Οι πολιτικές για τα πυρηνικά όπλα έχουν ακουστεί στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας. Σε μια τελευταία προσπάθεια να περιοριστεί το εντυπωσιακό προβάδισμα της Καγκελαρίου Angela Merkel στις δημοσκοπήσεις, ο Martin Schulz, ο αντίπαλός της από τους Σοσιαλδημοκράτες, ζήτησε στις 22 Αυγούστου την απομάκρυνση των τελευταίων στοιχείων της αμερικανικής αποτρεπτικής δύναμης από το γερμανικό έδαφος -που εκτιμώνται γύρω στις 20 βόμβες Β61 πυρηνικής βαρύτητας.
Παρόλο που η αναφορά του Schulz φαίνεται απεγνωσμένη και δεν έχει επαφή με τις πραγματικότητες της διατλαντικής και ευρωπαϊκής ασφάλειας, η πρωτοβουλία του αξίζει να αναγνωριστεί για το ότι έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της πυρηνικής αποτροπής και του ελέγχου των όπλων -αν μη τι άλλο επειδή στα επόμενα χρόνια πιθανώς θα υπάρξουν πλήθος αλληλένδετων πυρηνικών κρίσεων, επηρεάζοντας τη Γερμανία και την Ευρώπη. Αλλά αντί να ψάξει για ένα πιασάρικο πυρηνικό θέμα, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της στη βάση του ρόλου για οικοδόμηση γεφυρών στην πυρηνική σφαίρα. Υπάρχουν τέσσερις τομείς στους οποίους το Βερολίνο πρέπει να είναι πιο ενεργό και δυναμικό.
Ο πρώτος είναι η αμερικανό-ρωική πυρηνική σχέση. Από το 2014, η αμερικανική κυβέρνηση έχει κατηγορήσει τη Ρωσία ότι παραβιάζει τη Συνθήκη για τις πυρηνικές δυνάμεις ενδιάμεσου βεληνεκούς (INF), μία κρίσιμη συνθήκη ελέγχου του Ψυχρού Πολέμου που αποτρέπει όλους τους πυραύλους εδάφους με βεληνεκές μεταξύ 500-5.000 χιλιομέτρων. Σύμφωνα με πηγές της αμερικανικής κυβέρνησης, η Μόσχα έχει στο μεταξύ αναπτύξει, παράξει και χρησιμοποιήσει σειρά απαγορευμένων νέων συστημάτων, τα οποία μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο στόχους σε όλη την Ευρώπη.
Για τη Γερμανία, η ρωσική παραβίαση θέτει ένα ενοχλητικό πρόβλημα. Από την άλλη πλευρά, το Βερολίνο δεν μπορεί να αγνοήσει τη στρατιωτική επίδραση της παραβίασης και τις αυξημένες απειλές (όπως γίνονται αντιληπτές) στις πρωτεύουσες του ΝΑΤΟ ανατολικά του Βερολίνου. Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία θέλει να αποφύγει μια πυρηνική αντιπαράθεση στην Ευρώπη με τις ΗΠΑ πιθανώς να αναπτύσσουν νέα πυρηνικά συστήματα ενδιάμεσου βεληνεκούς στην Ευρώπη -που ήταν ένα εφιαλτικό σενάριο για τη Γερμανία στη δεκαετία του 1980.
Μέχρι στιγμής, το Βερολίνο έχει βασιστεί στη σιωπηρή διπλωματία πίσω από τα παρασκήνια αλλά έχει αποφύγει μια ξεκάθαρη δημόσια στάση για τη Συνθήκη INF. Αυτό είναι προβληματικό όχι μόνο διότι στέλνει ένα συγκεχυμένο μήνυμα στους Ευρωπαίους συμμάχους του ΝΑΤΟ αλλά επίσης επειδή οι πρόσφατες νομοθετικές προσπάθειες του Αμερικανού Κογκρέσου φαίνονται να ανοίγουν το δρόμο ώστε ο Λευκός Οίκος να αποχωρήσει από τη Συνθήκη το 2019.
Το Βερολίνο πρέπει να προωθήσει τη διπλωματική του ατζέντα σε διάφορα μέτωπα. Η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να εργαστεί για την ανάπτυξη μιας ενωμένης απάντησης του ΝΑΤΟ στις ρωσικές παραβιάσεις. Εάν το Βερολίνο θέλει να αποτρέψει μια νέα κούρσα εξοπλισμών στην Ευρώπη, πρέπει να καταστήσει σαφές ποιες εναλλακτικές στρατιωτικές και διπλωματικές επιλογές θα εξετάσει. Το Βερολίνο επίσης χρειάζεται δημοσίως να φέρει το ζήτημα στο προσκήνιο στο ανώτατο επίπεδο με τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον, καθώς και στο επίπεδο της Καγκελαρίου. Καθώς τα νέα ρωσικά όπλα μέσης εμβέλειας θα επηρεάσουν την ισορροπία στην Ασία, το Βερολίνο θα πρέπει επιπλέον να συνεργαστεί με την Κίνα, την Ινδία, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα για να δημιουργηθεί διεθνής πίεση στη Μόσχα.
Δεύτερον, το αμερικανικό Κογκρέσο έχει απειλήσει να απαγορεύσει τη χρήση των πόρων για την επέκταση της Νέας Στρατηγικής Συνθήκης Μείωσης των Όπλων (New START), η οποία περιορίζει τα αμερικανικά και ρωσικά στρατηγικά πυρηνικά συστήματα. Η Μόσχα έχει ήδη εκφράσει το ενδιαφέρον της στην επέκταση της συνθήκης για άλλα πέντε χρόνια πέρα από την τωρινή λήξη το 2021, αλλά ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump δεν έχει ακόμη θίξει το ζήτημα.
Χωρίς τη New START, θα κινδύνευε η αμερικανό-ρωσική στρατηγική σταθερότητα, με δυνητκά σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την παγκόσμια ασφάλεια. Εδώ, η Γερμανία θα πρέπει να ενεργήσει ως ένας έντιμος διαμεσολαβητής, υπενθυμίζοντας στον Ρώσο πρόεδρο Vladimir Putin και στον Αμερικανό πρόεδρο Donald Trump, ότι οι εθνικές πυρηνικές τους πολιτικές θα έχουν άμεσες επιδράσεις στην πιθανή διάδοση πυρηνικών από τρίτες χώρες.
Τρίτον, ο Trump έχει απειλήσει να μην εφαρμόσει τη συμφωνία του Ιουλίου 2015 για τον περιορισμό των πυρηνικών επιλογών του Ιράν. Το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA) του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, είναι ένα επίτευγμα της πολυμερούς διπλωματίας, αν μη τι άλλο διότι ο εποικοδομητικός ρόλος της Γερμανίας και της ΕΕ στην επίπονη διαπραγματευτική διαδικασία της αποτροπής της Τεχεράνης από το να αποκτήσει πυρηνικές δυνατότητες.
Παρά τις πολλαπλές αδυναμίες της συμφωνίας, όπως το ότι δεν περιορίζει τις περιφερειακές φιλοδοξίες του Ιράν ή δεν αντιμετωπίζει ζητήματα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το να καταργηθεί η JCPOA θα ήταν ένα τεράστιο λάθος. Όχι μόνο δεν θα αποσταθεροποιούσε τη Μέση Ανατολή δίνοντας κίνητρα στο Ιράν -και ίσως και σε άλλες περιφερειακές δυνάμεις- να εγκαταλείψει την πορεία διάδοσης, αλλά επίσης θα έστελνε το καταστροφικό μήνυμα σε κάθε αντίπαλο των ΗΠΑ ότι το να κάνεις συμφωνίες με την Ουάσιγκτον, έρχεται με μεγάλη αβεβαιότητα και πιθανώς με σοβαρά ρίσκα και κόστος.
Ως μία από τις πλευρές των διαπραγματεύσεων για τη JCPOA, Η Γερμανία, σε συνεννόηση με άλλες δυνάμεις όπως η Γαλλία, η Ρωσία και η Κίνα, πρέπει να υπενθυμίσουν στον trump και στους στρατηγούς του στο αμερικανικό Κογκρέσο και στην κυβέρνηση, ότι η Ουάσιγκτον θα βρεθεί απομονωμένη εάν εγκαταλείψει τη συμφωνία. Ενδεχόμενη πρόσθετη αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής θα ερχόταν σε αντίθεση με τα γερμανικά επιχειρηματικά συμφέροντα στο Ιράν και θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για το επόμενο κύμα προσφύγων από την εμπόλεμη περιοχή στην Ευρώπη.
Τέταρτον, ως χώρα που επωφελείται από τις αμερικανικές εγγυήσεις αποτροπής των πυρηνικών, η Γερμανία θα πρέπει να εργαστεί σκληρά για να συμβιβάσει τις παγκόσμιες προσπάθειες πυρηνικού αφοπλισμού με τα συμφέροντα εκείνων των κρατών που απολαμβάνουν πυρηνικά προστασία από άλλες. Τον περασμένο Ιούλιο, 122 κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών ψήφισαν υπέρ μιας νομικά δεσμευτικής συνθήκης για την απαγόρευση των πυρηνικών. Ούσα μέλος του ΝΑΤΟ, μια στρατιωτική συμμαχία που στηρίζεται στην έννοια της πυρηνικής αποτροπής, η Γερμανία δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις. Αν και οι υπερασπιστές του παγκόσμιου αφοπλισμού είναι δικαίως στα “πάνω τους”, το απόλυτο hangover θα έρθει όταν η εξάρτηση από τα πυρηνικά όπλα θα συνεχίσει να διαμορφώσει τις πολιτικές ασφάλειας παγκοσμίως στα επόμενα χρόνια.
Προτού οι αναπόφευκτες απογοητεύσεις όσων υπέγραψαν τη συνθήκη μετατραπούν σε απόλυτη απόρριψη του καθεστώτος μη διάδοσης και αφοπλισμού, το Βερολίνο πρέπει να θέσει στόχο την ανανέωση της συμφωνίας που βρισκόταν στο επίκεντρο της Συνθήκης για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (ΝΡΤ Treaty) -ότι αυτοί που έχουν πυρηνικά θα αφοπλιστούν και όσοι δεν έχουν πυρηνικά δεν θα επιδιώξουν να αποκτήσουν. Και πάλι, η Γερμανία δεν μπορεί να δράσει μόνη της σε αυτό. Αλλά η συμμετοχή της στην πρωτοβουλία μη διάδοσης και αφοπλισμού -μια ομάδα ομοϊδεατών κρατών- δίνει στο Βερολίνο ένα πολλά υποσχόμενο διπλωματικό εργαλεία για να θυμίσει στα πυρηνικά και μη κατέχοντα πυρηνικά όπλα κράτη να πάρουν στα σοβαρά τις υποχρεώσεις της συνθήκης ΝΡΤ.
Ως μια χώρα που οικοδομεί γέφυρες συνεννόησης, η Γερμανία θα αντιμετωπίσει επιθέσεις από εκείνους που προτιμούν τάφρους αντί για γέφυρες. Αλλά στον κόσμο των εθνικών εγωισμών, το Βερολίνο θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τη βαρύτητά του αποφασιστικά εάν θέλει να βοηθήσει να διατηρηθεί η τάξη που κοστίζει τόσο πολύ. Για αυτό, δυστυχώς, ο τρέχον γερμανικός διάλογος για ή εναντίον των αυξημένων αμυντικών δαπανών, είναι κατά κάποιον τρόπο εκτός θέματος. Μόνο αυτοί που υποστηρίζουν συνεργατικές προσπάθειες με δυναμική, θα λάβουν σεβασμό τόσο από τους συμμάχους όσο και από όσους αμφισβητούν τη διεθνή τάξη.