Στην αρχαία Αθήνα ονομαστά ποινικά δικαστήρια ήταν η «Βουλή του Αρείου Πάγου», το «Παλλάδιο», το «Δελφίνιο», το «εν Φρεαττοί», το «επί Πρυτανείω» και η «Ηλιαία». Επί Δράκοντος, τους φόνους δίκαζαν οι πρυτάνεις, όμως ο Σόλων επανέφερε την αρμοδιότητα αυτή στον Άρειο Πάγο. Την πολιτική δικαιοσύνη απένεμαν οι κατά δήμο δικαστές, οι διαιτητές και οι ναυτοδίκες.
Η Ηλιαία ήταν το κυριότερο δικαστήριο του αρχαίου αθηναϊκού κράτους. Επρόκειτο για δικαστήριο ενόρκων, μέλη του οποίου μπορούσαν να γίνουν όλοι οι γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες άνω των 30 ετών, έπειτα από κλήρωση. Η βάση της νέας δημοκρατίας ήταν ο έλεγχος κάθε πολίτη από το σύνολο των πολιτών, όπως και του συνόλου, από τον ίδιο πολίτη. Το να μετέχει κάποιος στην Ηλιαία δεν προϋπέθετε κάποια ιδιαίτερη μόρφωση, όμως η τριβή με το νομοθετικό έργο είχε ως αποτέλεσμα μιαν αρκετά καλή γνώση των νόμων.
Ο Πλούταρχος, υπογραμμίζοντας τη σημασία του, αναφέρει ότι ο Σόλων άφησε ηθελημένα κενά στους νόμους, επιτρέποντας έτσι στους δικαστές να αποφασίζουν μόνοι τους για ορισμένα θέματα που έφταναν ενώπιον τους, και για τα οποία δεν υπήρχε ρύθμιση στη σολώνεια νομοθεσία. Με αυτόν τον τρόπο, αναφέρει ο Πλούταρχος, ο Σόλων κατέστησε τους δικαστές της Ηλιαίας «κυρίους των νόμων».
Η Ηλιαία αποτελούνταν από 6.000 δικαστές («Ηλιασταί»), οι οποίοι προέρχονταν από τις 10 Φυλές της Αθήνας (κάθε Φυλή συμμετείχε με 600 μέλη). 1000 ήταν αναπληρωματικοί. Το δικαστήριο δίκαζε σε τμήματα των 201, 301 κλπ. δικαστών. Η Ηλιαία συνεδρίαζε όλες τις εργάσιμες ημέρες εκτός από τις τρεις τελευταίες ημέρες κάθε μήνα και τις ημέρες λειτουργίας της Εκκλησίας του Δήμου. Σχεδόν ποτέ όμως δεν εργάσθηκαν και τα δέκα τμήματα της Ηλιαίας ταυτοχρόνως. Η απόδοση δικαιοσύνης από τον δήμο ενόχλησε πάρα πολύ τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι δυσφήμισαν με κάθε τρόπο το γεγονός αυτό, υπογραμμίζοντας -όχι σωστά- ότι τη δικαιοσύνη στην Αθήνα την απένεμαν οι θήτες.
Η Ηλιαία συνεδριάζει στην διάρκεια του έτους στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Μετά από επίδοση καταγγελίας πολίτη.
- Παραπομπή αρχόντων από την Βουλή και τις Επιτροπές.
- Παραπομπή Αρχόντων από την Εκκλησία του Δήμου σε κάθε επιχειροτονία.
- Έγκριση δια ψηφοφορίας των εγκεκριμένων από την Βουλή νέων Αρχόντων.
- Προσέλευση αρχόντων στο τέλος της θητείας για απαλλαγή
Ο ηγεμών του δικαστηρίου συγκέντρωνε τα παράπονα και τις υποθέσεις προς εκδίκαση και όριζε μέσω κλήρωσης από ποιο τμήμα και σε ποιο μέρος θα εκδικαζόταν η υπόθεση. Καθώς δεν υπήρχαν δικηγόροι, οι κατηγορούμενοι αναλάμβαναν οι ίδιοι την υπεράσπισή τους με τη βοήθεια ενός μόνο φίλου ή συγγενούς. Πολλές φορές, ανέθεταν τη συγγραφή ενός λόγου για την αγόρευσή τους σε έναν επαγγελματία λογογράφο (π.χ. Ισοκράτης, Λυσίας κ.ά.). Ο χρόνος των αγορεύσεων περιοριζόταν από ένα υδραυλικό χρονόμετρο, την κλεψύδρα. Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο κατηγορούμενος κρινόταν αθώος, καθώς θεωρούνταν ότι είχε «την ψήφο της Αθηνάς».
Οι δικαστές λάμβαναν ως αποζημίωση 2-3 οβολούς κατά δικάσιμη ημέρα.
Το αρχαίο Δικαστήριο της Ηλιαίας κι ο όρκος των Δικαστών της, ως αποτυπώθηκε στο δικανικό λόγο του Δημοσθένη «Κατά Τιμοκράτους»
Το δικαίωμα του πολίτη να καταφεύγει στην Ηλιαία για να αναζητήσει το δίκιο του θεσμοθετήθηκε από το Σόλωνα Με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και του Περικλή καθιερώθηκε ο θεσμός της λαϊκής ετυμηγορίας, όπου οι δικαστές ορίζονταν με κλήρωση.
Η Ηλιαία ήταν το κυριότερο δικαστήριο του αρχαίου Αθηναϊκού κράτους. Επρόκειτο για δικαστήριο ενόρκων, μέλη του οποίου μπορούσαν να γίνουν όλοι οι γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες άνω των 30 ετών, έπειτα από κλήρωση. Η βάση της δημοκρατίας ήταν ο έλεγχος κάθε πολίτη από το σύνολο των πολιτών, όπως και του συνόλου, από τον ίδιο πολίτη. Το να μετέχει κάποιος στην Ηλιαία δεν προϋπέθετε κάποια ιδιαίτερη μόρφωση, όμως η τριβή με το νομοθετικό έργο είχε ως αποτέλεσμα μιαν αρκετά καλή γνώση των νόμων.
Η Ηλιαία αποτελούνταν από 6.000 δικαστές (“Ηλιασταί“), οι οποίοι προέρχονταν από τις 10 Φυλές της Αθήνας (κάθε Φυλή συμμετείχε με 600 μέλη). 1000 ήταν αναπληρωματικοί. Το δικαστήριο δίκαζε σε τμήματα των 201, 301 κλπ. δικαστών. Η Ηλιαία συνεδρίαζε όλες τις εργάσιμες ημέρες εκτός από τις τρεις τελευταίες ημέρες κάθε μήνα και τις ημέρες λειτουργίας της Εκκλησίας του Δήμου. Σχεδόν ποτέ όμως δεν εργάσθηκαν και τα δέκα τμήματα της Ηλιαίας ταυτοχρόνως. Η απόδοση δικαιοσύνης από τον δήμο ενόχλησε πάρα πολύ τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι δυσφήμισαν με κάθε τρόπο το γεγονός αυτό, υπογραμμίζοντας -όχι σωστά- ότι τη δικαιοσύνη στην Αθήνα την απένεμαν οι θήτες.
Ο ηγεμών του δικαστηρίου συγκέντρωνε τα παράπονα και τις υποθέσεις προς εκδίκαση και όριζε μέσω κλήρωσης από ποιο τμήμα και σε ποιο μέρος θα εκδικαζόταν η υπόθεση. Καθώς δεν υπήρχαν Δικηγόροι, οι κατηγορούμενοι αναλάμβαναν οι ίδιοι την υπεράσπισή τους με τη βοήθεια ενός μόνο φίλου ή συγγενούς. Πολλές φορές, ανέθεταν τη συγγραφή ενός λόγου για την αγόρευσή τους σε έναν επαγγελματία λογογράφο (π.χ. Ισοκράτης, Λυσίας κ.ά.). Ο χρόνος των αγορεύσεων περιοριζόταν από ένα υδραυλικό χρονόμετρο, την κλεψύδρα. Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο κατηγορούμενος κρινόταν αθώος, καθώς θεωρούνταν ότι είχε “την ψήφο της Αθηνάς”.
Οι δικαστές λάμβαναν ως αποζημίωση 2-3 οβολούς κατά δικάσιμη ημέρα, τον τριώβολο, που τους επιδιδόταν κάθε βράδυ μετά το πέρας των δικών και προερχόταν από τα πρόστιμα που επέβαλαν. Αυτή η μικρή αμοιβή αποσκοπούσε στο να διευκολύνει τον μέσο πολίτη να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως δικαστής.
Διαδικασία
Υπήρχαν δύο είδη δικών:
α) οι ιδιωτικές υποθέσεις (δίκαι), που επίλυαν ατομικές διαφορές πολιτών, και παρίσταντο 200 Ηλιαστές σε κάθε μία, και
β) οι γραφαί, που οφείλουν τη δημιουργία του στον Σόλωνα και αφορούσαν κρατικές υποθέσεις, τις οποίες δίκαζαν 500 Ηλιαστές.
Κάθε δικαστήριο εξέταζε τέσσερις υποθέσεις κάθε μέρα.
Στο δικαστικό σύστημα, οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν εκτεταμένη χρήση της διαιτησίας, ιδιωτικής και δημόσιας. Από το τέλος του 5ου αιώνα, υπήρχε ένα τακτικό σώμα δημόσιων διαιτητών, οι οποίοι κληρώνονταν κάθε χρόνο ανάμεσα σε πολίτες εξήντα χρονών, όταν δηλαδή έληγε η υποχρέωσή τους για στρατιωτική υπηρεσία. Ο κατήγορος κλήτευε τον κατηγορούμενο με την παρουσία δύο μαρτύρων και κατέθετε το κατηγορητήριο στον αρμόδιο διαιτητή. Αν ο διαιτητής κατάφερνε να πείσει τους αντιδίκους να συμφωνήσουν, η υπόθεση έκλεινε. Αν δεν το κατάφερνε, διέτασσε προκαταρκτική ακρόαση (ανάκριση) ώστε να καταγραφούν τα τεκμήρια και έπειτα επικοινωνούσε με τους θεσμοθέτες για να ορίσουν τη δικάσιμο και τον αριθμό των δικαστών που θα ήταν παρόντες στη δίκη.
Στο δικαστήριο διαβάζονταν οι σχετικοί νόμοι από τον γραμματέα και έπειτα οι αντίδικοι είχαν ορισμένο χρόνο για να παρουσιάσουν τις θέσεις τους , που προσδιοριζόταν από την κλεψύδρα. Η κλεψύδρα είχε ποικίλα σχήματα που αντιστοιχούσαν σε διάφορα χρονικά διαστήματα. Σε μικρής σημασίας δίκες, το νερό που περιείχε ήταν όσο χωρούσε σε έναν αμφορέα. Σε σημαντικές υποθέσεις, όπως αυτή του Σωκράτη, ήταν δωδεκαπλάσιο (δώδεκα αμφορείς).
Οι αντίδικοι ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιάζουν την υπόθεσή τους οι ίδιοι, αλλά στην πράξη καθιερώθηκε η συνήθεια όσα έλεγαν να τους τα γράφει κάποιος επαγγελματίας, ο λογογράφος. Και οι δύο είχαν το δικαίωμα στη διάρκεια της αγόρευσής τους να κάνουν ερωτήσεις στον ενάγοντα ή στον εναγόμενο, στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να απαντήσουν.
Μετά από τις αγορεύσεις, κάθε δικαστής έπαιρνε δύο κέρματα, ένα ακέραιο και ένα τρυπημένο (ακέραιο κέρμα για τον πρώτο ομιλητή ή την αθωωτική απόφαση, τρυπημένο για τον δεύτερο ή για καταδικαστική). Υπήρχαν δύο κάλπες, μία χάλκινη για τις ψήφους προς καταμέτρηση και μία ξύλινη για τα λοιπά κέρματα. Σε περίπτωση που ο κατήγορος κέρδιζε την υπόθεση, η ποινή είτε αποφασιζόταν με βάση την ισχύουσα νομοθεσία (αγώνες ατίμητοι) είτε κατέθεταν τις προτάσεις τους οι διάδικοι και επέλεγαν οι δικαστές μία από τις δύο (αγώνες τιμητοί).
Σε περίπτωση ισοψηφίας η απόφαση ήταν αθωωτική, λόγω του ότι προσμετρούσαν υπέρ του κατηγορουμένου την ψήφο της θεάς Αθηνάς.
Για τα δημόσια εγκλήματα οι μεγαλύτερες ποινές ήταν ο θάνατος, η εξορία και η ατιμία (στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, κατόπιν φυλάκιση και πρόστιμο). Υπήρχε η συνήθεια την ημέρα της δίκης οι κατηγορούμενοι να φέρνουν στο δικαστήριο συγγενείς και φίλους για να παρακαλέσουν τους δικαστές. Έφερναν ακόμα και μικρά παιδιά για να προκαλέσουν τον οίκτο των δικαστών με τα κλάματά τους. Οι ενάγοντες και οι μάρτυρες ορκίζονταν στον Ποσειδώνα, τον Δία και τη Δήμητρα.
Η Ηλιαία ήταν ο υπέρτατος κριτής όλων των διαφορών στην Αθήνα. Εντούτοις, υπερίσχυε το νομοθετικό σώμα της Εκκλησίας του Δήμου έναντι του δικαστικού της Ηλιαίας. Αυτό γίνεται σαφές από το γεγονός, ότι μόνο για ένα μικρό μέρος των ψηφισμάτων του δήμου κατατίθετο αγωγή ως γραφή παράνομον, με αποτέλεσμα η νομιμότητά τους να παραπεμφθεί για εξέταση σε δικαστήριο.
Κάθε δικαστής έδινε τον Ηλιαστικό όρκο και εκπροσωπούσε όλους τους Αθηναίους πολίτες. Ως εκ τούτου, δεν κινδύνευε από διώξεις μετά το πέρας της θητείας τους που είχε διάρκεια ενός έτους. Το περιεχόμενο του όρκου διασώθηκε σε δικανικό λόγο του Δημοσθένη.
Ο Δημοσθένης ήταν ένας από τους επιφανέστερους ρήτορες της Αρχαίας Ελλάδας. Γεννήθηκε στο Δήμο Παιανίας (Λιόπεσι), γύρω στο 384 π.Χ. Έγραψε λόγους Πολιτικούς (Ολυνθιακούς), Πανηγυρικούς (Επιτάφιους) και Δικανικούς (ενώπιον Δικαστηρίων). Μεταξύ των δικανικών είναι και ο λόγος κατά Τιμοκράτους, τον οποίο έγραψε για λογαριασμό ενός Διοδώρου ο οποίος είχε μηνύσει τον Τιμοκράτη, που είχε προτείνει (ο Τιμοκράτης) ένα νόμο που ευνοούσε συγκεκριμένα πρόσωπα και έβλαπτε την Πόλη (οι φωτογραφικοί νόμοι δεν περνούσαν στην αρχαία Αθήνα, όπως σήμερα).
Η υπόθεση αυτή θα δικαζόταν ενώπιον ενός τμήματος της Ηλιαίας.
Ο όρκο που έδιναν οι δικαστές (Ηλιαστές), προφανώς για να τους καταστήσει πιο προσεκτικούς έχει ως ακολούθως:
<<Θα ψηφίζω σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του λαού της Αθήνας και της βουλής των πεντακοσίων.
Δεν θα ψηφίσω την εγκαθίδρυση τυραννίδας, ούτε ολιγαρχικού πολιτεύματος.
Αν κάποιος επιχειρεί να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας, αν προτείνει κάτι αντίθετο προς τη Δημοκρατία και το θέσει σε ψηφοφορία, δεν θα συμφωνήσω.
Δεν θα ψηφίσω την κατάργηση των ιδιωτικών χρεών, ούτε τον αναδασμό της γης και των σπιτιών των Αθηναίων.
Δεν θα επαναφέρω στην πατρίδα τους εξόριστους, ούτε τους καταδικασμένους σε θάνατο.
Δεν θα διώξω ο ίδιος από την πόλη κανέναν κάτοικο, παραβιάζοντας τους ισχύοντες νόμους και τα ψηφίσματα του Αθηναϊκού λαού και της βουλής, ούτε θα επιτρέψω σε άλλον να το κάνει.
Δεν θα επιτρέψω να αναλάβει κάποιος αξίωμα, προτού λογοδοτήσει για το προηγούμενο, είτε πρόκειται για έναν από τους εννέα άρχοντες, είτε για ιερομνήμονα , είτε πρόκειται για έναν από τους άρχοντες, που ορίζονται με κλήρο την ίδια μέρα που ορίζονται και οι εννέα άρχοντες, είτε για κήρυκα, πρεσβευτή, είτε για αντιπροσώπους σε συνέδριο.
Δεν θα δώσω δύο φορές το ίδιο αξίωμα στον ίδιο άνθρωπο, ούτε θα επιτρέψω να ασκήσει ο ίδιος άνθρωπος δύο αξιώματα μέσα στον ίδιο χρόνο.
Δεν θα δεχθώ δώρα, επειδή είμαι Ηλιαστής, ούτε εγώ, ούτε άλλος άνδρας ή γυναίκα, αντί για μένα, εν γνώσει μου, με κανένα πλάγιο μέσο ή τρόπο.
Δεν είμαι μικρότερος από τριάντα ετών. Θα ακούω με την ίδια προσοχή τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο και θα ψηφίζω μόνο για το ζήτημα, για το οποίο γίνεται η δίωξη.
Ο Ηλιαστής ας ορκισθεί στο Δία, τον Ποσειδώνα και τη Δήμητρα, να πέσουν πάνω του και πάνω στην οικογένειά του όλες οι συμφορές, αν παραβεί κάτι από τούτα, ενώ αν τηρήσει τον όρκο του, να έχει κάθε ευτυχία>>.