Την ιδιότητα του καταναλωτή, κάτι που συνεπάγεται μεγαλύτερη προστασία έναντι των προμηθευτών, επιδιώκει το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης να φέρουν οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις. Τούτο συνεπάγεται την προστασία πάνω από 700.000 επιχειρήσεων από καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών, γεγονός που μέχρι τώρα συναντά την αντίδραση των τραπεζών. Οι τελευταίες φέρονται διατεθειμένες να συζητούν το ενδεχόμενο να ισχύσει η επίμαχη ρύθμιση μόνο στην περίπτωση των ατομικών επιχειρήσεων.
Η επιδίωξη αυτή του υπουργείου αποτελεί, σύμφωνα με αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, και τον βασικό λόγο εμπλοκής στην αναμόρφωση του νόμου 2251/ 1994 περί προστασίας του καταναλωτή. Υπενθυμίζεται ότι η δημόσια διαβούλευση επί του νομοσχεδίου για την αναμόρφωση του νόμου έχει ολοκληρωθεί από τα τέλη Ιουνίου.
Τι σημαίνει πρακτικά οι επιχειρήσεις να θεωρούνται καταναλωτές, ωσάν να ήταν, δηλαδή, φυσικά πρόσωπα χωρίς εμπορική ιδιότητα; Οτι σε περίπτωση που έχουν λάβει ένα δάνειο, ακόμη και αν αυτό είναι επιχειρηματικό, οι τράπεζες δεν μπορούν να εκδώσουν εις βάρος τους διαταγές πληρωμής απαιτήσεων και να προχωρήσουν σε μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης. Επιπλέον, οι τράπεζες σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορούν να καταγγείλουν μονομερώς τη σύμβαση, καθώς τούτο θεωρείται καταχρηστικός γενικός όρος συναλλαγών.
Απόφαση-σταθμός επί του συγκεκριμένου ζητήματος αποτελεί η υπ’ αριθμόν 13/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι τόσο επιχειρηματίας που έλαβε δάνειο για την επιχείρησή του όσο και η μητέρα του, που ορίστηκε ως εγγυήτρια, έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή: ο μεν πρώτος διότι ήταν ο τελικός αποδέκτης της τραπεζικής υπηρεσίας, εν προκειμένω της λήψης πίστωσης, η δε δεύτερη επειδή δεν συμβλήθηκε στο πλαίσιο άσκησης κάποιας εμπορικής δραστηριότητας.
Η παραπάνω απόφαση θεωρείται σε μεγάλο βαθμό συνέπεια της ασάφειας που διέπει τον υφιστάμενο νόμο 2251/1994, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί έπειτα από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις τα τελευταία 23 χρόνια. Στο άρθρο 1 ορίζεται ότι ως καταναλωτής νοείται «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) Κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του». Ωστόσο, στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου αναφέρεται ότι «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα».
Μικρή επιχείρηση ορίζεται αυτή που απασχολεί λιγότερους από 50 εργαζομένους και έχει κύκλο εργασιών έως 10 εκατ. ευρώ και πολύ μικρή η επιχείρηση με λιγότερους από 10 εργαζομένους και τζίρο έως 2 εκατ. ευρώ.
Ενιαίος ορισμός σε όλη την Ε.Ε. με διαφάνεια και ασφάλεια δικαίου
Η ασάφεια όσον αφορά τον ορισμό του καταναλωτή που υπάρχει στην υφιστάμενη νομοθεσία έχει επισημανθεί ήδη από τον Νοέμβριο του 2016 από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Ο ΟΟΣΑ, στο πλαίσιο της τρίτης εργαλειοθήκης ανταγωνισμού, συστήνει τη θέσπιση ενός ενιαίου ορισμού, προκειμένου να υπάρχει διαφάνεια και ασφάλεια δικαίου για καταναλωτές και προμηθευτές.
Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, πάντως, η ιδιότητα του καταναλωτή περιορίζεται στα φυσικά πρόσωπα και δεν επεκτείνεται σε επιχειρήσεις ή σε ελεύθερους επαγγελματίες. Παρατηρείται, ωστόσο, το φαινόμενο που καταγράφεται και στην Ελλάδα, η ύπαρξη, δηλαδή, πολλαπλών ορισμών του καταναλωτή σε αρκετές χώρες, με την ενοποίηση και την απλοποίηση να έχει υλοποιηθεί την τελευταία τριετία.
Στη Γαλλία, ο νόμος που υπάρχει από τον Μάρτιο του 2014 για τα δικαιώματα των καταναλωτών χρησιμοποιεί τη στενή έννοια του όρου του καταναλωτή, θεωρώντας το πρόσωπο που ενεργεί για λόγους πέραν της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του ιδιότητας. Μέχρι τότε, πάντως, δεν δινόταν σαφής ορισμός της έννοιας του καταναλωτή, με συνέπεια να αποφασίζουν κατά περίπτωση τα δικαστήρια.
Τη στενή έννοια του όρου του καταναλωτή χρησιμοποιεί και η Κύπρος.
Ανάλογος ορισμός χρησιμοποιείται και στην Ιταλία, όπου όλη η νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών έχει συγκεντρωθεί σε ένα νόμο, τον Καταναλωτικό Κώδικα. Παλιότερα, η νομοθεσία ήταν κατακερματισμένη, απόρροια της ανάγκης κάθε φορά να υπάρξει προσαρμογή στις κοινοτικές οδηγίες.
Στην Ισπανία, αν και ως καταναλωτής θεωρείται το φυσικό πρόσωπο που ενεργεί για λόγους πέραν της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του ιδιότητας, ο νόμος επεκτείνει τον ορισμό και σε νομικές οντότητες ή ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Ευρύτερη έννοια έχει ο ορισμός του καταναλωτή και σε διάφορες ακόμη περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, στις συμβάσεις για τα τουριστικά πακέτα, όπου καταναλωτής μπορεί να θεωρείται όχι μόνο το φυσικό πρόσωπο που απολαμβάνει τις τουριστικές υπηρεσίες, αλλά και ο αρχικός συμβαλλόμενος, για παράδειγμα μία ξενοδοχειακή επιχείρηση που συνάπτει συμφωνία με ένα τουριστικό πρακτορείο.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο έως το 2015 κάθε θεσμός που ενσωμάτωνε τις κοινοτικές οδηγίες που αφορούσαν την προστασία των καταναλωτών, χρησιμοποιούσε διαφορετικό ορισμό. Το 2015, οπότε θεσπίστηκε ο νόμος για τα δικαιώματα των καταναλωτών, ως καταναλωτής ορίζεται ο ιδιώτης που ενεργεί για λόγους που είναι εξ ολοκλήρου ή κυρίως εκτός της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής του ιδιότητας.