Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείο Κω με αγωγή κατά του Δήμου Λέρου και του Ελληνικού Δημοσίου, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, προσέφυγε η «Ιερά Βασιλική, Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστού Πάτμου».
Όπως εκθέτει στην αγωγή της η Ιερά Μονή η νησίδα «Λέβιθα» ή «Λέβεθα» βρίσκεται στη Δωδεκάνησο, στην περιοχή της νήσου Πάτμου σε απόσταση 16 ναυτικών μιλίων από αυτήν. Η νήσος Αμοργός και η νήσος Λέρος, σε απόσταση 21 και 20 ναυτικά μίλια αντίστοιχα, είναι άλλα πλησιέστερα νησιά με τη νησίδα «Λέβιθα» ή «Λέβεθα».
Η νησίδα «Λέβιθα» ή «Λέβεθα» έχει έκταση 9,121 τετραγωνικά χιλιόμετρα και η Iερά Βασιλική, Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και Ευαγγελιστού Πάτμου, ως έχουσα τη διάνοια κυρίας ασκεί αδιακόπως και αενάως πράξεις νομής και διακατοχής, δηλαδή διανοία κυρίας ασκεί φυσική εξουσίαση σε ολόκληρη την έκταση της παραπάνω νησίδας από το έτος 1088 έως σήμερα, δημόσια, ειρηνικά, αδιαμφισβήτητα και ανενόχλητα, αρχικά δια μονάσεως Μοναχών της Ιεράς Μονής και βοσκήσεως ποιμνίων της ίδιας της Μονής (1088 – 1813) και στη συνέχεια (1813 μέχρι σήμερα) δια εκμισθώσεως των εκτάσεων αυτής προς κατοίκους της νήσου Πάτμου προς βόσκηση αιγοπροβάτων και προς καλλιέργεια δημητριακών και ψυχανθών φυτών υδροδοτουμένων από πηγές της νησίδας, ανεγερθέντων επίσης και διατηρούμενων μέχρι σήμερα αφενός μεν Ναϊδρίου αφιερωμένου στην Παναγία και αφετέρου κτισμάτων μικρού οικισμού για τη διαμονή των κατοικούντων.
Την ακλόνητη πεποίθηση της ως άνω διανοία κυρίας επί της από το έτος 1088 μέχρι σήμερα διακατοχής και φυσικής εξουσιάσεως της ως άνω νησίδας από την Iερά Βασιλική, Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και Ευαγγελιστού Πάτμου, η Ιερά Μονή μαρύεται από την ως επανειλημμένως και υπό των εκάστοτε ανά τους αιώνες αρχών και λαού εκλήφθηκε απόδοση, αποδοχή και από την εν τοις πράγμασι συντελεσθείσα εκτέλεση δωρεάς που έγινε δια Χρυσόβουλου Λόγου.
Όπως τονίζει δια της από του έτους 1088 Δωρεάς που έγινε υπό τύπον Χρυσόβουλου Λόγου από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό με δωρεοδόχο τον ΄Οσιο Χριστόδουλο Λατρηνό, Κτήτορα της Μονής Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και Ευαγγελιστού Πάτμου, της οποίας δωρεάς αντικείμενο ήταν η Ιερά Νήσος της Πάτμου «μετά πάσης αυτής της περιοχής και διακρατήσεως», ήτοι κατά την παραπάνω έννοια και περιγραφή περιλαμβάνουσα και τη νησίδα «Λέβιθα» ή «Λέβεθα» διότι προ ακόμη της εκδόσεως του ανωτέρω Χρυσόβουλου Λόγου, η νησίδα αυτή πάντοτε ιστορικώς εθεωρείτο ότι ανήκει στην περιοχή και στη διακράτηση της Πάτμου και όχι άλλης νήσου.
Η σύμφωνα με τα ανωτέρω επικρατήσασα θεώρηση και γενική αντίληψη ότι η αιτία παραχωρήσεως της νησίδας ήταν ο ως άνω τίτλος δωρεάς του Χρυσόβουλου Λόγου του έτους 1088 του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού και ότι δυνάμει αυτού πραγματώθηκε ως γεγονός αναμφισβήτητο η περιέλευση της κατοχής και νομής και η εγκατάσταση επί της νησίδας της Iεράς Μονής υπό διάνοια και ακλόνητη πεποίθηση αποκλειστικής κυρίας έτι περαιτέρω ενισχύθηκε και κατά απόλυτο τρόπο και σε κάθε περίπτωση διασφαλίσθηκε από πράξεις των εν συνεχεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αρχών της οθωμανικής αυτοκρατορίας που κατέκτησε και τα Δωδεκάνησα.
Η Ιερά Μονή αναφέρεται συγκεκριμένα και σε περί παραχωρήσεως επιβεβαιωτικά οθωμανικά διατάγματα «φιρμάνια», όπως αυτού που διαλαμβάνεται στην υπ’αρ. 1/1878 απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου της Καϊμακαμίας Πάτμου αλλά και σε άλλα δημόσια έγγραφα, όπως από την υπ’αρ. 191/1876 πιστοποίηση του Δημογεροντικού Συμβουλίου Πάτμου.
Τονίζει περαιτέρω ότι εισέτι και επί της μεταγενέστερης περιόδου από του έτους 1813 και μέχρι σήμερα, διασώζονται επίσης σωρεία εγγράφων επί πράξεων εκμισθώσεως της νησίδας.
Εκθέτει παραπέρα ότι παρά την ως ανωτέρω απόλυτη και αναμφισβήτητη νομική και πραγματική κατάσταση, το Ελληνικό Δημόσιο μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με τον εθνικό κορμό, προφανώς θεωρώντας αυθαίρετα, απαραδέκτως ανιστόρητα και προδήλως εσφαλμένα ότι αφενός μεν η νησίδα «Λέβιθα» ή «Λέβεθα» δεν είχε ιδιοκτήτη και ότι αφετέρου η νησίδα αυτή ανήκε γενικώς στην Ιταλία ως προϋφιστάμενο κατακτητή των Δωδεκανήσων, την οποία Ιταλία σύμφωνα με τη παραπάνω Συνθήκη Ειρήνης διαδέχθηκε και επί της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, προέβη στην εξής αυθαίρετη ενέργεια:
Με τη διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 18 του Ν. 3800/1957 η ως άνω νησίδα δια νόμου μεταβιβάσθηκε από μη κύριο σε τρίτο και συγκεκριμένα από το Ελληνικό Δημόσιο προς τον Δήμο Λέρου.
Τονίζει ωστόσο ότι η ως άνω παραχώρηση ήταν και έμεινε εν τοις πράγμασι ανεφάρμοστη ως προερχόμενη από διάταξη που είναι «κενό γράμμα», δηλαδή παραχώρηση από φερόμενο δικαιοπάροχο-δωρητή μη έχοντα στο πρόσωπο του τις προϋποθέσεις μεταβίβασης και παράδοσης στον δωρεοδόχο της κυριότητας νομής και κατοχής, εξ ου άλλωστε και οι υφιστάμενες μισθώσεις της Ιεράς Μονής με τρίτους μισθωτές ουδέποτε διαταράχτηκαν και καμιά νομική και πραγματική μεταβολή εν τοις πράγμασι δεν μεταβλήθηκε, καθώς άλλωστε εξέλειπε και ο περιεχόμενος στην παραπάνω διάταξη ουσιώδης όρος και προϋπόθεση της αποκληθείσας αυθαιρέτως «δωρεάς», ο οποίος έπρεπε να συντρέχει στο πρόσωπο του δωρεοδόχου:
Οτι δηλαδή η νησίδα Λέβιθα βρισκόταν μέχρι τότε (1957) στη χρήση του Δήμου Λέρου προς βόσκηση ζώων, καθόσον βεβαίως τέτοιο γεγονός χρήσεως υπέρ του Δήμου Λέρου ουδέποτε υπήρξε.
Για πρώτη φορά από το 1957 ύστερα από 56 ολόκληρα χρόνια πλήρους αδράνειας και αδιαφορίας ο Δήμος Λέρου «ενεργοποίησε» την παραπάνω διάταξη και το έτος 2013 προέβη σε προκλητική αμφισβήτηση της επί νησίδας «Λέβιθα» ή «Λέβεθα» κυριότητας, νομής και διακατοχής – φυσικής εξουσιάσεως της Μονής δια της λήψεως της υπ’αρ. 10/08-03-2013 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Λέρου και στη συνέχεια δια της λήψεως των συναφών υπ’αρ. 28 και 29/2013 αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λέρου.
Η Ιερά Μονή τονίζει στην αγωγή της ότι ο Δήμος Λέρου με φανερή πρόθεση αλλοίωσης της πραγματικότητας και παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθών ως προς την παραπάνω φύση της νησίδας για να έχει οικονομικό όφελος, με τις παραπάνω αποφάσεις τους χαρακτήρισε και βεβαίωσε ότι η φύση της νησίδας είναι «ακατοίκητη βραχονησίδα» παραβιάζοντας ακόμη και τον ουσιώδη όρο της «δωρεάς» κατά περιγραφή και απόδοση της νησίδας ως έχουσας προορισμό και αποκλειστική χρήση «προς βόσκησιν ζώων». Δυστυχώς ομοίως ο ίδιος χαρακτηρισμός έγινε και προηγούμενα το 2011 κατά τη τελευταία απογραφή, ύστερα από ΕΘΝΙΚΩΣ απαραδέκτως παράλειψη μετάβασης στη νησίδα συνεργείου της Στατιστικής Υπηρεσίας προς απογραφή, πράγμα που ενδεχομένως εκμεταλλεύτηκε ο Δήμος Λέρου χωρίς βεβαίως να δικαιολογείται για τα όργανα αυτού άγνοια της πραγματικότητας ελληνικής κοντά στην παραμεθόριο νησίδας που βρίσκεται σε απόσταση 20 ναυτικών μιλίων από την έδρα του.
Περαιτέρω ο Δήμος Λέρου με τις ίδιες ανωτέρω αποφάσεις, και ως δήθεν κύριος της νησίδας με την παραπάνω αλοιωθείσα φύση της, ως δήθεν «ακατοίκητη βραχονησίδα», αποφάσισε να προβεί σε διαδικασίες εκμίσθωσης αυτής για την εγκατάσταση επί ακατοίκητης βραχονησίδας έργων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) από ενδιαφερόμενους «επενδυτές», χωρίς αποκλεισμούς δηλαδή από οπουδήποτε και αν αυτοί προέχονται.
Επακολούθησε η από 20-03-2013 διακήρυξη Δημάρχου Λέρου περί πλειοδοτικού διαγωνισμού εκμισθώσεως και η από 03-04-2013 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Λέρου περί κατακυρώσεως του διαγωνισμού μίσθωσης και κατά την ίδια περίοδο επανειλημμένες επισκέψεις και εποπτεύσεις στη νησίδα οργάνων.
Η Ιερά Μονή τονίζει ότι δυστυχώς όλες οι παραπάνω καταφανώς παράνομες και με χρήση ψευδούς βεβαίωσης αποφάσεις των οργάνων του Δήμου Λέρου έτυχαν εγκρίσεως και αποδοχής από τις υπηρεσίες ελέγχου νομιμότητας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου του Ελληνικού Δημοσίου, παρά την έντονη μάλιστα αντίδραση τον Νοέμβριο του 2013 του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμυνας (Γ.Ε.Ε.Θ.Α.).
Με την αγωγή της η Ιερά Μονή ζητά να αναγνωρισθεί η επί της νησίδας «Λέβιθα» ή «Λέβεθα» κυριότητά της, λόγω του παράγωγου τρόπου κτήσεως δια της δωρεάς του Χρυσόβουλου Λόγου του έτους 1088 υπό του Αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού Α’ ως νόμιμου τίτλου, άλλως κατά επικουρική βάση σύμφωνα με όσα περιγράφονται στο ιστορικό με τις διατάξεις της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας, ακόμη δε πιο επικουρικά κατά μετατροπή του δικαιώματος της διηνεκούς εξουσιάσεως («τεσσαρούφ») σε πλήρους κυριότητας, λόγω της τουλάχιστον 10ετούς καλλιεργητικής διακατοχής της επ’ αυτής χωρίς δικαστική αμφισβήτηση μέχρι 10-01-1949.
Την υπόθεση χειρίζεται το δικηγορικό γραφείο του κ. Θεόδωρου Παπαγεωργίου.