Την Τετάρτη θα συζητηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και θα γίνει ανταλλαγή απόψεων, σχετικά με την οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου.
Η πρόκληση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας δεν είναι νέα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει ήδη εργαλεία για την καταπολέμησή της, όπως, μεταξύ άλλων, η υφιστάμενη ποινική νομοθεσία, η συνεργασία μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου και οι διαδικασίες για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών, καθώς και νομοθεσία για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες η οποία ενισχύεται διαρκώς.
Ωστόσο, η φύση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου και η ΕΕ έχει ανάγκη από αποφασιστικές, ταχείες και ολοκληρωμένες δράσεις για τον εκσυγχρονισμό της υφιστάμενης νομοθεσίας, τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής της από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς και την αντιμετώπιση των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν. Η Ένωση χρειάζεται επίσης αυξημένη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών, σε διασυνοριακό επίπεδο και με τους αντίστοιχους οργανισμούς της ΕΕ, για τη βελτίωση της διάδοσης πληροφοριών και τον εντοπισμό όσων χρηματοδοτούν την τρομοκρατία.
Η πρόταση οδηγία προς το Ε. Κοινοβούλιο στοχεύει στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου. Η προτεινόμενη οδηγία επιτυγχάνει τον εν λόγω στόχο μέσω της εφαρμογής των διεθνών υποχρεώσεων σε αυτόν τον τομέα, συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας του 2005, CETS αριθ. 198 («Σύμβαση της Βαρσοβίας»), καθώς και των σχετικών συστάσεων της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF).
Τα υφιστάμενα μέσα σε επίπεδο ΕΕ (και ιδίως η απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ ) έχουν περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και δεν εξασφαλίζουν την πλήρη ποινικοποίηση των αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Όλα τα κράτη μέλη ποινικοποιούν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ωστόσο υφίστανται ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των διαφορετικών ορισμών της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όσον αφορά το ποια είναι τα κύρια αδικήματα —δηλαδή η βασική εγκληματική δραστηριότητα από την οποία προήλθε η περιουσία που νομιμοποιήθηκε— καθώς και το ύψος των κυρώσεων. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο δεν είναι ούτε ολοκληρωμένο, ούτε επαρκώς συνεκτικό για να είναι πλήρως αποτελεσματικό. Οι διαφορές των νομικών πλαισίων μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από εγκληματίες και τρομοκράτες, οι οποίοι μπορεί να επιλέξουν να διενεργούν τις χρηματοπιστωτικές τους συναλλαγές σε μέρη όπου θεωρούν ότι τα μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι πιο ασθενή.
Κυρίως, σε επιχειρησιακό επίπεδο, οι διαφορές στους ορισμούς, το πεδίο εφαρμογής και τις κυρώσεις των αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επηρεάζουν τη διασυνοριακή αστυνομική και δικαστική συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών και την ανταλλαγή πληροφοριών. Για παράδειγμα, οι διαφορές στο πεδίο εφαρμογής των κύριων αδικημάτων δυσχεραίνουν τον συντονισμό των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ) και των αρχών επιβολής του νόμου ενός κράτους μέλους με αυτές άλλων κρατών μελών της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (π.χ. όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που σχετίζεται με φορολογικά εγκλήματα). Στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης που πραγματοποιήθηκε για την εκπόνηση της παρούσας πρότασης, οι επαγγελματίες —συμπεριλαμβανομένων οργανισμών όπως η Ευρωπόλ και η Eurojust— ανέφεραν ότι οι διαφορές στην ποινικοποίηση του εν λόγω αδικήματος στη νομοθεσία των κρατών μελών θέτουν εμπόδια στην αποτελεσματική αστυνομική συνεργασία και τις διασυνοριακές έρευνες.
Οι δραστηριότητες των εγκληματιών και των εγκληματικών οργανώσεων αποσκοπούν στο κέρδος. Ουσιαστικά, στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες χρησιμοποιούνται έσοδα που προέρχονται από μια σειρά διασυνοριακών παράνομων δραστηριοτήτων —όπως η διακίνηση ναρκωτικών, η εμπορία ανθρώπων, η παράνομη εμπορία και διακίνηση όπλων, η διαφθορά και δωροδοκία— για την απόκτηση, μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας, με απόκρυψη της πραγματικής φύσεως της προέλευσής της, με σκοπό τη χρήση των εσόδων από τα εν λόγω αδικήματα στη νόμιμη οικονομία. Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επιτρέπει σε εγκληματικές οργανώσεις να επωφελούνται από τις παράνομες δραστηριότητές τους και να συνεχίζουν τις επιχειρήσεις τους. Η ενισχυμένη ανταπόκριση της ποινικής δικαιοσύνης στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες συμβάλλει στην αντιμετώπιση του οικονομικού κινήτρου στο οποίο αποβλέπει το έγκλημα.
Η εισαγωγή μιας σειράς ελάχιστων κανόνων για τον ορισμό του ποινικού αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η εφαρμογή του εν λόγω ορισμού σε τρομοκρατικά εγκλήματα και άλλες σοβαρές εγκληματικές δραστηριότητες, και η εναρμόνιση των σχετικών κυρώσεων, θα ενισχύσουν το υφιστάμενο ποινικό πλαίσιο της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η προτεινόμενη οδηγία θα βελτιώσει την υφιστάμενη διασυνοριακή συνεργασία, την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών και θα συντελέσει στην αποτροπή της εκμετάλλευσης εκ μέρους των εγκληματιών των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών προς όφελός τους. Τα εν λόγω μέτρα θα προβλέπουν ένα ενισχυμένο νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην ΕΕ, θα βελτιώσουν την εφαρμογή και θα έχουν ισχυρότερη αποτρεπτική δράση ενάντια στην τρομοκρατική και την εγκληματική δραστηριότητα. Θα αντιμετωπίσουν, επομένως, πιο αποτελεσματικά το οργανωμένο έγκλημα και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και θα ενισχύσουν έτσι την εσωτερική ασφάλεια της ΕΕ και την ασφάλεια των πολιτών της.
Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης
Άρθρο 1: Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής. – Η διάταξη αυτή καθορίζει τον σκοπό και το πεδίο εφαρμογής του σχεδίου οδηγίας και, ειδικότερα, θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στον τομέα των αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Άρθρο 2: Ορισμοί. – Η διάταξη αυτή παρέχει ορισμούς για την «περιουσία» (σε σχέση με το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, πρβλ. άρθρο 3) σύμφωνα με το κεκτημένο της ΕΕ και τα «νομικά πρόσωπα» (σε σχέση με την υποχρέωση θέσπισης ευθύνης των νομικών προσώπων, πρβλ. άρθρο 6).
Η διάταξη αυτή περιέχει ορισμούς του όρου «εγκληματικές δραστηριότητες» που συνιστούν κύρια αδικήματα για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ενώ επιτρέπει στα κράτη μέλη να ακολουθούν διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά τα κύρια αδικήματα για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (με επιλογή μεταξύ μιας προσέγγισης για όλα τα εγκλήματα, καταλόγων κύριων αδικημάτων, καταλόγων αδικημάτων με ελάχιστη ποινή). Το εύρος των εγκληματικών δραστηριοτήτων από τις οποίες προέρχεται η περιουσία που νομιμοποιείται, όπως αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη, συνάδει με τη σύσταση αριθ. 3 της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης που απαιτεί, ανεξαρτήτως της προσέγγισης που ακολουθείται για την περιγραφή των κύριων αδικημάτων, να περιλαμβάνονται τα αδικήματα από έναν κατάλογο συγκεκριμένων κατηγοριών αδικημάτων. Ο κατάλογος της εν λόγω διάταξης συνάδει επίσης με το άρθρο 9 παράγραφος 4 της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας του 2005 (CETS αριθ. 198) που απαιτεί από τα μέρη της σύμβασης να εφαρμόζουν το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στις κατηγορίες κύριων αδικημάτων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της σύμβασης. Οι κατηγορίες που καθόρισε η Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης και οι κατηγορίες στο παράρτημα της σύμβασης αντιστοιχούν στο εύρος των εγκληματικών δραστηριοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 2 της παρούσας πρότασης, με μία εξαίρεση: η παρούσα πρόταση περιλαμβάνει επίσης το ηλεκτρονικό έγκλημα ως κύριο αδίκημα, όπως εξηγείται παρακάτω.
Ωστόσο, οι εν λόγω κατηγορίες απλώς απαριθμούνται και δεν ορίζονται από τη FATF ούτε στη σύμβαση του 2005, και αφήνουν έτσι ευρύ περιθώριο για εθνικές διαφορές όσον αφορά το εύρος των κύριων αδικημάτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε ορισμένα κράτη μέλη το πεδίο εφαρμογής των κύριων αδικημάτων που περιλαμβάνονται στις εθνικές διατάξεις να είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Επιπλέον, δεν υπάρχει ενιαία, κοινή συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τις βασικές παράνομες δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η περιουσία που νομιμοποιείται.
Σύμφωνα με τις διαβουλεύσεις με την Ευρωπόλ, οι διαφορετικές απόψεις όσον αφορά το ποια αδικήματα μπορούν να οδηγήσουν σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες καθιστούν δύσκολη την πρόληψη χρηματοοικονομικών συναλλαγών που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη δίωξή της σε διασυνοριακό επίπεδο προκειμένου να προσδιοριστεί αν αυτή πράγματι τελέστηκε. Αντίστοιχα, η Εurojust αναφέρθηκε, στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης, στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη κατά τη διερεύνηση και τη δίωξη διασυνοριακών υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες εξαιτίας της φύσης του εν λόγω αδικήματος ως παρεπόμενου. Άλλα ενδιαφερόμενα μέρη ανέφεραν επίσης ότι οι διαφορές που υφίστανται όσον αφορά τα κύρια αδικήματα οδηγούν σε εμπόδια στη διασυνοριακή συνεργασία. Καθώς τα κράτη μέλη, όταν δέχονται αιτήματα συνεργασίας σε έρευνες ή διώξεις όσον αφορά υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συχνά απαιτούν το κύριο αδίκημα να θεωρείτο κύριο αδίκημα και στη δική τους έννομη τάξη εάν η πράξη είχε διαπραχθεί στο έδαφός τους, η συνεργασία δεν είναι πάντα δυνατή και οι εγκληματίες καταφέρνουν να νομιμοποιήσουν επιτυχώς τα προϊόντα των εγκληματικών τους πράξεων.
Όποτε υπάρχει υφιστάμενη νομοθεσία στο κεκτημένο της ΕΕ η οποία ορίζει οποιοδήποτε από τα κύρια αδικήματα, γίνεται αναφορά στη σχετική νομοθετική πράξη της ΕΕ προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλα τα αδικήματα που περιγράφονται στην εν λόγω νομοθετική πράξη της ΕΕ μπορούν να οδηγήσουν σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Αυτό θα συμβάλει στη μείωση των υφιστάμενων αποκλίσεων και στην ενίσχυση μιας εκτενέστερης κοινής αντίληψης.
Επιπλέον, πρέπει να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη απειλή του ηλεκτρονικού εγκλήματος και των επιθέσεων κατά των συστημάτων πληροφοριών, ιδίως οι επιθέσεις που σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα. Το ηλεκτρονικό έγκλημα είναι ο μόνος τομέας εγκληματικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 της ΣΛΕΕ ο οποίος δεν απαριθμείται στις κατηγορίες αδικημάτων που έχουν καθορίσει η Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης και η Σύμβαση της Βαρσοβίας. Λόγω της έλλειψης αξιόπιστων στοιχείων και ερευνών οι δημοσιονομικές επιπτώσεις του ηλεκτρονικού εγκλήματος και το μέγεθος των σχετικών εσόδων είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν, ωστόσο φαίνεται από ορισμένες περιπτώσεις ότι τα προϊόντα του ηλεκτρονικού εγκλήματος νομιμοποιούνται μέσω σύνθετων συστημάτων που περιλαμβάνουν τόσο παραδοσιακές όσο και νέες μεθόδους πληρωμής. Προκειμένου να εξαλειφθεί το οικονομικό κίνητρο στο οποίο αποβλέπουν πολλές δραστηριότητες ηλεκτρονικού εγκλήματος, η εν λόγω διάταξη χαρακτηρίζει το ηλεκτρονικό έγκλημα, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που ορίζονται στην οδηγία 2013/40/ΕΕ , ως κύριο αδίκημα για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Άρθρο 3: Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. – Η εν λόγω διάταξη ορίζει τα αδικήματα που θα πρέπει να θεωρούνται αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες από τα κράτη μέλη.
Η διάταξη εφαρμόζει το άρθρο 9 παράγραφος 1 της Σύμβασης της Βαρσοβίας μέσω του καθορισμού των ουσιαστικών στοιχείων του τι συνιστά νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, δηλ. η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας που προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της (παράγραφος 1 στοιχείο α)) και η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο στον οποίο αυτή ευρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή εκ σχετικών με αυτή δικαιωμάτων (παράγραφος 1 στοιχείο β)).
Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη υπερβαίνει τη σύσταση της FATF και τη Σύμβαση της Βαρσοβίας, καθιστώντας υποχρεωτική την ποινικοποίηση της απόκτησης, κατοχής ή χρήσης της περιουσίας που προήλθε από εγκληματική δραστηριότητα, κάτι που προβλέπεται ως δυνατότητα στη Σύμβαση της Βαρσοβίας με την επιφύλαξη των συνταγματικών αρχών και των βασικών εννοιών του νομικού συστήματος κάθε χώρας. Η απλή κατοχή προϊόντων εγκλήματος δεν θεωρείται νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στα περισσότερα κράτη μέλη. Η παρούσα πρόταση επιτρέπει την εξαίρεση της αυτονομιμοποίησης εσόδων σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο είδος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σεβόμενη έτσι τις διαφορετικές νομικές παραδόσεις των κρατών μελών (βλ. παρακάτω άρθρο 3 παράγραφος 3).
Τα τρία είδη νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (μετατροπή ή μεταβίβαση, απόκρυψη ή συγκάλυψη και απόκτηση, κατοχή ή χρήση) πρέπει να θεωρούνται ποινικά αδικήματα όταν διαπράττονται σκόπιμα σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βαρσοβίας. Δεν εισάγεται το στοιχείο της αμέλειας. Το άρθρο 9 παράγραφος 3 της Σύμβασης της Βαρσοβίας παρέχει στα μέρη τη διακριτική ευχέρεια να ποινικοποιήσουν περιπτώσεις όπου ο δράστης «α) υποπτευόταν ότι η περιουσία ήταν προϊόν εγκλήματος, και β) όφειλε να υποθέσει ότι η περιουσία ήταν προϊόν εγκλήματος». Στα κράτη μέλη υπάρχουν αποκλίνουσες προσεγγίσεις όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες από αμέλεια, οι οποίες αποτυπώνουν τις διαφορές στις εθνικές νομικές παραδόσεις όσον αφορά το υποκειμενικό στοιχείο που απαιτείται για την τέλεση του αδικήματος, ωστόσο δεν έχει θεωρηθεί ότι οι εν λόγω αποκλίσεις αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για τη διασυνοριακή συνεργασία. Καθώς η παρούσα οδηγία θέτει μόνο ελάχιστους κανόνες, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να ποινικοποιήσουν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες από αμέλεια.
Επιπλέον, η παράγραφος 2 της εν λόγω διάταξης καθιστά την ύπαρξη ή μη προηγούμενης ή παράλληλης καταδίκης για το κύριο αδίκημα άνευ σημασίας για να θεωρηθούν αξιόποινα τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όπως περιγράφονται παραπάνω. Άνευ σημασίας είναι και το κατά πόσο μπορεί να εξακριβωθεί με ακρίβεια ποιος είναι ο δράστης της εγκληματικής δραστηριότητας από την οποία προήλθε η περιουσία ή άλλες περιστάσεις της εν λόγω εγκληματικής δραστηριότητας. Με αυτόν τον τρόπο, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζει τις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 9 της Σύμβασης της Βαρσοβίας, διασφαλίζοντας ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ποινικοποιείται ακόμη και όταν δεν υφίσταται προηγούμενη ή παράλληλη καταδίκη για το κύριο αδίκημα και χωρίς να είναι απαραίτητη η ακριβής στοιχειοθέτηση του αδικήματος από το οποίο προήλθε η περιουσία.
Η Eurojust και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν επισημάνει ότι η απαίτηση για ακριβή στοιχειοθέτηση των κύριων αδικημάτων αποτελεί σημαντικό εμπόδιο που μπορεί να δυσχεράνει ιδιαίτερα τη διασυνοριακή καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Σύμφωνα με την Ευρωπόλ, οι περισσότερες αρχές επιβολής του νόμου πρέπει να αποδείξουν την τέλεση κύριου αδικήματος. Οι αρχές επιβολής του νόμου αναφέρουν τη σύνδεση ύποπτων κεφαλαίων με συγκεκριμένο κύριο αδίκημα ως το σημαντικότερο πρόβλημα που συναντούν κατά τη διερεύνηση περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: σε μια υπόθεση στην οποία υπήρχε δικαιοδοσία περισσοτέρων του ενός κρατών και την οποία στήριζε η Ευρωπόλ, η χώρα στην οποία διαπράχθηκε το κύριο αδίκημα δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα αμοιβαίας νομικής συνδρομής. Όλες οι χώρες που εμπλέκονταν στην εν λόγω υπόθεση υπογράμμισαν ότι το βασικό εμπόδιο ήταν η σύνδεση των κεφαλαίων με συγκεκριμένο κύριο αδίκημα.
Ακόμη και στα κράτη μέλη όπου για την καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αρκεί η απλή απόδειξη ότι τα χρήματα δεν θα μπορούσαν να είχαν προέλθει από νόμιμη πηγή, είναι συνήθως απαραίτητες οι ενδείξεις τέλεσης αξιόποινης πράξης προκειμένου να εξασφαλιστεί η καταδίκη ή δήμευση. Επομένως, η προσέγγιση που ακολουθείται στην εν λόγω διάταξη είναι σύμφωνη με την απαίτηση της Σύμβασης της Βαρσοβίας, καθώς και με τις εθνικές πρακτικές.
Επιπλέον, η Σύμβαση της Βαρσοβίας προβλέπει ότι δεν θα πρέπει να αποτελεί πρόβλημα η δίωξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ακόμη και αν η εγκληματική δραστηριότητα από την οποία προήλθαν τα έσοδα διαπράχθηκε σε άλλη χώρα. Η παράγραφος 2 σημείο γ) της παρούσας πρότασης ορίζει ότι είναι άνευ σημασίας κατά πόσο η εγκληματική δραστηριότητα από την οποία προήλθε η περιουσία διεξήχθη στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή στο έδαφος τρίτης χώρας, ενώ δίνει στα κράτη μέλη τη διακριτική ευχέρεια να εφαρμόζουν το κριτήριο του διττού αξιόποινου, δηλ. ότι το κύριο αδίκημα θα πρέπει να είναι ποινικό αδίκημα και στη χώρα όπου διαπράχθηκε και ότι θα συνιστούσε ποινικό αδίκημα και στο κράτος μέλος το οποίο διώκει το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, εάν είχε διαπραχθεί εκεί.
Τέλος, η εν λόγω διάταξη απαιτεί από τα κράτη μέλη την ποινικοποίηση της αυτονομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η Eurojust επισημαίνει ότι το γεγονός ότι η αυτονομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν ποινικοποιείται σε όλα τα κράτη μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα για ορισμένα κράτη μέλη στη στοιχειοθέτηση αξιόποινης πράξης και την παρακολούθηση της ροής του «μαύρου χρήματος». Η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού διευκρινίζει ότι η υποχρέωση ποινικοποίησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες περιορίζεται στη μετατροπή ή μεταβίβαση και στην απόκρυψη ή συγκάλυψη και δεν εφαρμόζεται στην απλή κατοχή ή χρήση. Η προσέγγιση αυτή λαμβάνει υπόψη ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, η δίωξη ενός προσώπου για «προσωπική απόλαυση» των προϊόντων του αδικήματος που έχει διαπράξει το ίδιο και για το οποίο έχει ήδη κριθεί δικαστικά θεωρείται ότι συνιστά παραβίαση της αρχής του «ου δις δικάζειν» (ne bis in idem), δηλαδή του ότι ένα πρόσωπο δεν μπορεί να δικαστεί δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη. Από την άλλη, όταν η δραστηριότητα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αφορά τη μετατροπή και τη μεταβίβαση, καθώς και την απόκρυψη και τη συγκάλυψη μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι εν λόγω δραστηριότητες αποτελούν σαφώς επιπλέον αξιόποινη πράξη, διακριτή από το κύριο αδίκημα, η οποία προκαλεί επιπλέον ζημία ή διαφορετικό είδος ζημίας πέρα από αυτή που προκάλεσε το κύριο αδίκημα. Η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη με τη νομολογία των κρατών μελών.
Άρθρο 4: Ηθική αυτουργία, υποβοήθηση και συνέργεια και απόπειρα. – Αυτή η διάταξη εφαρμόζεται στα προαναφερθέντα αδικήματα και απαιτεί από τα κράτη μέλη να ποινικοποιήσουν τις μορφές υποβοήθησης και συνέργειας, ηθικής αυτουργίας και απόπειρας τέλεσης πολλών εκ των αναφερθέντων αδικημάτων.
Η συνέργεια σε αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μπορεί να περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που κυμαίνονται από τη διευκόλυνση της τέλεσής ή την παροχή συμβουλών έως την παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών για την τέλεση των εν λόγω πράξεων.
Η εν λόγω διάταξη διασφαλίζει την ευθυγράμμιση με τους ορισμούς που περιέχονται στα διεθνή πρότυπα που αναφέρονται ανωτέρω.
Επιπλέον, προκειμένου να εξασφαλιστεί το αποτρεπτικό αποτέλεσμα, είναι απαραίτητο να ποινικοποιηθεί η ηθική αυτουργία, μέσω της θέσπισης του αξιόποινου της υποκίνησης τρίτων στη διάπραξη των αδικημάτων που αναφέρονται ανωτέρω.
Άρθρο 5: Ποινές εις βάρος φυσικών προσώπων. – Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε όλα τα αδικήματα και απαιτεί από τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις.
Επιπλέον, η διάταξη θεσπίζει το ελάχιστο επίπεδο της μέγιστης κύρωσης. Η απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ θέτει ήδη ένα ελάχιστο όριο για τη μέγιστη ποινή των τεσσάρων ετών για ορισμένα είδη νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η παρούσα πρόταση θέτει ως ελάχιστη μέγιστη κύρωση τα τέσσερα έτη στερητικής της ελευθερίας ποινής, τουλάχιστον για τις σοβαρές υποθέσεις. Ο ορισμός του ελάχιστου ορίου λαμβάνει υπόψη τους υφιστάμενους στα κράτη μέλη κανόνες.
Ο καθορισμός ενός ελάχιστου ορίου μέγιστης κύρωσης σε επίπεδο ΕΕ θα διευκολύνει τη διεθνή αστυνομική και δικαστική συνεργασία και θα ενισχύσει την αποτροπή. Το χαμηλό επίπεδο κυρώσεων/προστίμων και τα χαμηλά ποσοστά δίωξης υπογραμμίζονται σε διαφορετικές αναλύσεις 32 . Αν και αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένης της περιορισμένης πρόσβασης και ικανότητας των αρμόδιων αρχών ή των περιορισμένων πόρων που έχουν στη διάθεσή τους κατά την πρόσβασή τους και την ανάλυση των σχετικών πληροφοριών σε ιδιαίτερα σύνθετες περιπτώσεις, ο στενός ορισμός του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, το χαμηλό επίπεδο κυρώσεων και οι δυσκολίες τεκμηρίωσης πρέπει να θεωρείται ότι συμβάλλουν στο πρόβλημα αυτό. Πέρα από τα κενά στην επιβολή, η κατάσταση αυτή ενέχει τον κίνδυνο να καταφεύγουν οι δράστες στην πρακτική της άγρας αρμόδιου δικαστηρίου (forum-shopping), δηλαδή οι εγκληματίες να πραγματοποιούν χρηματοπιστωτικές συναλλαγές σε μέρη όπου θεωρούν ότι τα μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι πιο ασθενή.
Άρθρο 6: Επιβαρυντικές περιστάσεις. – Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται στα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 3, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι, όταν το αδίκημα διαπράττεται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια της απόφασης-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ ή όταν ο δράστης έχει καταχραστεί την επαγγελματική του θέση προκειμένου να καταστεί δυνατή η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αυτό θεωρείται επιβαρυντική περίσταση.
Άρθρο 7: Ευθύνη νομικών προσώπων. – Αυτή η διάταξη ισχύει για όλα τα προαναφερθέντα αδικήματα και απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την ευθύνη των νομικών προσώπων, αποκλείοντας παράλληλα τη δυνατότητα να υποκατασταθεί αυτή η ευθύνη από την ευθύνη φυσικών προσώπων. Η διάταξη είναι σύμφωνη με το άρθρο 10 της Σύμβασης της Βαρσοβίας.
Η διάταξη αυτή ακολουθεί τυποποιημένη διατύπωση που απαντάται σε άλλες νομικές πράξεις της ΕΕ, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίσουν ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υπέχουν ευθύνη για αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 4, όταν αυτά τελούνται προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατέχει διευθυντική θέση εντός του νομικού προσώπου. Δεν είναι απαραίτητο αυτή η ευθύνη να είναι αποκλειστικά ποινική.
Άρθρο 8: Κυρώσεις για νομικά πρόσωπα. – Η διάταξη αυτή ισχύει για κυρώσεις κατά νομικών προσώπων. Ακολουθεί τυποποιημένη διατύπωση που απαντάται σε άλλες νομικές πράξεις της ΕΕ.
Άρθρο 9: Δικαιοδοσία. – Η διάταξη αυτή, που εφαρμόζεται σε όλα τα προαναφερθέντα αδικήματα, απαιτεί την ύπαρξη βάσεων αρμοδιότητας για τις δικαστικές αρχές που θα τους επιτρέπουν να κινήσουν την έρευνα, να ασκήσουν διώξεις και να παραπέμψουν ενώπιον του δικαστηρίου τα αδικήματα που ορίζονται σε αυτήν την οδηγία.
Άρθρο 10: Ερευνητικά μέσα. – Η διάταξη αυτή έχει σκοπό να εξασφαλίσει ότι τα ερευνητικά μέσα που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων υποθέσεων σοβαρών αδικημάτων μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε περιπτώσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Άρθρο 11: Αντικατάσταση ορισμένων διατάξεων της απόφασης-πλαισίου 2001/500/ΔΕΥ. – Η διάταξη αυτή αντικαθιστά τις υφιστάμενες διατάξεις στον τομέα της ποινικοποίησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που περιέχονται στο άρθρο 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 2 της απόφασης-πλαισίου 2001/500/ΔΕΥ σε σχέση με τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην παρούσα οδηγία.
Οι διατάξεις που αφορούν τη δήμευση και που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 στοιχείο α) και στα άρθρα 3 και 4 της απόφασης-πλαισίου 2001/500/ΔΕΥ αντικαταστάθηκαν από την οδηγία 2014/42/ΕΕ.
2016/0414 (COD)
Πρόταση
ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 83 παράγραφος 1,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1)Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τα συνδεδεμένα αδικήματα της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος παραμένουν σημαντικά προβλήματα σε επίπεδο Ένωσης, γεγονός που βλάπτει την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και τη φήμη του χρηματοπιστωτικού τομέα και απειλεί την εσωτερική ασφάλεια και την εσωτερική αφορά της Ένωσης. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα εν λόγω προβλήματα και να ενισχυθεί η εφαρμογή της οδηγίας 2015/849/ΕΕ 34 , η παρούσα οδηγία στοχεύει στην αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου, ούτως ώστε να καταστήσει δυνατή την καλύτερη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών.
(2)Τα μέτρα που λαμβάνονται αποκλειστικά σε εθνικό ή ακόμα και σε ενωσιακό επίπεδο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο διεθνής συντονισμός και η διεθνής συνεργασία, έχουν πολύ περιορισμένα αποτελέσματα. Τα μέτρα που θεσπίζονται από την Ένωση στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα πρέπει, συνεπώς, να είναι συμβατά με άλλες δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο άλλων διεθνών φόρουμ, και τουλάχιστον εξίσου αυστηρά με αυτές.
(3)Η δράση της Ένωσης θα πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τις συστάσεις της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF), καθώς και μέσα άλλων διεθνών φορέων που δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι σχετικές νομικές πράξεις της Ένωσης θα πρέπει, όπου απαιτείται, να ευθυγραμμίζονται περαιτέρω με τα διεθνή πρότυπα που εγκρίθηκαν από τη FATF, τον Φεβρουάριο του 2012, για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής (οι «αναθεωρημένες συστάσεις της FATF»). Ως συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (CETS αριθ. 198), η Ένωση οφείλει να μεταφέρει τις απαιτήσεις της εν λόγω Σύμβασης στην έννομη τάξη της.
(4)Η απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ 35 του Συμβουλίου προβλέπει υποχρεώσεις σχετικά με την ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο δεν είναι αρκετά περιεκτική, ωστόσο, και η υφιστάμενη ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν είναι αρκετά συνεκτική για την αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην Ένωση, με αποτέλεσμα την ύπαρξη κενών στην επιβολή και εμποδίων στη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών στα διάφορα κράτη μέλη.
(5)Ο ορισμός των εγκληματικών δραστηριοτήτων που συνιστούν τα κύρια αδικήματα στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα πρέπει να είναι επαρκώς ομοιόμορφος σε όλα τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμπεριλάβουν ένα φάσμα αδικημάτων σε καθεμία από τις κατηγορίες που έχει καθορίσει η FATF. Όταν οι κατηγορίες αδικημάτων, όπως η τρομοκρατία ή τα περιβαλλοντικά αδικήματα, καθορίζονται από τη νομοθεσία της Ένωσης, η παρούσα οδηγία παραπέμπει στην εν λόγω νομοθεσία. Αυτό διασφαλίζει ότι η νομιμοποίηση εσόδων από τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και η παράνομη εμπορία άγριων ειδών αποτελούν αξιόποινες πράξεις στα κράτη μέλη. Στις περιπτώσεις που η νομοθεσία της Ένωσης επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν άλλες κυρώσεις, πέραν των ποινικών, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να απαιτεί από τα κράτη μέλη να προβλέπουν τις εν λόγω περιπτώσεις ως κύρια αδικήματα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.
(6)Τα φορολογικά εγκλήματα που αφορούν την άμεση και την έμμεση φορολογία θα πρέπει να περιλαμβάνονται στον ορισμό της εγκληματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τις αναθεωρημένες συστάσεις της FATF. Δεδομένου ότι τα διάφορα φορολογικά αδικήματα μπορεί να συνιστούν σε κάθε κράτος μέλος εγκληματική δραστηριότητα που τιμωρείται με τις κυρώσεις που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία, οι ορισμοί των φορολογικών εγκλημάτων μπορεί να διαφέρουν στο εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, δεν επιδιώκεται η εναρμόνιση των ορισμών των φορολογικών εγκλημάτων στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.
(7)Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όσον αφορά την περιουσία που προέρχεται από αδικήματα που επηρεάζουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, καθώς η περίπτωση αυτή διέπεται από ειδικούς κανόνες, όπως αυτοί προβλέπονται στην οδηγία 2017/XX/ΕΕ 36 . Σύμφωνα με το άρθρο 325 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων.
(8)Όταν η δραστηριότητα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν περιορίζεται στην απλή κατοχή ή χρήση, αλλά περιλαμβάνει και τη μεταφορά ή την απόκρυψη και συγκάλυψη περιουσιακών στοιχείων μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και έχει ως αποτέλεσμα την επέλευση επιπλέον ζημίας, πέρα από αυτή που προκλήθηκε ήδη από το κύριο αδίκημα, όπως η προσβολή της ακεραιότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η εν λόγω δραστηριότητα θα πρέπει να τιμωρείται ξεχωριστά. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, επομένως, να διασφαλίζουν ότι τέτοιες πράξεις τιμωρούνται και όταν διαπράττονται από τον δράστη της εγκληματικής δραστηριότητας από την οποία προήλθε η περιουσία (η λεγόμενη αυτονομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες).
(9)Προκειμένου η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες να αποτελέσει αποτελεσματικό μέσο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, δεν θα πρέπει να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός όλων των λεπτομερειών του αδικήματος από το οποίο προήλθε η περιουσία, ούτε να απαιτείται προηγούμενη ή παράλληλη καταδίκη για το εν λόγω αδίκημα. Η δίωξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα πρέπει επίσης να μην εμποδίζεται απλώς και μόνο από το γεγονός ότι το κύριο αδίκημα διαπράχθηκε σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εφόσον αποτελεί ποινικό αδίκημα στο εν λόγω κράτος μέλος ή την τρίτη χώρα. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ως προϋπόθεση το κύριο αδίκημα να αποτελούσε αδίκημα στην εθνική τους νομοθεσία, αν είχε διαπραχθεί εκεί.
(10)Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην ποινικοποίηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όταν αυτή διαπράττεται σκόπιμα. Η πρόθεση τέλεσης και η σχετική γνώση μπορούν να συνάγονται από αντικειμενικά, πραγματικά περιστατικά. Καθώς η παρούσα οδηγία προβλέπει ελάχιστους κανόνες, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν ή να διατηρούν αυστηρότερη ποινική νομοθεσία όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Τα κράτη μέλη μπορούν, για παράδειγμα, να προβλέπουν ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες συνιστά ποινικό αδίκημα, εφόσον γίνεται από ελαφρά ή βαρεία αμέλεια.
(11)Προκειμένου να αποτρέπεται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε όλη την Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν ελάχιστα είδη και επίπεδα κυρώσεων για τις περιπτώσεις διάπραξης των ποινικών αδικημάτων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Στην περίπτωση που το αδίκημα διαπράττεται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια της απόφασης-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου 37 ή ο δράστης έχει καταχραστεί την επαγγελματική του θέση προκειμένου να καταστεί δυνατή η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν επιβαρυντικές περιστάσεις σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες που προβλέπονται στις έννομες τάξεις τους.
(12)Δεδομένης της κινητικότητας των δραστών και των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και των σύνθετων διασυνοριακών ερευνών που απαιτούνται για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους προκειμένου να δοθεί στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα διερεύνησης και δίωξης τέτοιων δραστηριοτήτων. Θα πρέπει επομένως τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι η δικαιοδοσία τους καλύπτει περιπτώσεις που ένα αδίκημα διαπράττεται μέσω της τεχνολογίας της πληροφορίας και των επικοινωνιών από το έδαφός τους, ακόμη και αν η τεχνολογία αυτή δεν βρίσκεται στο έδαφός τους.
(13)Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αντικαταστήσει ορισμένες διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2001/500/ΔΕΥ 38 στα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την οδηγία αυτή.
(14)Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή να υπόκειται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις σε όλα τα κράτη μέλη, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και κατά συνέπεια, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της παρούσας οδηγίας, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου.
(14)[Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία κοινοποίησαν την επιθυμία τους να μετάσχουν στην έκδοση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
(15)ΚΑΙ/Ή
(16)Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν συμμετέχουν στην έκδοση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύονται από αυτήν ούτε υπόκεινται στην εφαρμογή της.]
(17)Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου (αριθ. 22) για τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. Η απόφαση πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ 39 εξακολουθεί να έχει δεσμευτική ισχύ και να ισχύει στη Δανία.
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής
1. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όσον αφορά περιουσία που προέρχεται από αδικήματα που επηρεάζουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, καθώς η περίπτωση αυτή διέπεται από ειδικούς κανόνες, όπως αυτοί προβλέπονται στην οδηγία 2017/XX/ΕΕ.
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(1) «εγκληματική δραστηριότητα»: κάθε είδους εγκληματική ανάμειξη στη διάπραξη των ακόλουθων εγκλημάτων:
α)συμμετοχή σε οργανωμένες εγκληματικές ομάδες και παροχή «προστασίας» έναντι χρημάτων, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ·
β)τρομοκρατία, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2017/XX/ΕΕ 40 ·
γ)εμπορία ανθρώπων και παράνομη διακίνηση μεταναστών, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2011/36/ΕΕ 41 και την απόφαση-πλαίσιο 2002/946/ΔΕΥ 42 ·
δ)σεξουαλική κακοποίηση, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2011/93/ΕΕ 43 ·
ε)παράνομη διακίνηση ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου 44 ·
στ)παράνομη εμπορία και διακίνηση όπλων·
ζ)παράνομη εμπορία προϊόντων κλοπής και άλλων αγαθών·
η)διαφθορά και δωροδοκία, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στη Σύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης 45 και στην απόφαση-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου 46 ·
θ)απάτη, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου 47 ·
ι)παραχάραξη και κιβδηλεία, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2014/62/ΕΕ 48 ·
ια)παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων·
ιβ)περιβαλλοντικό έγκλημα, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2008/99/ΕΚ 49 ή την οδηγία 2009/123/ΕΚ 50 ·
ιγ)ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαριά σωματική βλάβη·
ιδ)απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και ομηρία·
ιε)ληστεία ή κλοπή·
ιστ)παράνομη διακίνηση (συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που αφορούν τους δασμούς και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και άλλους φόρους)·
ιζ)εκβίαση·
ιη)πλαστογραφία·
ιθ)πειρατεία·
κ)πράξεις προσώπου που είναι κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών και χειραγώγηση της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2014/57/ΕΕ 51 ·
κα)ηλεκτρονικό έγκλημα, συμπεριλαμβανομένων των αδικημάτων που καθορίζονται στην οδηγία 2013/40/ΕΕ 52 ·
κβ)όλα τα αδικήματα, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με άμεσους και έμμεσους φόρους φορολογικών εγκλημάτων, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών, που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή ένταλμα προσωρινής κράτησης μέγιστης διάρκειας άνω του ενός έτους ή, όσον αφορά τα κράτη μέλη που έχουν ελάχιστο όριο για τα αδικήματα στην έννομη τάξη τους, όλων των αδικημάτων που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή ένταλμα προσωρινής κράτησης ελάχιστης διάρκειας τουλάχιστον άνω των έξι μηνών·
(1)«περιουσία»: τα περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία με οποιαδήποτε μορφή, συμπεριλαμβανόμενης της ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων·
(2)«νομικό πρόσωπο»: οποιαδήποτε οντότητα έχει νομική προσωπικότητα σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία, εξαιρουμένων των κρατών ή των δημόσιων οργανισμών που ασκούν κρατική εξουσία και των δημόσιων διεθνών οργανισμών.
Άρθρο 3
Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες
1.Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η ακόλουθη συμπεριφορά συνιστά ποινικό αδίκημα όταν διαπράττεται σκόπιμα:
α)η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες της δραστηριότητάς του·
β)η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο στον οποίο αυτή ευρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή εκ σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα·
γ)η απόκτηση, η κατοχή ή η χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα.
2.Προκειμένου να είναι αξιόποινη μια πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει:
α)προηγούμενη ή παράλληλη καταδίκη για την εγκληματική δραστηριότητα από την οποία προήλθε η περιουσία·
β)η ταυτότητα του δράστη της εγκληματικής δραστηριότητας από την οποία προήλθε η περιουσία ή άλλες περιστάσεις που αφορούν την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα·
γ)κατά πόσο η εγκληματική δραστηριότητα από την οποία προήλθε η περιουσία διεξήχθη στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή στο έδαφος τρίτης χώρας, όταν η σχετική πράξη συνιστά ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας όπου διαπράχθηκε η πράξη και θα συνιστούσε ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο του κράτους μέλους που εφαρμόζει το παρόν άρθρο, εφόσον η πράξη είχε διαπραχθεί στο έδαφός του.
3.Τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) εφαρμόζονται επίσης σε πρόσωπα που έχουν διαπράξει ή συμμετάσχει στην εγκληματική δραστηριότητα από την οποία προήλθε η περιουσία.
Άρθρο 4
Ηθική αυτουργία, υποβοήθηση και συνέργεια και απόπειρα
Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι η ηθική αυτουργία, η υποβοήθηση και η συνέργεια και η απόπειρα διάπραξης αδικήματος που αναφέρεται στο άρθρο 3 τιμωρείται.
Άρθρο 5
Ποινές εις βάρος φυσικών προσώπων
1.Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι οι πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις.
2.Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή, το ανώτατο όριο της οποίας ανέρχεται σε τουλάχιστον τέσσερα έτη, τουλάχιστον στις σοβαρές περιπτώσεις.
Άρθρο 6
Επιβαρυντικές περιστάσεις
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι παρακάτω περιστάσεις θεωρούνται επιβαρυντικές περιστάσεις σε σχέση με τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 όταν:
α)το αδίκημα διαπράχθηκε στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια της απόφασης-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ 53 · ή
β)ο δράστης έχει συμβατική σχέση και ευθύνη απέναντι σε υπόχρεη οντότητα ή είναι υπόχρεη οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2015/849/ΕΕ και έχει διαπράξει το αδίκημα κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας.
Άρθρο 7
Ευθύνη νομικών προσώπων
1.Κάθε κράτος εξασφαλίζει ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υπέχουν ευθύνη για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, όταν αυτά τελούνται προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και κατέχει διευθυντική θέση εντός του νομικού προσώπου βασιζόμενη σε:
α)εξουσία εκπροσώπησης του νομικού προσώπου·
β)εξουσία λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου· ή
γ)εξουσία άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.
2.Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υπέχουν ευθύνη και στις περιπτώσεις όπου η απουσία εποπτείας ή ελέγχου από πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατέστησε δυνατή τη διάπραξη αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 προς όφελος του συγκεκριμένου νομικού προσώπου από πρόσωπο που ενεργεί υπό τη δικαιοδοσία του.
3.Η ευθύνη των νομικών προσώπων δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 δεν αποκλείει την ποινική δίωξη φυσικών προσώπων που είναι αυτουργοί ή ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί στη διάπραξη αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 4.
Άρθρο 8
Κυρώσεις για νομικά πρόσωπα
Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι το νομικό πρόσωπο το οποίο υπέχει ευθύνη για αδικήματα βάσει του άρθρου 6 υπόκειται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, και, ενδεχομένως, άλλες κυρώσεις, όπως:
(1)αποκλεισμός του εν λόγω νομικού προσώπου από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις·
(2)προσωρινή ή οριστική απαγόρευση της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας από το εν λόγω νομικό πρόσωπο·
(3)θέση του εν λόγω νομικού προσώπου υπό δικαστική εποπτεία·
(4)δικαστική εκκαθάριση·
(5)προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος.
Άρθρο 9
Δικαιοδοσία
1.Κάθε κράτος μέλος θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του ως προς τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 εάν:
α)το αδίκημα διαπράττεται, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, στο έδαφός του·
β)ο δράστης είναι υπήκοός του.
2.Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την απόφασή του να θεμελιώσει περαιτέρω δικαιοδοσία για τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 τα οποία έχουν διαπραχθεί εκτός του εδάφους του, όταν:
α)ο δράστης έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφός του·
β)το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου στο έδαφός του.
Άρθρο 10
Ερευνητικά μέσα
Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι βρίσκονται στη διάθεση των προσώπων, μονάδων ή υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, αποτελεσματικά ερευνητικά μέσα, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται κατά του οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων σοβαρών εγκλημάτων.
Άρθρο 11
Αντικατάσταση ορισμένων διατάξεων της απόφασης-πλαισίου 2001/500/ΔΕΥ
1.Η παρούσα οδηγία αντικαθιστά το άρθρο 1 στοιχείο β) και το άρθρο 2 της απόφασης-πλαισίου 2001/500/ΔΕΥ όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών ως προς την ημερομηνία μεταφοράς της εν λόγω απόφασης-πλαισίου στο εθνικό δίκαιο.
2.Για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία, οι παραπομπές στην απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία.
Άρθρο 12
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1.Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως την [24 μήνες από την ημερομηνία έκδοσης]. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.
2.Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 13
Υποβολή εκθέσεων
Η Επιτροπή υποβάλλει, έως την [24 μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας], έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στην οποία αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 14
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 15
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.
Βρυξέλλες,
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος