Με Λερναία Ύδρα μοιάζουν τα προβλήματα που αφορούν στο υψηλό ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των ενεργοβόρων βιομηχανιών, των οποίων η ανταγωνιστικότητα επηρεάζεται άμεσα από το πόσα χρήματα πληρώνουν για ενέργεια και … “λοιπές χρεώσεις”.
Χαρακτηριστική των προβλημάτων που καλούνται να διαχειριστούν οι ελληνικές επιχειρήσεις, είναι μια υπόθεση που έρχεται από το παρελθόν και αφορά μια φαινομενικά αθώα χρέωση για το δίκτυο διανομής φυσικού αερίου. Ωστόσο η συγκεκριμένη χρέωση, η οποία για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα αυξήθηκε υπέρογκα, επιβάρυνε τα κόστη για μια σειρά από εγχώριες βαριές βιομηχανίες. Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη αύξηση είναι ότι επιβλήθηκε με… ανορθόδοξο τρόπο, παραβιάζοντας θεμελιώδεις αρχές των ευρωπαϊκών οδηγιών.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Για ένα διάστημα 16 μηνών μια σειρά μεγάλων ελληνικών βιομηχανιών κλήθηκε να επωμιστεί ένα νέο οικονομικό βάρος, που έπληξε ευθέως την ανταγωνιστικότητά τους: πρόκειται για την αύξηση που επιβλήθηκε δια νόμου το καλοκαίρι του 2015, στα τέλη διανομής του φυσικού αερίου. Τότε ειδικότερα καθορίστηκε ως προσωρινή τιμή χρέωσης χρήσης του δικτύου 4 ευρώ/MWh, και μάλιστα οριζόντια για όλους τους μεγάλους καταναλωτές και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη παράμετροι όπως το προφίλ κατανάλωσης και η επιβάρυνση που προκαλείται στο διαχειριστή του δικτύου.
Η αλλαγή αυτή ωστόσο ήταν προβληματική καθώς σε αντίθεση με τα όσα ορίζονται από τις ευρωπαϊκές οδηγίες (που έχουν ενσωματωθεί με το νόμο 4001/2011 στο ελληνικό δίκαιο) η απόφαση για την αύξηση ελήφθη με νομοθετική ρύθμιση και μάλιστα χωρίς να ληφθεί υπόψη σχετική εισήγηση που είχε διατυπώσει για το θέμα η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας η οποία – με βάση την ευρωπαϊκή οδηγία – έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για τον καθορισμό τελών διανομής φυσικού αερίου.
Αποτέλεσμα; Οι βιομηχανίες πλήρωσαν στο επίμαχο διάστημα ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό της τάξης των 2 εκατ. ευρώ, εξέλιξη ιδιαίτερα δυσμενής εάν ληφθεί υπόψη και το αρνητικό περιβάλλον γενικότερα της αγοράς (αβεβαιότητα, capital controls κλπ). Λόγω μεγέθους μάλιστα τα ποσά επιμερίζονται σε μικρό αριθμό βιομηχανιών και είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο μία μεγάλη επιχείρηση επιβαρύνθηκε με αύξηση της τάξης του 1 εκατ. ευρώ.
Απόδειξη δε ότι η προσωρινή χρέωση ήταν “φουσκωμένη” αποτελεί το γεγονός ότι μετά από το 16μηνο, τα τέλη δικτύου που καθορίστηκαν από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για τις χρεώσεις διανομής φυσικού αερίου, επιφέρουν σημαντικά μικρότερη επιβάρυνση στους καταναλωτές: η συντριπτική πλειοψηφία των βιομηχανιών λόγω προφίλ εμφανίζει απόκλιση που ξεπερνά το 200% σε σχέση με το προσωρινό τέλος.
Η προσφυγή
Η υπόθεση αυτή δεν αφέθηκε στην τύχη της από τους εκπροσώπους των βιομηχανικών καταναλωτών ενέργειας. Συγκεκριμένα η ένωση που εκπροσωπεί την ενεργοβόρο βιομηχνία (Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας ΕΒΙΚΕΝ) προσέφυγε στην Κομισιόν ζητώντας είτε την τροποποίηση της επίμαχης νομοθετικής ρύθμισης έτσι ώστε να συνάδει με την ευρωπαϊκή οδηγία είτε την παροχή διευκρίνισης από την Κομισιόν ότι η ΡΑΕ παραμένει αποκλειστικά αρμόδια να προχωρήσει στην λήψη μέτρων που θα αποζημιώνουν τη βιομηχανία για τη δυσανάλογη επιβάρυνση από την προσωρινή τιμή χρέωσης χρήσης δικτύου 4 ευρώ /MWh.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, η επιχειρηματολογία της ΕΒΙΚΕΝ έχει ήδη γίνει δεκτή από την Κομισιόν, η οποία θεωρεί ότι τίθεται θέμα μη ορθής εφαρμογής της ευρωπαϊκής οδηγίας.
Όπως εξηγούν πηγές της βιομηχανίας, πρόκειται για μία υπόθεση η οποία έχει ιδιαίτερο βάρος, που δεν περιορίζεται μόνο στο οικονομικό σκέλος αλλά έχει και ιδιαίτερο συμβολισμό, αφού αποτελεί ηθική δικαίωση για μια επιβάρυνση, η οποία εξαρχής δε θα έπρεπε να βαρύνει κλάδους που είναι εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό, έχουν εξαγωγικό προφίλ και αποτελούν εξαγωγικούς παραγωγικούς πυλώνες με ιδιαίτερη υπεραξία για την ελληνική οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζουν οι ίδιες πηγές, είναι σαφές ότι πλέον η βιομηχανία δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί – κάτι που συνέβη αρκετές φορές στο παρελθόν – αποφάσεις που πλήττουν την ανταγωνιστικότητά της και υπονομεύουν το μέλλον της…