. (ΑΠ 1286/2010, ΑΠ 846/2010). Επίσης, για την πληρότητα της αιτιολογίας σχετικά με το έγκλημα της παράνομης εκχέρσωσης δάσους ή δασικής εκτάσεως ή την πρόκληση βλάβης της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης, δεν απαιτείται να αναφέρεται στην απόφαση βάσει ποιας πράξεως ή αποφάσεως της διοικήσεως η έκταση αυτή επί της οποίας ο κατηγορούμενος προέβη στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις έχει χαρακτηρισθεί ως δασική, γιατί οποιαδήποτε έκταση της Ελληνικής Επικράτειας που φέρει τα χαρακτηριστικά της, αποτελεί δασική έκταση (ΑΠ 721/2012). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 23§1 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.2 του άρθρου 1 του α.ν. 263/1968 “ο αυτογνωμόνως επιλαμβανόμενος οιουδήποτε δημοσίου κτήματος, ευρισκομένου αναμφισβητήτως υπό την κατοχήν του Δημοσίου, τιμωρείται, διωκόμενος αυτεπαγγέλτως, διά φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) μηνών, ης δεν συγχωρείται η μετατροπή, και διά χρηματικής ποινής, τουλάχιστον, εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την πραγμάτωση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται α) αυθαίρετη κατάληψη δημόσιου κτήματος, β) η κατάληψη να έγινε εν γνώσει του δράστη, αρκούντος και του ενδεχόμενου δόλου, ότι πρόκειται για τέτοιο κτήμα και γ) το κτήμα να τελεί υπό την αναμφισβήτητη κατοχή του Δημοσίου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ* αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε κατ’ έφεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 6046/2011 απόφαση του, με συνδυασμό του σκεπτικού και διατακτικού που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, και ειδικότερα, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν -κατά πιστή μεταφορά- τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος στη δασική θέση “Σαράντα μάρτυρες” της περιφέρειας του Δήμου …, κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2004 έως 14-11-2004, εντός δασικής έκτασης χωρίς δικαίωμα ανήγειρε κτίσμα. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος εντός της παραπάνω δασικής έκτασης εμβαδού 251,00 τ.μ. η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την υπ’ αρ. 14278/1985 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, παράνομα προέβη στην υπερύψωση παλαιάς μάνδρας διαστάσεων 22,00 χ 1,5 και πλάτους 0,20 μ., στη νότια πλευρά με τσιμεντόλιθους, και στη συνέχεια στο σοβάντισμα αυτής καθώς επίσης προέβη και στο σοβάντισμα της νότιας πλευράς διαστάσεων 8,00 χ 7,50 μ. και ύψους 4.00 μ., αυθαιρέτου κτίσματος που στη συνέχεια σκέπασε με κεραμίδια. Στη συνταχθείσα δε έκθεση αυτοψίας αναφέρονται συγκεκριμένα από τη συντάκτρια της γεωπόνο Κ. Π., που κατέθεσε και ως μάρτυς ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, τα εξής: “Τις 9 Νοεμβρίου του έτους 2006 έκανα αυτοψία ύστερα από την αρ. 4010/11-10-2006 διαταγή του Δασάρχη Πάρνηθας, στη θέση “Σαράντα Μάρτυρες” Αχαρνών και διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη παράνομα και χωρίς άδεια της Δασικής Αρχής στην αλλαγή μορφής δημοτικής δασικής έκτασης συνολικού εμβαδού Ε (ΑΒΓΔΑ) – 251,00τ.μ. προβαίνοντας στη ρίψη μπετού σε έκταση διαστάσεων 11,60μ.χ 6.00 μ. εμβαδού Ε (ΒΓΗΘΒ) = 70 τ.μ. χωρίς την άδεια της Δασικής Αρχής. Οι αυθαίρετες πράξεις πραγματοποιήθηκαν την 11 Οκτωβρίου 2006 σύμφωνα με το πρωτόκολλο μηνύσεως του Δασοφύλακα Π. Γ. … Η ανωτέρω έκταση που πραγματοποιήθηκαν οι αυθαίρετες κατασκευές έχει κηρυχθεί αναδασωτέα με σκοπό την προστασία μαζί με ευρύτερη έκταση με την με αρ. 14278/26-4-1985 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής και αποτελεί τμήμα της έκτασης των 150.272 στρ. που παραχωρήθηκαν κατά πλήρη κυριότητα στο Δήμο Αχαρνών για τη δημιουργία άλσους- πάρκου. Η έκταση που πραγματοποιήθηκε η ανωτέρω παράβαση έχει έδαφος ασβεστολιθικό, μέση κλίση 5%, έκθεση δυτική και έχει αξία οικοπεδική καθ’ όσον βρίσκεται στον Δήμο Αχαρνών και συνορεύει γύρωθεν σύμφωνα και με το επισυναπτόμενο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα… Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν στο παρόν Δικαστήριο από την προαναφερθείσα μάρτυρα, η οποία μεταξύ άλλων, ανέφερε και τα εξής: Είναι Δημοτική δασική έκταση, γιατί κηρύχθηκε αναδασωτέα και παραχωρήθηκε στο Δήμο Αχαρνών για τη δημιουργία άλσους. Ο Δήμος δεν τη διαχειρίσθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο και εμείς κάνουμε μηνύσεις. Σε έκταση 70 τ.μ. ο κατηγορούμενος έριξε μπετόν, από έκταση διακοσίων πενήντα ενός μέτρων και τα χρησιμοποιεί ως μάντρα αυτοκινήτων. Πως ήταν πριν δεν ξέρω… Για μας πρόκειται για δασική έκταση ακόμη και αν έχει συμβόλαια. Το 1985 κηρύχθηκε αναδασωτέα, ο ευρύτερος χώρος είναι εκατόν πενήντα στρέμματα. Τα ανωτέρω επιβεβαιώθηκαν και από τον δεύτερο μάρτυρα Γ. Α., Δασάρχη Πάρνηθας, ο οποίος μεταξύ άλλων ανέφερε. Το ακίνητο είναι στα όρια της έκτασης αλλά μέσα σ’ αυτήν. Γύρω-γύρω είναι κτισμένα, αλλά όχι μέσα στην αναδασωτέα έκταση.
Συνεπώς όλοι οι προβληθέντες ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί ιδίας κυριότητας και περί πραγματικής πλάνης ότι στο αγορασθέν από αυτόν αγροτεμάχιο δεν συμπεριλαμβάνεται καμία δασική έκταση, αφού δημόσιοι οργανισμοί, όπως ΔΕΗ και ύδρευση ηλεκτροδότησαν και ύδρευσαν τον επίδικο χώρο κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσία.
Συνεπώς στοιχειοθετείται πλήρως σε βάρος του κατηγορουμένου η νομοτυπική μορφή των κατωτέρω δύο αδικημάτων ως προς την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση και για αυτόν τον λόγο ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος”. Στη συνέχεια το Δικαστήριο με την απόφαση που εξέδωσε, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: “Στη δασική θέση “Σαράντα Μάρτυρες” του Δήμου Αχαρνών την 11-10-2006. 1) Αυτογνωμόνως επιλήφθηκε δημοσίου κτήματος το οποίο ευρίσκετο αναμφισβήτητα στην κατοχή του δημοσίου και ειδικότερα έστρωσε με μπετόν υπαίθριο χώρο εμβαδού 70 τ.μ. ο οποίος αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης εμβαδού 150.272 στρ. η οποία έχει χαρακτηρισθεί αναδασωτέα χορτολιβαδική και έχει παραχωρηθεί από το δασαρχείο της Πάρνηθας στον Δήμο Αχαρνών. 2) Χωρίς δικαίωμα εντός δασικής έκτασης πραγματοποίησε οποιασδήποτε μορφής εγκατάσταση ενώ αυτό απαγορεύεται, και ειδικότερα προέβη στην αλλαγή μορφής δημοτικής δασικής εκτάσεως συνολικού εμβαδού 251,00 τ.μ. προβαίνοντας στη ρίψη μπετόν σε έκταση διαστάσεων 11.60 χ 6,00 εμβαδού 70.00τ.μ., ενώ αυτό απαγορεύεται απολύτως”. Του επέβαλε δε συνολική ποινή φυλακίσεως 18 μηνών την οποία μετέτρεψε προς 5 Ευρώ ημερησίως και συνολική χρηματική ποινή 3.000 Ευρώ.
Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων Αθηνών), δε διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την κρίση του ότι, ο αναιρεσείων τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε, διότι δεν εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, καθώς και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε τα πραγματικά αυτά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Ειδικότερα α) στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίθεται αν, ο κατηγορούμενος γνώριζε, ότι η καταληφθείσα από αυτόν έκταση, ανήκε αδιαμφισβήτητα στην κατοχή του Δήμου Αχαρνών, για τον οποίο ισχύουν οι ” διατάξεις του νόμου περί καταλήψεως δημοσίων κτημάτων (ΑΠ 302/2011) ενώ, για την αιτιολογία της γνώσης του, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, απαιτείται να εκτίθενται από ποια πραγματικά περιστατικά προκύπτει αυτή, β) στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν παρατίθεται κανένα πραγματικό περιστατικό, από το οποίο να προκύπτει η φύση της επίδικης έκτασης ως δασικής, όπως ορίζεται αυτή από τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 (ΑΠ 71/2009) η έλλειψη δε αυτή, δεν καλύπτεται από τη παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η ανωτέρω έκταση είχε κηρυχθεί αναδασωτέα (ΑΠ 980/2001). Κατ’ ακολουθία αυτών, είναι βάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ λόγος της αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτός κατ’ ουσία, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση θα γίνει από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (αρθρ. 519ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ. 6046/2011 απόφαση του Ε Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ