Ερμηνεία των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναφορικά με το διορισμό τεχνικού συμβούλου στα πλαίσια λήψης γενετικού υλικού για ανάλυση DNA
Με την υπ’ αριθμ. 1/2017 απόφασή της η Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ερμηνεύονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναφορικά με το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου από κατηγορούμενο στα πλαίσια λήψης γενετικού υλικού για την ανάλυση DNA.
Σύμφωνα με την απόφαση, κατά την λήψη γενετικού υλικού από τον κατηγορούμενο για την ανάλυση DNA, αυτός έχει δικαίωμα να διορίσει τεχνικούς συμβούλους εντός της ταχθείσης προθεσμίας, και εφ’ όσον δεν έχει παρέλθει η προθεσμία αυτή, η λήψη γενετικού υλικού από τον κατηγορούμενο και η περαιτέρω ανάλυσή του, συνιστούν άκυρες ανακριτικές πράξεις.
Σύμφωνα με το ιστορικό της απόφασης, στα πλαίσια κύριας ανάκρισης σε υπόθεση που αφορούσε στην τέλεση μίας σειράς αδικημάτων, όπως ληστεία, κατοχή όπλων, οπλοφορίας κ.α., ο ανακριτής εξέδωσε διάταξη περί λήψης γενετικού υλικού για ανάλυση DNA από δύο κατηγορουμένους.
Η διάταξη κοινοποιήθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα και στους κατηγορουμένους, στους οποίους τέθηκε προθεσμία 48 ωρών από την κοινοποίησή της, για τυχόν διορισμό τεχνικού συμβούλου κατ’ άρθρ. 204 ΚΠΔ.
Ο ένας εκ των κατηγορουμένων υπέβαλε έντασή περί ακυρότητας της προδικασίας, διαμαρτυρόμενος ότι πραγματοποιήθηκε λήψη DNA από αυτόν πριν την παρέλευση της 48ωρης προθεσμίας που του είχε ταχθεί προκειμένου να διορίσει τεχνικούς συμβούλους, τους οποίους τελικώς διόρισε εμπροθέσμως.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με βούλευμά του έκανε δεκτή την ένσταση, ακύρωσε τη λήψη βιολογικού υλικού για προσδιορισμό γενετικού τύπου – εξέταση DNA, διέταξε την επανάληψη λήψης βιολογικού υλικού και την καταστροφή του ήδη ληφθέντος δείγματος, κρίνοντας ότι συντρέχει περίπτωση απολύτου ακυρότητας που πλήττει τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Σύμφωνα δε με το δικαστήριο, ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου του ότι η ίδια απόλυτη ακυρότητα συντρέχει και για τον συγκατηγορούμενό του, θα πρέπει, λαμβανομένης αυτεπαγγέλτως υπόψη της απολύτου ακυρότητος, να ακυρωθεί η λήψη του γενετικού υλικού και οι τυχόν μεταγενέστερες πράξεις και για εκείνον.
Όπως επισημαίνει το δικαστήριο, η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 204 έως 208 του ΚΠΔ, υπό τις εξαιρέσεις βεβαίως των άρθρου 204 παρ. 2 και 187 του ΚΠΔ, αφορά τόσον την λήψη του γενετικού υλικού, όσον και στην ανάλυση αυτού, αφού δεν γίνεται διάκριση ως προς την εφαρμογή τους στην μια ή στην άλλη περίπτωση.
Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι τόσον η πράξη της λήψεως του γενετικού υλικού, όσον και εκείνη της αναλύσεως DNA αυτού, αποτελούν αναγκαίες μερικότερες πράξεις της ανακριτικής πράξεως της πραγματογνωμοσύνης για την ανάλυση DNA, και διέπονται από το σύνολο των επ’ αυτής εφαρμοστέων διατάξεων.
Και τούτο γιατί, κατά λογικήν αναγκαιότητα, η έγκυρη διενέργεια της δεύτερης (αναλύσεως DNA) και το ασφαλές αποτέλεσμα αυτής, προϋποθέτει την έγκυρη διενέργεια της πρώτης (λήψεως του γενετικού υλικού από τον κατηγορούμενο), τόσον κατά τους κανόνες της επιστήμης, όσον και κατά τους κανόνες, που ορίζει ο ΚΠΔ για την διεξαγωγή της (πραγματογνωμοσύνης αυτής), ώστε το λαμβανόμενο γενετικό υλικό να είναι κατάλληλο για την επακολουθούσα ανάλυσή του και έτσι να προκύπτει ασφαλής διάγνωση, ότι τα εκ της αναλύσεως προκύπτοντα γενετικά αποτυπώματα ανήκουν στο πρόσωπο από το οποίο ελήφθη το αναλυθέν γενετικό υλικό.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr