Με το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στην βουλή «ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» προβλέπονται διατάξεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, και διατάξεις που προβλέπουν κυρώσεις προς τις επιχειρήσεις για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας.
Αναλυτικά
α) Προβλέπεται η υποχρεωτική επίδειξη αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου αποδεικτικού της ταυτοπροσωπίας εγγράφου, από τους ευρισκόμενους στο χώρο εργασίας, εφόσον αυτό τους ζητηθεί κατά την διάρκεια ελέγχου από επιθεωρητές εργασίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ). Οι προβλεπόμενες κυρώσεις για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλονται (πέραν του εργοδότη που ισχύει) και σε οποιονδήποτε τρίτο αρνείται την είσοδο και πρόσβαση ή την παροχή στοιχείων ή πληροφοριών κ.λπ κατά τη διάρκεια ελέγχου.
Η προτεινόμενη διάταξη αντιμετωπίζει τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων από τους Επιθεωρητές του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και, συγκεκριμένα, κατά τη διαδικασία εξακρίβωσης των στοιχείων των ελεγχόμενων. Ειδικότερα, οι Επιθεωρητές εργασίας δεν είναι σε θέση να εξακριβώσουν αν πράγματι τα πρόσωπα που εμφανίζονται ως εργαζόμενοι της επιχείρησης ταυτίζονται με εκείνα που αναγράφονται στο σχετικό πίνακα προσωπικού, καθώς ενδέχεται οι ευρισκόμενοι στο χώρο εργασίας να δηλώνουν φευδώς ότι εργάζονται στη συγκεκριμένη επιχείρηση.
Άρθρο 33
Τροποποιήσεις του άρθρου 2 του ν. 3996/2011
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3996/2011 (Α’ 170), έργο του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) είναι, μεταξύ άλλων, η επίβλεψη και ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, ο έλεγχος της ασφαλιστικής κάλυψης των εργαζομένων και η καταστολή της παράνομης απασχόλησης των εργαζομένων.
Κατά την εκτέλεση του έργου του, το ΣΕΠΕ είναι αρμόδιο, μεταξύ άλλων, να επιθεωρεί και να ελέγχει τους χώρους εργασίας με κάθε πρόσφορο μέσο, να προβαίνει σε κάθε είδους αναγκαία εξέταση και έλεγχο σε όλες τις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα και γενικότερα σε κάθε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο εργασίας ή εκμετάλλευσης ή χώρο όπου πιθανολογείται ότι απασχολούνται εργαζόμενοι και να επιβλέπει την τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας της σχετικής με την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων, την αδήλωτη εργασία και την παράνομη απασχόληση, να ερευνά οποιαδήποτε ώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας τους χώρους εργασίας, όταν το κρίνει αναγκαίο, χωρίς προειδοποίηση του εργοδότη, και να έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε από τα βιβλία, μητρώα, έγγραφα, αρχεία και κάθε άλλου είδους στοιχείο που τηρούνται από την επιχείρηση, να λαμβάνει αντίγραφα, καθώς και να έχει πρόσβαση στη δομή της παραγωγικής διαδικασίας.
Με σκοπό την αποτελεσματική εκτέλεση της θεσμικής αποστολής του ΣΕΠΕ, τη διευκόλυνση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων του και την αποφυγή καταχρηστικών συμπεριφορών από τους ελεγχόμενους, είναι απαραίτητο, κατά τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου, οι Επιθεωρητές Εργασίας, εκτός των στοιχείων που τηρούνται από την επιχείρηση και στα οποία έχουν ήδη, υπό το ισχύον καθεστώς, ελεύθερη πρόσβαση, να μπορούν να ζητούν την επίδειξη της αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου σχετικού αποδεικτικού της ταυτοπροσωπίας εγγράφου για την εξακρίβωση των στοιχείων των παρισταμένων, την ακριβή καταγραφή των πραγματικών περιστατικών και την αποτελεσματική διενέργεια του ελέγχου.
Εξάλλου, το πλέον απαραίτητο στοιχείο για τη διαπίστωση της τήρησης των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και της νομιμότητας της απασχόλησης (ασφαλιστική κάλυψη, άδεια εργασίας κλπ.) είναι η εξακρίβωση των στοιχείων όσων εντοπίζονται κατά τον έλεγχο να εργάζονται ή όσων πιθανολογείται ότι εργάζονται, έστω κι αν οι ίδιοι ή τρίτοι (εργοδότης, νόμιμος εκπρόσωπος κλπ.) το αμφισβητούν.
Με τη ρύθμιση λοιπόν του άρθρου 33 καθιερώνεται η υποχρέωση όσων βρίσκονται στο χώρο εργασίας κατά τη διάρκεια ελέγχου από όργανα του ΣΕΠΕ να επιδεικνύουν την αστυνομική τους ταυτότητα ή άλλο αποδεικτικό της ταυτοπροσωπίας έγγραφο, εφόσον τους ζητηθεί από τους διενεργούντες τον έλεγχο Επιθεωρητές εργασίας. Επιπλέον, προβλέπεται ότι, πέραν του εργοδότη, επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις και σεοποιοδήποτε τρίτο αρνείται την είσοδο και πρόσβαση ή την παροχή στοιχείων ή πληροφοριών ή παρέχει ανακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία.
Τροποποιήσεις του άρθρου 2 του ν. 3996/2011
1. Στο τέλος της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3996/2011 (Α’ 170) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Ειδικά κατά τη διενέργεια ελέγχου, σύμφωνα με τις υποπερ. αα, ββ, γγ και δδ, οι ευρισκόμενοι στο χώρο εργασίας υποχρεούνται να επιδεικνύουν την αστυνομική τους ταυτότητα ή άλλο αποδεικτικό της ταυτοπροσωπίας έγγραφο, εφόσον τους ζητηθεί από τους διενεργούντες τον έλεγχο Επιθεωρητές Εργασίας. Στον εργοδότη που αρνείται την κατά τα προηγούμενα εδάφια είσοδο και πρόσβαση ή την παροχή των ως άνω στοιχείων ή πληροφοριών ή παρέχει ανακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της υποπαρ. ΙΑ του άρθρου 24.»
2. Το τελευταίο εδάφιο της περ. δ’ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«Στον εργοδότη ή οποιοδήποτε τρίτο αρνείται την κατά τα προηγούμενα εδάφια είσοδο και πρόσβαση ή την παροχή στοιχείων ή πληροφοριών ή παρέχει ανακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις της υποπαρ. ΙΑ του άρθρου 24.»
β) Επανακαθορίζονται η διαδικασία και οι προϋποθέσεις προσωρινής ή οριστικής διακοπής της λειτουργίας μιας επιχείρησης, ή εκμετάλλευσης ή τμήματός της ή στοιχείου του εξοπλισμού της, όταν κριθεί από τους διενεργούντες τον έλεγχο επιθεωρητές του ΣΕΠΕ ότι υπάρχουν παραβάσεις που εγκυμονούν άμεσο ή σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζόμενων.
Τροποποίηση του άρθρου 23 του ν. 3996/2011
Το φαινόμενο των εργατικών ατυχημάτων λόγω των παραβάσεων της νομοθεσίας για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων είναι συχνό στη χώρα μας.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση λαμβάνονται συγκεκριμένα προληπτικά μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.
Ειδικότερα εισάγονται ορισμένες προσθήκες στην περ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 23 του ν. 3996/2011, με σκοπό την αποτελεσματική προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων,καθώς και την πρακτική εφαρμογή των σχετικών κυρώσεων.
Μεταξύ άλλων, προστίθενται η εκμετάλλευση και το στοιχείο εξοπλισμού της επιχείρησης ή εγκατάστασης ως αντικείμενα προσωρινής διακοπής λειτουργίας.
Κατ’ αυτό τον τρόπο διευκολύνεται το έργο των ελεγκτικών οργάνων και καθίσταται δυνατή η επιβολή κυρώσεων που προστατεύουν την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων με στοχευμένο τρόπο.Παράλληλα, προστίθεται ο παράγοντας της σοβαρότητας του κινδύνου, διαζευκτικά με την αμεσότητα, ως λόγος προσωρινής διακοπής λειτουργίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο διαπιστωθείς ως σοβαρός κίνδυνος ενδέχεται να καταστεί άμεσος πριν από τη διενέργεια νέου ελέγχου.
Επιπρόσθετα, προβλέπεται ότι η κύρωση της προσωρινής διακοπής λειτουργίας διαρκεί μέχρι την πλήρη συμμόρφωση του εργοδότη και την άρση των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν.
Η συγκεκριμένη προσθήκη κρίνεται αναγκαία, καθώς η επαναλειτουργία της επιχείρησης, χωρίς να έχει προηγουμένως αντιμετωπιστεί η ήδη διαπιστωθείσα παράβαση, εγκυμονεί τους ίδιους κινδύνους για τους οποίους επιβλήθηκε αρχικά η εν λόγω κύρωση.
Τροποποίηση του άρθρου 23 του ν. 3996/2011
Η περ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 23 του ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. α. Αν κρίνει ότι υπάρχουν παραβάσεις που εγκυμονούν άμεσο ή σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, διακόπτει προσωρινά τη λειτουργία της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματός της ή στοιχείου του εξοπλισμού της, για χρονικό διάστημα μέχρι της πλήρους συμμόρφωσης του εργοδότη και της άρσης των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν. Αν η επιχείρηση, μετά την προσωρινή διακοπή ή την επιβολή άλλων διοικητικών κυρώσεων, εξακολουθεί να παραβαίνει συστηματικά τις διατάξεις της νομοθεσίας με άμεσο ή σοβαρό κίνδυνο για τους εργαζόμενους εισηγείται στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης την οριστική διακοπή της λειτουργίας της.»
γ) Ορίζονται, στο πλαίσιο των διοικητικών κυρώσεων για παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας, οι περιπτώσεις για τις οποίες επιβάλλεται προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, η διάρκεια αυτής και τα όργανα που την επιβάλλουν και την εκτελούν.
Τροποποίηση του άρθρου 24 του ν. 3996/2011
Ο συνδυασμός διοικητικών προστίμων και διακοπής λειτουργίας της επιχείρησης οικοδομεί ένα ολοκληρωμένο πλέγμα για την αποφυγή επαναλαμβανόμενων παραβάσεων, μεταξύ των οποίων και αυτές για την αδήλωτη εργασία, ιδίως σε επιχειρήσεις που το μέτρο των οικονομικών κυρώσεων κρίνεται ανεπαρκές. Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα του μέτρου της διακοπής λειτουργίας της επιχείρησης, κρίνεται απαραίτητη η θεσμοθέτηση ενός σαφώς καθορισμένου και διαβαθμισμένου πλαισίου για την επιβολή της εν λόγω κύρωσης.
Κατ’ αυτόν το τρόπο διευκολύνεται το έργο των Επιθεωρητών Εργασίας, οι οποίοι θα μπορούν πλέον να λειτουργούν βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, ενώ αποφεύγονται οι καταχρηστικές υμπεριφορές με επιβολή κυρώσεων που δεν αντιστοιχούν στη βαρύτητα της παράβασης.
Τα ειδικότερα κριτήρια που τίθενται με την προτεινόμενη διάταξη στηρίζονται, αφενός, στη σοβαρότητα της παράβασης και, αφετέρου, στην εξέταση της συμπεριφοράς του εργοδότη εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, προκειμένου να αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της υποτροπής.
Παράλληλα, με τη θεσμοθέτηση συγκεκριμένου και αναλογικού πλαισίου για την επιβολή της εν λόγω κύρωσης, εξυπηρετείται η ασφάλεια δικαίου και η γενική και ειδική πρόληψη, καθώς οι εργοδότες γνωρίζουν επακριβώς και εκ των προτέρων ποιες παραβάσεις επισύρουν την κύρωση της προσωρινής διακοπής λειτουργίας.Ιδιαίτερη σημασία έχει η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της προτεινόμενης ρύθμισης, που ορίζει ότι ο χρόνος της προσωρινής ή οριστικής διακοπής λογίζεται ως κανονικός χρόνος εργασίας ως προς όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων
Τροποποίηση του άρθρου 24 του ν. 3996/2011
–
Η υποπαρ. 1Β του άρθρου 24 του ν. 3996/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«Β. α. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα μέχρι τριών (3) ημερών, εφόσον επιβληθούν σε βάρος του εργοδότη τρεις (3) πράξεις επιβολής προστίμου για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας που χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με την ΥΑ 2063/Δ1632/2011 (Β’ 266), ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας, μέσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών.
β. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) μέχρι πέντε (5) ημερών, εφόσον επιβληθούν σε βάρος του εργοδότη τέσσερις (4) ή περισσότερες πράξεις επιβολής προστίμου για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας που χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με την ΥΑ 2063/Δ1632/2011, ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας, μέσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών.
γ. Προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης για χρονικό διάστημα μέχρι τριών (3) ημερών, εφόσον επιβληθούν σε βάρος του εργοδότη δύο (2) ή περισσότερες πράξεις επιβολής προστίμου για αδήλωτη εργασία, μέσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών.
Οι κυρώσεις των περ. α’ έως γ’ επιβάλλονται με αιτιολογημένη πράξη του Ειδικού Επιθεωρητή ή με αιτιολογημένη πράξη του Διευθυντή της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του ΣΕΠΕ, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου Επιθεωρητή Εργασίας.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Διευθυντή της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του ΣΕΠΕ, μπορεί να επιβληθεί στον εργοδότη προσωρινή διακοπή για διάστημα μεγαλύτερο από πέντε (5) ημέρες ή και οριστική διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.
Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 23, δεν απαιτείται πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων.
Η διακοπή επιβάλλεται από τον Ειδικό Επιθεωρητή ή τον αρμόδιο Επιθεωρητή Εργασίας που διενεργεί τον έλεγχο, ύστερα από αιτιολογημένη καταγραφή στο δελτίο ελέγχου των παραβάσεων, που κατά την κρίση τους συνιστούν άμεσο ή σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων.
Η εκτέλεση της διοικητικής κύρωσης της προσωρινής ή οριστικής διακοπής γίνεται από την αρμόδια αστυνομική αρχή.
Ο χρόνος προσωρινής ή οριστικής διακοπής λογίζεται ως κανονικός χρόνος εργασίας ως προς όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων.»
δ) Οι ποινές του άρθρου 28 του νόμου 3996/2011 επιβάλλονται και στους εργοδότες που παραβιάζουν την πράξη ή την απόφαση περί προσωρινής ή οριστικής διακοπής, που έχει επιβληθεί κατά τα ανωτέρω.
Τροποποίηση του άρθρου 28 του ν. 3996/2011
Το μέτρο της προσωρινής ή οριστικής διακοπής λειτουργίας επιχείρησης επιβάλλεται για εξαιρετικά σοβαρές ή/και επαναλαμβανόμενες παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας, όπως για παράδειγμα παραβάσεις που εγκυμονούν άμεσο κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων.
Ωστόσο, απαντάται συχνά το φαινόμενο παραβίασης των ανωτέρω αποφάσεων και, κατά συνέπεια, κρίνεται αναγκαία, σε πλαίσιο προληπτικό αλλά και κατασταλτικό, η διασφάλιση της τήρησης από πλευράς του εργοδότη των όρων της κύρωσης.
Προς το σκοπό αυτό, με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπονται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης της απόφασης περί διακοπής λειτουργίας της επιχείρησης, κατά τρόπο ανάλογο προς τις ήδηισχύουσες της παρ. 1 του αυτού άρθρου, προκειμένου να υπάρξουν επαρκή αντικίνητρα των εν λόγω παραβατικών συμπεριφορών.
Η προτεινόμενη ρύθμιση δεν εξυπηρετεί μόνο σκοπούς γενικής και ειδικής πρόληψης, αλλά, παράλληλα, επιδιώκει την προστασία αγαθών γενικότερου συμφέροντος, όπως για παράδειγμα της δημόσιας υγείας και ασφάλειας.
Τροποποίηση του άρθρου 28 του ν. 3996/2011
Στην παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 3996/2011 προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και ο εργοδότης που παραβιάζει την πράξη ή την απόφαση περί προσωρινής ή οριστικής διακοπής λειτουργίας της συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή στοιχείου του εξοπλισμού της, που του έχει επιβληθεί ως διοικητική κύρωση για παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας.»
ε) Ορίζεται ο τρόπος και το όργανο επιβολής των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στην περίπτωση μη αναγραφής εργαζόμενου στον ισχύοντα πίνακα προσωπικού, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 2874/2000.
Τροποποίηση του άρθρου 15 του ν. 4144/2013
Στο πλαίσιο καταπολέμησης του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής, επιχειρείται, με την προτεινόμενη διάταξη, η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του έργου και ο συντονισμός των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων του ΣΕΠΕ και της Υπηρεσίας Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (ΥΠΟΑΔΗΕ).
Ειδικότερα, για τη διασφάλιση της εύρυθμης, συντονισμένης και αποτελεσματικής λειτουργίας του ανατεθειμένου στις προαναφερόμενες ελεγκτικές υπηρεσίες έργου και προκειμένου να αποφευχθούν αλληλοεπικαλύψεις μεταξύ τους, θεσμοθετείται η δυνατότητα επιβολής προστίμου από τον Προϊστάμενο της κατά τόπον αρμόδιας Υπηρεσίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, σε περίπτωση διαβίβασης έκθεσηςελέγχου του αρμόδιου ελεγκτικού οργάνου της ΥΠΟΑΔΗΕ, με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση της υποχρέωσης αναγραφής εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού, δίχως την ανάγκη διενέργειας δεύτερου επιτόπιου ελέγχου από τα αρμόδια όργανα του ΣΕΠΕ.
Τροποποίηση του άρθρου 15 του ν. 4144/2013
Στην παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 4144/2013 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:
«Αν από τη σχετική έκθεση διαπιστώνεται η μη αναγραφή εργαζομένου στον ισχύοντα πίνακα προσωπικού, σύμφωνα με το Άρθρο 16 του ν. 2874/2000 (Α’ 286), επιβάλλονται άνευ ετέρου από τον Προϊστάμενο του κατά τόπο αρμόδιου Τμήματος Επιθεώρησης Ερνασιακών Σχέσεων του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 1 της 27397/122/19.8.2013 (Β’ 2062).»
στ) Αποκλείονται οι οικονομικοί κ.λπ., φορείς, από τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων εφόσον αυτοί έχουν διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα. Μεταξύ άλλων, στις εν λόγω συμβάσεις, πρέπει να περιλαμβάνεται ειδικός όρος για την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας περί υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, και πρόληψης επαγγελματικού κινδύνου, διαφορετικά η σύμβαση είναι άκυρη και απορρίπτεται η δαπάνη πληρωμής. Προβλέπεται ότι, η επιβολή για δεύτερη φορά κύρωσης από το ΣΕΠΕ για παραβάσεις που χαρακτηρίζονται ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας οδηγεί υποχρεωτικά σε έκπτωση του οικονομικού φορέα από τη σύμβαση ή το πρόγραμμα.
Αποκλεισμός από δημόσιες συμβάσεις και χρηματοδοτήσεις λόγω παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας.
Με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται ο αποκλεισμός οικονομικών φορέων από διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, υπηρεσιών και προμηθειών, καθώς και από προγράμματα χρηματοδότησης, ενισχύσεων ή επιδοτήσεων, σε περίπτωση διάπραξης σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος.
Με δεδομένη την έξαρση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας και των εν γένει παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας κρίνεται αναγκαίο να δοθούν επιπρόσθετα κίνητρα στους εργοδότες για τήρηση των υποχρεώσεων τους. Η πρόσβαση σε δημόσιο χρήμα για επιχειρήσεις που υποπίπτουν επανειλημμένα σε παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας δεν δίνει την πρέπουσα βαρύτητα στα ως άνω φαινόμενα και στις οικονομικές και κοινωνικές τους προεκτάσεις.
Σημειώνεται δε πως ήδη στο Άρθρο 73 του ν. 4412/2016 (Α’ 147) προβλέπονται αντίστοιχοι λόγοι αποκλεισμού, όπως η μη πληρωμή φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Για τον αποκλεισμό του οικονομικού φορέα λαμβάνεται υπόψη τόσο η σοβαρότητα της παράβασης όσο και ο αριθμός των παραβάσεων εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αποκλεισμός λαμβάνει χώρα βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και οι εργοδότες γνωρίζουν επακριβώς και εκ των προτέρων ποιες παραβάσεις επισύρουν την εν λόγω κύρωση. Επιπρόσθετα, με την προτεινόμενη διάταξη εξειδικεύεται η διαδικασία διαπίστωσης του επαγγελματικού παραπτώματος και αποκλεισμού του οικονομικού φορέα, με σκοπό τόσο οι αναθέτουσες αρχές και οι φορείς διαχείρισης όσο και οι ενδιαφερόμενοι να έχουν πλήρη γνώση των απαραίτητων ενεργειών και να μην προκληθεί αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη σύναψη συμβάσεων και την έγκριση προγραμμάτων.
Αποκλεισμός από δημόσιες συμβάσεις και χρηματοδοτήσεις λόγω παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας
1. Οι αναθέτουσες αρχές αποκλείουν έναν οικονομικό φορέα από τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, υπηρεσιών και προμηθειών,εφόσον ο φορέας έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα. Την ίδια υποχρέωση υπέχουν και οι φορείς διαχείρισης προγραμμάτων χρηματοδότησης, ενισχύσεων ή επιδοτήσεων σε περίπτωση αίτησης συμμετοχής ενός οικονομικού φορέα στο πρόγραμμα.
2. Ως σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα νοείται η επιβολή σε βάρος του οικονομικού φορέα, μέσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών πριν από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής δήλωσης συμμετοχής στην εκάστοτε διαδικασία, τριών (3) πράξεων επιβολής προστίμου από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας που χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με την ΥΑ 2063/Δ1632/2011 (Β’ 266), ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας ή δύο (2) πράξεων επιβολής προστίμου που αφορούν την αδήλωτη εργασία.
3. Κατά την υποβολή αιτήσεων συμμετοχής σε προγράμματα ή κατά την υποβολή προσφορών στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν στις αναθέτουσες αρχές ή τους φορείς διαχείρισης, κατά περίπτωση, είτε το Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Σύμβασης είτε υπεύθυνη δήλωση, στην οποία δηλώνουν ότι δεν έχουν διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, όπως αυτό ορίζεται στην παρ. 2.
4. Στη σύμβαση που συνάπτει η εκάστοτε δημόσια αρχή με κάθε αντισυμβαλλόμενο περιλαμβάνεται ειδικός όρος για την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας περί υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και πρόληψης του επαγγελματικού κινδύνου. Όταν δεν αναγράφονται τα ανωτέρω στοιχεία και όροι, η σύμβαση είναι άκυρη και απορρίπτεται η δαπάνη πληρωμής.
5. Η αναθέτουσα αρχή ή ο φορέας διαχείρισης υποχρεούται, αμέσως μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των προσφορών ή αιτήσεων συμμετοχής, αντιστοίχως, να υποβάλει γραπτό αίτημα προς τη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Συντονισμού της Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων για τη χορήγηση πιστοποιητικού, από το οποίο να προκύπτουν όλες οι πράξεις επιβολής προστίμου που έχουν εκδοθεί σε βάρος τουοικονομικού φορέα. Το πιστοποιητικό αποστέλλεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή του αιτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας, τεκμαίρεται ότι ο οικονομικός φορέας δεν έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, όπως αυτό ορίζεται στην παρ. 2.
6. Αν ο συμβαλλόμενος με την αναθέτουσα αρχή αναθέσει την εκτέλεση της σύμβασης ή μέρους αυτής σε τρίτο, ο τελευταίος πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το συμβαλλόμενο με την αναθέτουσα αρχή και να υποβάλλει τα ίδια έννραφα με αυτόν.
7. Κατά την εκτέλεση της σύμβασης, όταν το ΣΕΠΕ διαπιστώνει παραβάσεις που χαρακτηρίζονται ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας, ενημερώνει εγγράφως την αναθέτουσα αρχή ή το φορέα διαχείρισης. Η επιβολή για δεύτερη φορά κύρωσης από το ΣΕΠΕ για τις ως άνω παραβάσεις οδηγεί υποχρεωτικά σε έκπτωση του οικονομικού φορέα από τη σύμβαση ή το πρόγραμμα.
8. Η παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 3996/2011 καταργείται και οι υπόλοιπες παράγραφοι του άρθρου αναριθμούνται αντίστοιχα.