Από τον Μάιο και την εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν στην προεδρία της Γαλλίας διαγράφεται η προοπτική να διορθωθούν οι εγγενείς αδυναμίες που παρουσιάζει ο σχεδιασμός του ευρώ και της Ευρωζώνης. Το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, που υφίσταται από το 1999, είχε σχεδιασθεί ως ένα πολιτικό εγχείρημα που θα προωθούσε την ενότητα. Μία δεκαετία μετά τη γέννηση του ευρώ, όμως, η κρίση στην Ελλάδα έφερε στην επιφάνεια την αδυναμία της Ευρωζώνης να επιβάλει την τήρηση κοινών κανόνων και ιδιαιτέρως όσων αφορούν το χρέος και τις δαπάνες.
Ο Γάλλος πρόεδρος ζητεί μεγαλύτερη δημοσιονομική ενοποίηση μεταξύ των 19 χωρών-μελών της Ευρωζώνης για να αντιμετωπισθούν τουλάχιστον ορισμένες από τις ατέλειες του ευρώ. Δεδομένου ότι η Γερμανία φαίνεται ανοικτή στις εκκλήσεις του κ. Μακρόν, ίσως η πολιτική συγκυρία είναι ευνοϊκή για την αναδιάταξη του σχεδίου του ευρώ και την επανεκκίνηση της Ε.Ε. Ας δούμε τις προτάσεις που έχουν παρουσιασθεί και τα εμπόδια στα οποία προσκρούουν. Ο κ. Μακρόν έχει προτείνει τη θέσπιση προϋπολογισμού της Ευρωζώνης που θα διευκολύνει τη χρηματοδότηση των επενδύσεων με σκοπό την τόνωση της ανάπτυξης, τη χορήγηση έκτακτης οικονομικής βοήθειας και τον συντονισμό της Ευρωζώνης όταν αντιδρά σε οικονομικές κρίσεις. Οι εθνικοί προϋπολογισμοί θα παραμένουν στη διακριτική ευχέρεια των χωρών-μελών, αλλά αυτός ο κοινός πόρος ενός προϋπολογισμού της Ευρωζώνης θα μπορούσε να είναι ευεργετικός σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας. Θα βοηθούσε, άλλωστε, ώστε η ανάπτυξη της Ευρωζώνης να μην εξαρτάται πια τόσο από την ΕΚΤ. Θα δικαιούται πρόσβαση στα κονδύλια αυτού του προϋπολογισμού όποια χώρα συμμορφώνεται με τους κανόνες της Ευρωζώνης.
Η Γερμανίδα καγκελάριος έχει δηλώσει σύμφωνη με την ιδέα. Σε συνέντευξη Τύπου στις 13 Ιουλίου υπενθύμισε ότι είχε η ίδια προτείνει έναν μικρότερο προϋπολογισμό για την Ευρωζώνη εν μέσω της κρίσης χρέους το 2012, αλλά η ιδέα της απορρίφθηκε. Ο Γάλλος πρόεδρος έχει, επίσης, προτείνει να θεσπισθεί χαρτοφυλάκιο υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης που θα τελεί υπό την εποπτεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Την ιδέα υποστηρίζει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά τονίζει ότι προϋποθέτει προσαρμογή των συνθηκών, κάτι που δεν είναι ρεαλιστικό σχέδιο αυτήν τη στιγμή. Τις δύο προτάσεις του Γάλλου προέδρου στηρίζουν Ισπανία και Ιταλία, που τις θεωρούν αναγκαίες για την ενίσχυση της Ευρωζώνης και την περιφρούρησή της από μελλοντικές κρίσεις, όπως άλλωστε και η Κομισιόν. Η κρίση χρέους αποκλιμακώθηκε όταν δρομολογήθηκαν ορισμένα διορθωτικά μέτρα σχετικά με τις εγγενείς αδυναμίες του ευρώ, όπως η δημιουργία τραπεζικής ένωσης: ο κεντρικός σχεδιασμός της τραπεζικής εποπτείας και ένα πλαίσιο για την εκκαθάριση τραπεζών. Κάποιες άλλες επίμαχες μεταρρυθμίσεις, όμως, αναβλήθηκαν λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης. Ισως η πιο «ακανθώδης» πρόταση είναι εκείνη για την έκδοση κοινού ομολόγου με την εγγύηση των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, μια ιδέα που απορρίπτει ο κ. Σόιμπλε επειδή αναγκάζει τους φορολογουμένους να επωμισθούν τον κίνδυνο. Προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις, η Κομισιόν έχει προτείνει την ιδέα ενός χρηματοπιστωτικού εργαλείου της Ευρωζώνης, του Ασφαλούς Ευρωπαϊκού Ενεργητικού, που θα ενώνει σε δέσμες κρατικά ομόλογα από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, ώστε να τα πουλάει στους επενδυτές ως ενιαίο προϊόν.
Το σχέδιο σύστασης ευρωπαϊκού ΔΝΤ
Μια ιδέα που υποστηρίζουν τα μεγάλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, είναι η μετατροπή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, που θα έχει μεγαλύτερες εξουσίες όσον αφορά την καταγραφή των δημοσιονομικών των χωρών-μελών αλλά και λόγο για τα μελλοντικά προγράμματα διάσωσης. Ετσι θα μπορεί να εντοπίζει χώρες με δημοσιονομικά προβλήματα και να εποπτεύει τα προγράμματα διάσωσης, κάτι που έως τώρα κάνει η Κομισιόν. Η Γερμανία υποστηρίζει αυτήν την ιδέα σε αντίθεση με την Κομισιόν, που θέλει να διατηρήσει όσες εξουσίες μπορεί στις Βρυξέλλες. Πολλοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν πως η πιο κρίσιμη μεταρρύθμιση αφορά τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού κλάδου, δηλαδή το τρίτο σκέλος της τραπεζικής ένωσης: ένα κοινό ταμείο εγγύησης καταθέσεων. Η Γερμανία ανθίσταται έως τώρα, καθώς ανησυχεί ότι οι Γερμανοί φορολογούμενοι θα αναλάβουν την ευθύνη για τα προβλήματα του τραπεζικού κλάδου άλλων χωρών. Το Βερολίνο αντιπροτείνει να περιορισθεί η έκθεση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο κρατικό χρέος. Δεν συμφωνούν, όμως, μαζί του παρά μόνον η Φινλανδία και η Ολλανδία. Η Γερμανίδα καγκελάριος έχει παραδεχθεί δημοσίως ότι είναι ανάγκη να κινηθεί η Ευρωζώνη προς την περαιτέρω ενοποίησή της. Είναι απίθανο να γίνει οποιαδήποτε κίνηση πριν από τις γερμανικές εκλογές στις 24 Σεπτεμβρίου, αλλά μόλις σχηματισθεί η νέα κυβέρνηση, θα μπορούν να αρχίσουν συνομιλίες γι’ αυτό το θέμα. Κι ενώ το Βερολίνο διατηρεί τις επιφυλάξεις του, η εκλογή του Μακρόν δρα ως καταλύτης, αλλάζοντας τη στάση της Γερμανίας σε κάποιους τομείς.