Ποινή φυλάκισης δύο ετών επέβαλε σήμερα το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στο γιατρό της Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας Βασκέν Σιαχπεντεριάν.
Είχε κριθεί στις 25 Ιουλίου ένοχος σε 112 κατηγορίες για τα αδικήματα του δεκασμού δημόσιου λειτουργού, της δωροληψίας από οικείους δημόσιους αξιωματούχους, της απόσπασης από δημόσιο λειτουργό και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της κατάχρησης εξουσίας.
Σε ό,τι αφορά στις πρώτες εκατό κατηγορίες, το Κακουργιοδικείο έκρινε σκόπιμο όπως επιβάλει ποινές στις κατηγορίες για τα αδικήματα του δεκασμού και της δωροληψίας από οικείους δημόσιους αξιωματούχους, τα οποία όπως αναφέρει στην απόφαση του, «είναι και πιο σοβαρά».
Ωστόσο, αποφάσισε ότι δεν θα επιβληθούν ποινές στις κατηγορίες για τα αδικήματα της απόσπασης από δημόσιο λειτουργό, καθότι όπως σημειώνεται στην απόφασή του, «τα γεγονότα αυτών εμπεριέχονται και είναι στενά συνυφασμένα με αυτά των κατηγοριών για δεκασμό και δωροληψία».
Επιπλέον, κρίθηκε επιβεβλημένο από το δικαστήριο να επιβληθούν ποινές στις κατηγορίες 101 μέχρι 112 για τα αδικήματα της κατάχρησης, ενώ θεώρησε ορθό να επιβάλει συντρέχουσες ποινές, εφόσον όλες οι ενέργειες αποτελούν μέρος μιας ενιαίας και συνεχόμενης συμπεριφοράς.
Το δικαστήριο αποφάσισε παράλληλα ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, οι οποίες να δικαιολογούν την αναστολή της άμεσης έκτισης της επιβληθείσας ποινής, ως ήταν και η εισήγηση της υπεράσπισης.
Σημειώνεται πως το αδίκημα του δεκασμού δημόσιου λειτουργού προνοούσε αρχικά ως μέγιστη ποινή φυλάκισης τριών ετών και χρηματική ποινή, η οποία αυξήθηκε σε φυλάκιση πέντε ετών και χρηματική ποινή Λ.Κ.10.000 με τον τροποποιητικό Ν.38(Ι)/99 και ακολούθως σε φυλάκιση επτά ετών και χρηματική ποινή €100.000 με τον τροποποιητικό Ν.95(Ι)/12 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσης του, στις 06/07/12.
Το αδίκημα της δωροληψίας από οικείους δημόσιους αξιωματούχους επισύρει ποινή φυλάκισης επτά ετών ή χρηματική ποινή μέχρι Λ.Κ.10.000 ή και τις δύο αυτές ποινές, ενώ το αδίκημα της απόσπασης από δημόσιο λειτουργό τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τριών ετών και χρηματική ποινή.
Επιπρόσθετα, όπως αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου, το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 14 ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι €500.000 ή και τις δύο αυτές ποινές, ενώ το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας, όταν ο υπαίτιος απέβλεπε σε κέρδος, όπως συνέβη στην παρούσα υπόθεση, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τριών ετών.
Η έκτιση των ποινών του Βασκέν Σιαχπεντεριάν αρχίζει από τις 24 Ιουλίου του 2017, ημερομηνία από την οποία ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση.
Ο 3ος γιατρός του δημοσίου που καταδικάζεται για μίζες
Η καταδίκη του Σιαχπεντεριάν είναι η τρίτη καταδίκη γιατρού του δημοσίου τους τελευταίους μήνες.
Συγκεκριμένα, στις 2 Μαΐου το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινή φυλάκισης δυόμισι ετών στον Εκτελεστικό Διευθυντή του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και Διευθυντή της Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής, Γιαννάκη Κυαμίδη, αφού κατόπιν δικής του παραδοχής είχε βρεθεί ένοχος σε 42 κατηγορίες Δεκασμού Δημοσίου Λειτουργού και σε 42 κατηγορίες για Απόσπαση από Δημόσιο Λειτουργό.
Εξάλλου, στις 11 Μαΐου το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών στον Διευθυντή της Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας, Δάφνη Αριστοδήμου για το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας από δημόσιο λειτουργό.
Γεγονότα Υπόθεση
Ο Κατηγορούμενος είναι γιατρός με ειδικότητα την ωτορινολαρυγγολογία και κατά τη σύλληψη του εργαζόταν ως γιατρός στην Ωτορινολαρυγγολογική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.
Το καθήκον του περιοριζόταν στη διάγνωση του ακουολογικού προβλήματος και στη σύσταση προς τον ασθενή ότι αυτός χρειάζετο ακουστικά. Ακολούθως, ο εκάστοτε ασθενής είχε το δικαίωμα να επιλέξει αν θα τοποθετούσε ακουστικά και σε ποιο ακουολογικό κέντρο θα απευθύνετο.
Επίσης, στα πλαίσια των καθηκόντων του ήταν και η υπογραφή αιτήσεων συνταξιούχων ασθενών για κρατική επιχορήγηση. Η διαδικασία ήταν όπως οι ασθενείς επισκέπτοντο πρώτα ακουολογικό κέντρο της επιλογής τους και μετά από εξέταση, αν κρίνετο πως έχρηζαν ακουστικών, αυτοί τα αγόραζαν από εκεί.
Ακολούθως, πήγαιναν στο Νοσοκομείο όπου ο κυβερνητικός γιατρός τους εξέταζε και έβλεπε το ακουογράφημα και αφού διαπίστωνε ότι όντως υπήρχε πρόβλημα βαρηκοΐας και ότι ο ασθενής χρειαζόταν ακουστικά, υπέγραφε τη σχετική σύσταση και ο ασθενής δικαιούτο να αποταθεί στο Υπουργείο Υγείας για να λάβει τη χορηγία που του αναλογούσε.
Τέτοιες αιτήσεις ασθενών, οι οποίες υπογράφονταν από κυβερνητικό γιατρό, ακολούθως διαβιβάζονταν μαζί με τα απαραίτητα συνημμένα έγγραφα στο Τμήμα Ιατρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, το οποίο κατόπιν ελέγχου και έγκρισης της κάθε αίτησης, έδιδε εντολή στο προσωπικό του Λογιστηρίου για καταβολή της χορηγίας την οποία ο κάθε ασθενής δικαιούτο.
Η γνωριμία του γιατρού με τον Ζήνων Ευθυμιάδη, ιδρυτή του γνωστού Ακουολογικού Κέντρου στη Λευκωσία, έγινε το 2005 στη Λεμεσό, όπου του έγινε πρόταση για συνεργασία, δηλαδή να παραπέμπει στο κέντρο τους ασθενείς οι οποίοι έχρηζαν ακουστικών βαρηκοΐας έναντι αμοιβής σε ποσοστό 15%.
Όπως αναφέρουν τα γεγονότα της υπόθεσης, ο Σιαχπεντεριάν συμφώνησε και ενόσω εργάζετο στη Λεμεσό, παρέπεμψε ένα-δυο ασθενείς και έλαβε ταχυδρομικώς επιταγή από το ακουολογικό κέντρο.
Στο μεταξύ, το 2010 όταν ο Σιαχπεντεριάν μετατέθηκε στη Λευκωσία, βρέθηκε ξανά στο Κέντρο Ευθυμιάδη, όπου του έγινε εκ νέου πρόταση για συνεργασία. Δηλαδή, για κάθε υπογραφή αίτησης για κρατική χορηγία για την αγορά ακουστικών βαρηκοΐας για συνταξιούχους πελάτες, ο γιατρός θα λάμβανε ποσό €85 αν επρόκειτο για παλαιό πελάτη του κέντρου, ενώ για ένα νέο τέτοιο πελάτη θα λάμβανε €90, για κάθε πελάτη που ο γιατρός θα έστελνε στο κέντρο.
Για τοποθέτηση ακουστικών θα λάμβανε ποσό €100 και για κάθε παραπομπή ωρομίσθιου υπαλλήλου της κυβέρνησης, δυνάμει σύμβασης την οποία το κέντρο είχε με την κυβέρνηση μέχρι το 2013, για την αγορά ακουστικού βαρηκοΐας ο Σιαχπεντεριάν θα λάμβανε ως προμήθεια ποσό €90 αν επρόκειτο για νέο πελάτη και €85 για παλαιό πελάτη.
Στα πλαίσια της μεταξύ τους συμφωνίας ο καταδικασθείς υπέγραψε συνολικά 165 τέτοιες αιτήσεις, καθώς επίσης παρέπεμψε ειδικά στο κέντρο και 24 συνολικά ασθενείς, συμπεριλαμβανομένων και ωρομίσθιων κυβερνητικών και εκ γενετής βαρήκοων υπογράφοντας τις αιτήσεις των τελευταίων.
Η υλοποίηση της συγκεκριμένης συμφωνίας μεταξύ του γιατρού και του ακουολογικού κέντρου Ευθυμιάδης αφορούσε συνολικά 189 ασθενείς και ξεκίνησε με τον πρώτο ασθενή την 01/06/2010 και διήρκησε μέχρι και τις 23/07/2013.
Στα πλαίσια της εν λόγω συμφωνίας ο καταδικασθείς γιατρός έλαβε από το κέντρο Ευθυμιάδης συνολικά 25 επιταγές με ημερομηνίες έκδοσης από 28/12/2010 μέχρι και 05/09/2013 για το συνολικό ποσό των €16.330, τις οποίες (επιταγές) εξαργύρωσε και εισέπραξε το εν λόγω ποσό.
Απόφαση Κακουργιοδικείου
Διαβάζοντας ένα μεγάλο απόσπασμα της απόφασής του δικαστηρίου, η Δικαστής Ε. Εφραίμ είπε πως «η όλη συμπεριφορά του Β. Σιαχπεντεριάν λόγω ακριβώς της ιδιότητας του ως δημόσιου λειτουργού, είναι σοβαρή και καταδικαστέα», σημειώνοντας ότι «χωρίς να διαφεύγει στο δικαστήριο πως η πρόταση για συνεργασία και συμφωνία προήλθε από τον Ζήνων Ευθυμίαδη θεωρούμε πως ο γιατρός όφειλε και είχε κάθε δυνατότητα και ευχέρεια, να την απέρριπτε και να παρέμενε πιστός στην εκτέλεση των καθηκόντων του με τον δέοντα τρόπο και χωρίς οποιοδήποτε άλλο αντάλλαγμα πέραν του κανονικού μισθού του».
«Δεν προέκυψε να υπήρχε οτιδήποτε που να εμπόδιζε τον γιατρό να αρνείτο την πρόταση του Ζήνων Ευθυμίαδη. Επομένως και ο δικός του ρόλος στην άμεση και καθόλα οικειοθελή θετική ανταπόκριση και αποδοχή του είναι εξίσου σημαντικός. Παρέλκει να τονίσουμε το αυτονόητο πως η άρνηση από δημόσιους λειτουργούς τέτοιου είδους προτάσεων από ιδιώτες θα οδηγούσε στο επιθυμητό αποτέλεσμα της πάταξης αυτού του φαινομένου της διαφθοράς και στην εμπέδωση της άποψης πως οι δημόσιοι λειτουργοί δεν υποκύπτουν ούτε και δελεάζονται από οικονομικά κίνητρα κατά την εκτέλεση του καθήκοντος τους», ανέφερε η. Εφραίμ.
Σύμφωνα πάντα με την ομόφωνη απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, η κ. Εφραίμ είπε πως ο Β. Σιαχπεντεριάν «ενέδωσε στην πρόταση με μοναδικό σκοπό την αποκόμιση οφέλους, υπό τη μορφή οικονομικού κέρδους, επιδεικνύοντας έτσι ανέντιμη συμπεριφορά έναντι στην ιδιότητα του και γενικότερα στην κοινωνία και στους συνανθρώπους του».
Πρόσθεσε ακόμα πως «η εκτέλεση της συμφωνίας προνοούσε παράκαμψη της δέουσας εκτέλεσης των καθηκόντων του και ταυτόχρονα την παροχή εύνοιας σε συγκεκριμένο ακουολογικό κέντρο, το οποίο σαφώς επωφελείτο οικονομικά από την εν λόγω συμφωνία, ενώ ταυτόχρονα επέφερε βλάβη (στη φήμη) και ενδεχομένως οικονομική ζημιά στα υπόλοιπα ακουολογικά κέντρα, τα οποία τίθεντο εκτός επιλογής και ανταγωνισμού δεδομένου ότι ο κυβερνητικός γιατρός αφενός, κατά παράβαση και εκτός των καθηκόντων του, παρέπεμπε ασθενείς σε συγκεκριμένο κέντρο και αφετέρου, κατά παράκαμψη της προβλεπόμενης διαδικασίας, υπέγραφε τις αιτήσεις συνταξιούχων ασθενών οι οποίοι επισκέπτοντο το κέντρο Ευθυμιάδης το οποίο ομολογουμένως προσέφερε μια άκρως βοηθητική εξυπηρέτηση σε αυτούς για σκοπούς υποβολής της αίτησης τους για λήψη κρατικής χορηγίας».
Μη δίωξης των ηθικών αυτουργών της παρούσας υπόθεσης
Σημειώνεται ότι κατά την αγόρευση του για μετριασμό της ποινής ο συνήγορος του γιατρού Σιαχπεντεριάν απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός της μη δίωξης των ηθικών αυτουργών της παρούσας υπόθεσης, όπως χαρακτήρισε τον Ζήνωνα Ευθυμιάδη και τη Γιαννούλα Μαρκίδου (Υπεύθυνη Λογιστηρίου του Κέντρου), καλώντας το Δικαστήριο να επιβάλει τέτοια ποινή η οποία να αντανακλά την αρχή της ίσης μεταχείρισης αδικοπραγούντων.
Αναφερόμενη στο θέμα, η κ. Εφραίμ είπε ότι «στα πλαίσια της όλης διαδικασίας της παρούσας υπόθεσης δεν έχει λεχθεί οτιδήποτε αναφορικά με το ζήτημα της μη δίωξης των συνεργών», προσθέτοντας πως «θεωρούμε πως με βάση τα δεδομένα ενώπιον μας και όπως διαφαίνεται σαφώς μέσα από την απόφαση μας, είναι καθόλα εύλογη η διαπίστωση μας πως οι Ζήνωνας Ευθυμιάδης και τη Γιαννούλα Μαρκίδου, ως οι άμεσα εμπλεκόμενοι και μόνοι γνώστες της συνολικής και πλήρους εικόνας των γεγονότων, ήταν οι ουσιώδεις μάρτυρες για την κατηγορούσα Αρχή στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης».
«Χωρίς τη μαρτυρία αυτών των δύο μαρτύρων, πιθανότατα η υπόθεση της κατηγορούσας Αρχής εναντίον του γιατρού Σιαχπεντεριάν, να παρέμενε ασαφής και με αρκετά κενά και ως τέτοια μη ικανή να καταδείξει το όλα φάσμα των γεγονότων και συνακόλουθα να στοιχειοθετήσει στον απαιτούμενο βαθμό τις κατηγορίες εναντίον του γιατρού», ανέφερε.