ΑΡΙΘΜΟΣ 1708/2012
TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 2°
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κέππα, Πρόεδρο Εφετών, Φίλιππο Μανώλαρο, Κωνσταντίνο Παναρίτη – Εισηγητή, Εφέτες και από το Γραμματέα Ιωάννη Δαγρέ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Οκτωβρίου 2011 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Μ. συζύγου Σ. Β. και 2) Α. Σ. Β., κατοίκων αμφοτέρων …. Αττικής (οδός …. αρ. ….), τους οποίους εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Εύη Αιλιανού.
ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Δήμου Αγίου Δημητρίου Αττικής, νόμιμα εκπροσωπούμενου από το Δήμαρχό του, τον οποίο εκπροσώπησε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ η πληρεξούσια δικηγόρος του Ευθυμία Καδδά – Κοντογιάννη.
Ο ενάγων και ήδη καθʼ ου η κλήση – εκκαλών με την από 31 Αυγούστου 2007 αγωγή του, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 272444/12151/2007, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σʼαυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπʼαριθμ. 121/2010 οριστική του απόφαση, αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο καθʼ ου η κλήση – εκκαλών – ενάγων με την από 1η Απριλίου 2010 έφεσή του, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 2985/2010 και η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 1-2-2001 κατά την οποία ματαιώθηκε.
Ήδη η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση, με την από 2 Φεβρουάριου 2011 κλήση των καλούντων – εφεσιβλήτων, που κατατέθηκε νόμιμα με αριθμό 75/2011 και αφού εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος των καλούντων – εφεσιβλήτων αναφέρθηκε στις προστάσεις που κατέθεσε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος του καθʼ ου η κλήση -εκκαλούντος, κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις της και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωσή της κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση του ενάγοντος κατά της υπʼ αριθμ. 121/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι δεν προκύπτει ότι έχει παρέλθει η τριετής προθεσμία άσκησής της από τη δημοσίευσή της, ούτε υπάρχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρ. 533 παρ. 1 ΠολΔ).
Οι δημοτικοί και κοινοτικοί δρόμοι, ήτοι αυτοί που εξυπηρετούν τις ανάγκες ενός δήμου ή μιας κοινότητας εντός των διοικητικών τους ορίων (άρθρ. 4 του ν. 3155/1955), οι οποίοι αποτελούν κοινής χρήσεως και εκτός συναλλαγής πράγματα (άρθρα 966, 967 ΑΚ) αποκτούν αυτήν την ιδιότητα α) με πράξη της διοικήσεως για ρυμοτομία και τη συντέλεσή της σύμφωνα με τους νόμους περί σχεδίων πόλεων και αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, β) με τη βούληση του ιδιοκτήτη που θέτει στην κοινή χρήση συγκεκριμένο ακίνητο, είτε με νομότυπη δικαιοπραξία (διαθήκη ή δωρεά υπό τρόπο) κατά τις διατάξεις των άρθρων 1715, 2015 και 503 ΑΚ, είτε με παραίτηση από την κυριότητα, που πρέπει να περιβληθεί το συμβολαιογραφικό τύπο και να μεταγραφεί κατʼ άρθρο 369 και 1192 εδ. 1 ΑΚ και γ) με την από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ν. 3 παν. 47.7) προβλεπόμενη αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα (vetustas), σύμφωνα με την οποία η χρήση του πράγματος από κοινότητα ή δήμο ή από τους δημότες αυτών μπορούσε να προσδώσει σε ακίνητο την ιδιότητα του κοινοχρήστου, εφόσον η αρχαιότητα στην ως άνω χρήση υπήρξε συνεχής επί δύο γενεές, η καθεμιά των οποίων εκτείνεται σε σαράντα έτη και είχε συμπληρωθεί πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, ήτοι την 23-2-1946, ενόψει του ότι ο Κώδικας αυτός δεν αναγνωρίζει το θεσμό της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας (ΑΠ 311/2004 ΕλΔ 2005, 1121, ΑΠ 1594/2008, ΑΠ 2057/ 2007 στη ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι εκείνος που ισχυρίζεται ότι κάποιο ακίνητο ή οδός είναι κοινόχρηστος χώρος και εξ αυτού η κυριότητά του έχει προσπορισθεί στον οικείο ΟΤΑ ή στο Δημόσιο, πρέπει, για το ορισμένο του ισχυρισμού του, να καθορίσει το νόμιμο τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκε η ιδιότητα της κοινοχρησίας, προσδιορίζοντας όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα κατά νόμο για την εφαρμογή καθενός εκ των προαναφερομένων τρόπων που προεκτέθηκαν για τη θεμελίωσή της (ΑΠ 2057/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 544/2002 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 281/2009 ΕλΔ 50. 604). Στην περίπτωση δε που η αγωγή ερείδεται στο θεσμό της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας, απαιτείται να αναφέρεται στην αγωγή ότι η αρχαιότητα στην κοινή χρήση του επιδίκου (ήτοι η πάροδος 80 ετών) είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο εισαγωγής του ΑΚ ήτοι την 23-2-1946 και όχι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, που δεν ενδιαφέρει νομικά, καθώς ο θεσμός αυτός δεν αναγνωρίζεται πλέον από τον Αστικό Κώδικα (ΑΠ 2057/2007 στη ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 του ν. 1337/1983 «ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως που έχουν σχηματισθεί με οποιοδήποτε τρόπο, έστω και κατά παράβαση των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων, και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι που ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμία αποζημίωση. Σε περίπτωση όμως που οι χώροι αυτοί καταργούνται με το σχέδιο πόλεως, προσκυρώνονται κατά τις κείμενες διατάξεις». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χώρου και ως τέτοια περιέρχονται χωρίς αποζημίωση στην κυριότητα του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης εφόσον: α) προβλέπονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ως κοινόχρηστοι χώροι και β) η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη (ρητής ή συναγομένης εμμέσως από τις ενέργειές του), ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο κατʼ ανοχή του ιδιοκτήτη. Έτσι για τη μετάθεση της κυριότητας ακινήτου υπέρ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει να συντρέχουν οι προαναφερόμενος προϋποθέσεις (ΑΠ 311/2004 ΕλΔ 2005.1125, ΑΠ 48/1998 ΕλΔ 1998.1323, ΑΠ 705/ 1996 ΕλΔ 1997.102), για να είναι δε ορισμένος ο ισχυρισμός του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης περί κυριότητάς του επί επιδίκου ακινήτου βάσει του ανωτέρω άρθρου 28, απαιτείται να αναφέρεται και ο τρόπος, με τον οποίο εκδηλώθηκε η περί κοινοχρησίας του ακινήτου βούληση του ιδιοκτήτη του, καθόσον, για την ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος, απαιτείται κοινοχρησία του επιδίκου εκ της βουλήσεως του ιδιοκτήτη του, που να συνάγεται ρητώς ή εμμέσως (σιωπηρώς), από ενέργειες αυτού, ή να προκύπτει από πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρόν με την ανοχή του (ΣτΕ 744/1987 ΝοΒ 36.1710, ΑΠ 705/1996 ΕλΔ1997.102, ΑΠ 1200/1993 ΕλΔ 1995. 375). Περαιτέρω από την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να αναγνωριστεί με αγωγή η ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσης, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει γιʼ αυτό έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα που ρυθμίζεται από το δίκαιο, ενώ το έννομο συμφέρον εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις (ΑΠ 1831/1999 ΕλΔ 41.965). Έτσι το έννομο συμφέρον του ενάγοντος που απαιτείται να υπάρχει για την άσκηση αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής, συνίσταται στην προσβολή από τον εναγόμενο του δικαιώματος του ενάγοντος είτε με αποβολή του και κατάληψη του επιδίκου πράγματος, είτε με άλλη ενέργεια ή παράλειψη ενέργειας που έπρεπε να γίνει είτε και με απλή αμφισβήτηση, εφόσον με αυτή δημιουργείται για το δικαίωμα σύγχυση και αμφιβολία, από την οποία απειλείται βλάβη, για την αποτροπή δε της οποίας η επιδιωκόμενη απόφαση αποτελεί πρόσφορο μέσο (ΑΠ 1447/1983 Δ 15.718, ΑΠ 603/1985ΝοΒ 34.399, ΕφΑΘ 7574/1998 ΕλΔ 40.1103). Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 239, 369, 1033 και 1198 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση με την οποία μεταβιβάζεται η κυριότητα ακινήτου, δεν καθίσταται άκυρη, τόσο ως υποσχετική όσο και ως εκποιητική δικαιοπραξία, από μόνο το γεγονός, ότι εκείνος που μεταβιβάζει δεν είναι κύριος του ακινήτου, που φέρεται ότι μεταβιβάζεται (ΑΠ 1199/1989 ΕλΔ 32. 531, ΑΠ 2/ 1975 ΝοΒ 23. 759, ΕφΙωαν. 15/2009 ΕλΔ50.1509, Εφ. Δυτ. Μακ. 33/1997 Ελ 40. 654). Στην περίπτωση αυτή ο αληθής κύριος προστατεύεται με διεκδικητική αγωγή (άρθρ. 1094 ΑΚ – ΕφΑΘ2077/2009 ΕλΔ 51.785).
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 31-8-2007 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο ενάγων Δήμος Αγίου Δημητρίου Αττικής εξέθεσε ότι η α’ των εναγομένων είχε στην κυριότητά της μία εδαφική έκταση, που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Αγίου Δημητρίου στο υπʼ αριθμ. …. οικοδομικό τετράγωνο, εμβαδού 1983,90 τ.μ., η οποία περιήλθε σε αυτή κατά το 3/4 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 2-4-1973 πατέρα της και κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά της αποβιώσασας στις 13-7-1983 μητέρας της και ότι τις κληρονομιές αυτές αποδέχθηκε νόμιμα και μετέγραψε τις σχετικές πράξεις αποδοχής κληρονομιάς. Ότι τμήμα της ιδιοκτησίας αυτής, εμβαδού 487,83 τ.μ., μεταβίβασε με γονική παροχή στο γιό της (β’ εναγόμενο) και έτσι απέμεινε στην ιδιοκτησία της έκταση εμβαδού 1470,55 τ.μ. και ότι οι εναγόμενοι στην προσπάθειά τους να επεκτείνουν την ιδιοκτησία τους σε βάρος της ιδιοκτησίας αυτού, αφενός μεν κατά την περίφραξη του οικοπέδου τους περιέλαβαν σε αυτήν και έτσι κατέλαβαν εδαφική λωρίδα 211,20 τ.μ. που ανήκει στην κυριότητά του και αποτελεί τμήμα της οδού ……, και αφετέρου το έτος 2007 προέβησαν σε μη νόμιμες διορθώσεις των συμβολαιογραφικών πράξεων αποδοχής κληρονομιάς και του ως άνω συμβολαίου γονικής παροχής και επιχείρησαν με τον τρόπο αυτό να εμφανίσουν την ιδιοκτησία τους ως έχουσα εμβαδόν 2.528,40 τ.μ., δηλαδή μεγαλύτερη κατά 538, 30 τ.μ., από εκείνη που πράγματι έχουν, και την επεξέτειναν κατά 211,20τ.μ., επί της οδού ….., κατά 156,60 τ.μ. επί της οδού ….. και κατά 170,50 τ.μ. επί της οδού ….. Ότι η επέκταση αυτή έγινε εις βάρος της περιουσίας του, καθόσον τα επιπλέον 538,30 τ.μ. που πλέον εμφανίζεται να έχει η ιδιοκτησία των εναγομένων, προήλθαν από κοινόχρηστα τμήματα των ως άνω παρακείμενων οδών, τα οποία κατέλαβαν παράνομα. Τέλος εκθέτει ότι τα επίδικα εδαφικά τμήματα αποτελούν κοινόχρηστους χώρους που του ανήκουν κατά κυριότητα, καθόσον είναι τμήματα οδών που χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους της περιοχής και διερχόμενους και η παρούσα γενεά ανθρώπων και η προηγούμενη, καθεμιάς γενιάς εκτεινομένης σε σαράντα έτη, δεν γνώρισαν διαφορετική κατάσταση από αυτή που υφίσταται σήμερα και ουδείς έχει αμφισβητήσει το δικαίωμά του επʼ αυτών. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος των επιδίκων εδαφικών εκτάσεων και να απαγορευτεί στην πρώτη εναγομένη, κάθε μελλοντική διατάραξη αυτού (ενάγοντος) επί των τριών εδαφικών τμημάτων, να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγομένη, μετά τη μεταβίβαση τμήματος στου οικοπέδου της εμβαδού 487,83 τ.μ. στο δεύτερο εναγόμενο είναι κυρία του περιγραφομένου οικοπέδου εμβαδού 1496,07 τ.μ. και να ακυρωθούν οι αναφερόμενες συμβολαιογραφικές πράξεις (η υπ’ αριθμ. 3730/2007 διορθωτική πράξη αποδοχής κληρονομιών, το υπ’ αριθμ. 4487/1999 συμβόλαιο γονικής παροχής και η υπʼ αριθμ. 3850/2007 διορθωτική πράξη του ως άνω συμβολαίου γονικής παροχής), με τις οποίες το οικόπεδο της α’ εναγομένης, φέρεται ότι έχει μεγαλύτερη έκταση από την πραγματική. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκρινε ότι αυτή τυγχάνει αόριστη και την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει πράγματι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα καθόσον δεν αναφέρονται σε αυτή όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα κατά νόμο, δηλαδή κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος του ΑΚ Βυζαντινορωμαΐκου Δικαίου, για την εφαρμογή του θεσμού της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας. Συγκεκριμένα ενώ ο ενάγων επιχειρεί να θεμελιώσει την κοινοχρησία των επιδίκων εδαφικών εκτάσεων στον παραπάνω θεσμό, δεν διευκρινίζει αν η κατάληψη των επιδίκων εκτάσεων στην κοινή χρήση είχε διαρκέσει δύο συνεχόμενες γενεές (ογδόντα έτη) πριν από την εισαγωγή του Α.Κ. στις 23-2-1946, καθώς έκτοτε ο θεσμός αυτός δεν αναγνωρίζεται (ΑΠ 2057/2007 στη ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον η αγωγή δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε κάποιον από τους λοιπούς τρόπους αποκτήσεως της ιδιότητας κοινοχρήστου πράγματος που αναγνωρίζει το δίκαιο. Ειδικότερα ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για να θεμελιωθεί η κοινοχρησία των επιδίκων εδαφικών τμημάτων σε κάποιον από τους λοιπούς τρόπους, που αναγνωρίζει το δίκαιο. Πλέον συγκεκριμένα η αγωγή δεν μπορεί να θεμελιωθεί στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 1337/1983 γιατί δεν αναφέρεται στην αγωγή ότι οι επίδικες εκτάσεις ήταν ιδιωτικές και είχαν καταστεί κοινόχρηστες με τη θέληση εκείνου που τις είχε στην ιδιοκτησία του ή με την ανοχή αυτού. Επίσης η αγωγή δεν μπορεί να θεμελιωθεί στις διατάξεις για την επέκταση του σχεδίου πόλεως και την εφαρμογή του εγκεκριμένου ρυμοτομικού διαγράμματος του σχεδίου πόλεως, καθώς δεν προσδιορίζεται η νόμιμη διαδικασία που ακολουθήθηκε ούτε αναφέρεται αν καταβλήθηκε η απαιτούμενη αποζημίωση σε αυτούς, των οποίων η περιουσία απαλλοτριώθηκε για τη δημιουργία των κοινοχρήστων χώρων. Εξάλλου η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη και ως προς το αίτημα να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγομένη είναι κυρία οικοπέδου εμβαδού 1496,07 τ.μ., καθόσον δεν γίνεται μνεία των περιστατικών που στηρίζουν το έννομο συμφέρον του ενάγοντος και αποτελούν αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, λαμβανομένου υπόψη ότι για το οικόπεδο αυτό δεν υπάρχει αμφισβήτηση, για δε τα πέραν αυτού συνεχόμενοι επίδικα εδαφικά τμήματα, για τα οποία υπάρχει αμφισβήτηση και για τα οποία ζητείται η αναγνώριση της κυριότητα του ενάγοντος, η αγωγή είναι αόριστη σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν. Τέλος η αγωγή κατά το αίτημά της για αναγνώριση της ακυρότητας των ως άνω συμβολαιογραφικών πράξεων είναι απορριπτέα επίσης ως αόριστη καθόσον δεν εκτίθενται σε αυτή τα περιστατικά που καθιστούν άκυρες τις εν λόγω συμβολαιογραφικές πράξεις ούτε γίνεται επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών που να εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον του ενάγοντος, λαμβανομένου υπόψη ότι η σύμβαση με την οποία κάποιος μεταβιβάζει ξένο ακίνητο σε άλλον είναι έγκυρη, δηλαδή μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης. Ενόψει αυτών η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη ως προς όλα τα αιτήματά της. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή, έστω και χωρίς ειδική αιτιολογία ως προς τα δύο τελευταία αιτήματα αυτής (αναγνώριση κυριότητας της εναγομένης στο αναφερόμενο οικόπεδο, αναγνώριση ακυρότητας συμβολαίων) ορθά το νόμο εφάρμοσε και πρέπει, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της προσβαλλομένης απόφασης με τις παρούσες, να απορριφθούν οι λόγοι της έφεσης ως αβάσιμοι και η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ). Θα επιβληθούν όμως μειωμένα ενόψει των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, της Υ.Α. 134423/28-12-1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει αυτήν κατʼ ουσίαν.
Επιβάλλει εις βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των
διακοσίων ογδόντα (280) ευρώ.-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουάριου 2012 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι, στις 30 Μαρτίου 2012.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ