Σχεδόν με τριπλάσιο κόστος, έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης, επιβαρύνονται οι εγχώριες επιχειρήσεις, αποτέλεσμα της κρίσης και των ακραίων συνθηκών που επικρατούν στην οικονομία και το τραπεζικό σύστημα.
Σύμφωνα με τη μελέτη της Eurobank, σήμερα το μέσο επιτόκιο δανεισμού των επιχειρήσεων στη χώρα μας διαμορφώνεται στο 4,55%, όταν ο μέσος όρος δανεισμού των επιχειρήσεων στην Ευρωζώνη είναι 1,76%.
Η διαφορά αυτή είναι σχεδόν τριπλάσια της αντίστοιχης το 2008. Στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης τον Σεπτέμβριο του 2008, με την κατάρρευση της Lehman, οι εγχώριες επιχειρήσεις δανείζονταν με μέσο επιτόκιο 6,99% έναντι 6,03% του μέσου όρου της Ευρωζώνης, διαφορά μικρότερη των 100 μονάδων βάσης (έναντι 279 μονάδων σήμερα). Στη μελέτη υπογραμμίζεται ότι «το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό παραμένει, κατά μέσον όρο, περίπου στα αυξημένα επίπεδα του Φεβρουαρίου του 2012, εξέλιξη που επιβεβαιώνει ότι η βελτίωση των χρηματοοικονομικών δεικτών επιδρά με χρονική υστέρηση στο κόστος δανεισμού, κυρίως των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων και χρειάζεται χρόνο και κυρίως σαφή καλυτέρευση των συνθηκών ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, καθώς και των μακροοικονομικών προοπτικών».
Η κατακόρυφη αύξηση του κόστους του χρήματος δεν ήταν η μοναδική επίπτωση της κρίσης. «Παρά τις βελτιώσεις που έχουν σημειωθεί, παραμένουν σε ισχύ οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, οι τιμές κινητών και ακινήτων αξιών έχουν υποχωρήσει σημαντικά, η στενότητα ρευστότητας και η στασιμότητα στην επιστροφή καταθέσεων συνεχίζονται, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, ενώ η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου παραμένει περιορισμένη. Επιπλέον, αποδυναμώθηκαν τα συναλλακτικά ήθη, με την επικράτηση σε σημαντικό βαθμό κουλτούρας καθυστέρησης ή αποφυγής εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, τόσο από το Δημόσιο, με τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του να προσεγγίζουν αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ, όσο και από τον ιδιωτικό τομέα με την ανάπτυξη του φαινομένου των στρατηγικών κακοπληρωτών».
Το τραπεζικό σύστημα υποχρεώθηκε σε διαδοχικές αυξήσεις κεφαλαίου ύψους 64 δισ. ευρώ, απώλεσε καταθέσεις συνολικού ύψους 125 δισ. ευρώ (στα 155 δισ. σήμερα από 280 δισ. ευρώ το 2010), κάτι που αντιμετωπίστηκε με τη στήριξη του ευρωσυστήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην κορύφωση της κρίσης οι ελληνικές τράπεζες άντλησαν από το ευρωσύστημα περί τα 130 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η κρίση υπονόμευσε τη χρηματοοικονομική υγεία εκατοντάδων επιχειρήσεων, που οδηγήθηκαν στην πτώχευση και στην οικονομική ασφυξία, καταστρέφοντας σημαντικό τμήμα της παραγωγικής και οικονομικής βάσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από τα μισά επιχειρηματικά δάνεια, συνολικού ύψους 62 δισ. ευρώ, δεν εξυπηρετούνται, ενώ το σύνολο των προβληματικών δανείων των τραπεζών ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ, κάτι που υποχρέωσε τις τράπεζες να προχωρήσουν στο σχηματισμό προβλέψεων ύψους 57 δισ. ευρώ.
Επίσης σημαντική ήταν και η αύξηση της αδυναμίας των νοικοκυριών να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους, ενώ είναι εξαιρετικά ανησυχητικό ότι τα στεγαστικά δάνεια, των οποίων τα συνολικά υπόλοιπα βρίσκονται σήμερα στα 66 δισ., έχουν δείκτη ΝPE στο 42% (28 δισ. ευρώ).