Κοινωνική υπηρεσία ∆ήµου της περιφέρειας, µε σύµφωνη γνώµη των γονέων ανήλικης που έπασχε από σοβαρή αναπηρία, ζήτησε τη συνδροµή του Συνηγόρου του Πολίτη, προκειµένου να επαναχορηγηθεί στο παιδί επίδοµα αναπηρίας, µετά από µακρόχρονη διακοπή του, χωρίς ευθύνη της δικαιούχου. Στην πορεία της διερεύνησης, διαπιστώθηκε αλλαγή στάσης της υπηρεσίας και ο κηδεµόνας της ανήλικης υπέβαλε συµπληρωµατική αναφορά λόγω επιγενόµενης σύγκρουσης συµφερόντων.
Ειδικότερα, το πρόβληµα αφορούσε επίδοµα βαριάς αναπηρίας που λάµβανε η ανήλικη, του οποίου προβλεπόταν η διακοπή για όσο χρόνο νοσηλευόταν σε κέντρο αποκατάστασης. Μετά την έξοδο από το κέντρο, οι γονείς ζήτησαν από την κοινωνική υπηρεσία τη συνέχιση της χορήγησης. Το αίτηµα ωστόσο απορρίφθηκε, καθώς εσφαλµένα απαιτήθηκε να υποβληθεί το παιδί εκ νέου στη διαδικασία πιστοποίησης της αναπηρίας µέσω ΚΕΠΑ για να λάβει πλέον το προνοιακό επίδοµα, ως νέος δικαιούχος, αν και διέθετε διάγνωση πιστοποίησης αναπηρίας µε ισχύ εφ’ όρου ζωής από την αρµόδια Υγειονοµική Επιτροπή. Η ανεπιεικής αυτή θέση της υπηρεσίας βασιζόταν σε συσταλτική ερµηνεία της ισχύουσας νοµοθεσίας, που κατέληγε σε εξοµοίωση των πολιτών, των οποίων είχε διακοπεί προσωρινά το επίδοµα, µε εκείνους που ζητούσαν για πρώτη φορά χορήγηση.
Ο Συνήγορος επισήµανε ότι από τη διατύπωση της σχετικής διάταξης προέκυπτε µε σαφήνεια η πρόβλεψη (προσωρινής) «διακοπής» και όχι «παύσης» του επιδόµατος, για όσο χρόνο διαρκούσε η νοσηλεία. Εποµένως, σε περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει περιθώριο αποκατάστασης ή βελτίωσης της υγείας του δικαιούχου (σύµφωνα µε την υπάρχουσα πιστοποίηση), το αληθές νόηµα του νόµου, οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της επιείκειας προς τον διοικούµενο αλλά και η επιταγή του άρθρου 3 της ∆ιεθνούς Σύµβασης για τα ∆ικαιώµατα του Παιδιού (να λαµβάνεται κατά προτεραιότητα υπόψη το συµφέρον του παιδιού στις αποφάσεις που το αφορούν) επιβάλλουν στη διοίκηση να συνεχίσει απλά τη χορήγηση, µε την κατάθεση του εξιτηρίου από το κέντρο.
Στη συγκεκριµένη υπόθεση ο γονέας αν και δεν όφειλε, σύµφωνα µε τα παραπάνω, µετά την έξοδο του παιδιού από το κέντρο υπέβαλε όπως του υπέδειξε η Κοινωνική Υπηρεσία αίτηµα για εκ νέου εξέταση του παιδιού. H άρνηση της υπηρεσίας ωστόσο συνεχίστηκε καθώς για την υποβολή του αιτήµατος επαναχορήγησης απαίτησε την προσκόµιση της νέας πιστοποίησης αναπηρίας από τα ΚΕΠΑ και δεν αρκέστηκε στη βεβαίωση κατάθεσης του αιτήµατος.
Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να στερηθεί η ανήλικη (χωρίς υπαιτιότητα) το αναγκαίο για τη συντήρησή της επίδοµα για το µακρό διάστηµα που µεσολάβησε από την υποβολή του αιτήµατος επανεξέτασης από τα ΚΕΠΑ µέχρι την έκδοση της νέας πιστοποίησης, και να ξεκινήσει ο χρόνος χορήγησης µετά την ηµεροµηνία αυτή.
Μετά από την επανειληµµένη παρέµβαση του Συνηγόρου προς τις εµπλεκόµενες υπηρεσίες, το υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης υιοθέτησε τις θέσεις της Ανεξάρτητης Αρχής και κατόπιν σχετικής υπόδειξης η κοινωνική υπηρεσία τελικά χορήγησε το επίδοµα αναδροµικά, καλύπτοντας και το διάστηµα από την έξοδο της ανήλικης από το κέντρο. (Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Γιώργος Μόσχος Ειδικοί επιστήµονες: Μαρία Τσάγκαρη, Αλεξάνδρα Μοσχοπούλου)