Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με την τακτική διαδικασία προσέφυγε χθες με αγωγή κατά ενός κατοίκου Νίκαιας Αττικής ο Δήμος Σύμης αξιώνοντας αποζημιώσεις από αδικοπραξία έως και από αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Ο Δήμος Σύμης συγκεκριμένα δια του νομικού του συμβούλου κ. Ελευθερίου Πάσσου, ζητά να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 98.351,22 ευρώ, άλλως 71.351,22 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής του.
Άλλως και επικουρικά να αναγνωρισθεί, ότι η περιουσία του εναγομένου αυξήθηκε κατά το ποσό των 68.351,22 ευρώ άλλως κατά το ποσό των 41.351,22 ευρώ εις βάρος της περιουσίας του Δήμου Σύμης.
Την 21 Νοεμβρίου 2012 κατά την διάρκεια καθημερινών συναλλακτικών εργασιών του Δήμου, οι υπάλληλοι της ταμειακής υπηρεσίας διαπίστωσαν ότι είχαν δεσμευθεί δύο τραπεζικοί λογαριασμοί στο υποκατάστημα Σύμης της τράπεζας Alpha Bank μέχρι του ποσού των 65.187,00 ευρώ.
Διερευνώντας την ξαφνική και ανεξήγητη αυτή δέσμευση των λογαριασμών διαπίστωσαν, ότι ο εναγόμενος με δήθεν τίτλο εκτελεστό την υπ’ αριθμό 2070/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (Ασφαλιστικά Μέτρα) επέσπευσε με το από 12 Νοεμβρίου 2012 κατασχετήριο έγγραφό του κατάσχεση εναντίον του Δήμου Σύμης και εις χείρας της τράπεζας ως τρίτης σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση, επιτάσσοντας παρανόμως και δολίως το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, στο οποίο επέδωσε το κατασχετήριο έγγραφο, όπως δεσμεύσει τους λογαριασμούς.
Στην συνέχεια, ο εναγόμενος ανέλαβε στις 15 Απριλίου 2013 το ποσό των 7.030,61€ και τις 29 Μαϊου 2013 το ποσό των 19.356,96€ από τον ένα λογαριασμό, καθώς και ποσό 41.963,65€ από τον δεύτερο.
Όπως εκθέτει ο Δήμος Σύμης στην αγωγή του: «Οι προαναφερθείσες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, οι οποίες έλαβαν χώρα ακύρως και παρανόμως, συνιστούν κατάφωρα και αναμφισβήτητα αδικοπραξία του εναγομένου αλλά και ποινικό αδίκημα αυτού».
Τονίζει ειδικότερα ότι η ως άνω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (υπ’ αριθμ. 2070/2010) εξεδόθη στα πλαίσια της υποχρεωτικής προδικασίας που καθιερώνει ο νόμος (ν.31/1968), προκειμένου να χορηγηθεί η απαιτούμενη άδεια για την επιβολή κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, όταν ο τρίτος τυγχάνει ΟΤΑ.
Συνεπώς, δεν αποτελούσε εκτελεστό τίτλο, δυνάμενο να θεμελιώσει δικαίωμα του εναγομένου για επιβολή κατάσχεσης (αλλά και οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης), και αναφέρθηκε εντελώς προσχηματικά και παραπλανητικά εκ μέρους του αντιδίκου στα κατασχετήριά του, με τον οποίο ουδεμία σχέση συνδέει τον Δήμο, με σκοπό να εξαπατήσει την ανωτέρω τράπεζα και να υφαρπάξει παράνομα τα παρακατατεθειμένα σε αυτήν χρήματα του Δήμου.
Επισημαίνει ακόμη ότι ο εναγόμενος, μολονότι επέδωσε σχετικό κατασχετήριο στην άνω τράπεζα την 12 Νοεμβρίου 2012, ουδέποτε το επέδωσε και στον Δήμο Σύμης προφανώς στα πλαίσια της όλης προσπάθειας εξαπάτησης της τράπεζας.
Ο Δήμος Σύμης καθιστά ακόμη σαφές ότι ο εναγόμενος πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθ. 1403/2005 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για απαίτησή του κατά Ετερόρρυθμης Τεχνικής Εταιρείας η οποία συνεβλήθη με τον Δήμο για την εκτέλεση έργου στο νησί, χωρίς όμως η σχετική απαίτησή της να είναι εκκαθαρισμένη, δεδομένου ότι υπάρχουν πλημμέλειες στο σχετικό έργο.
Δυνάμει της ανωτέρω Διαταγής Πληρωμής, ο αντίδικος προέβη σε κατάσχεση εις χείρας του Δήμου ως τρίτου, χρηματικού ποσού ύψους 58.494,43 ευρώ, δυνάμει του από 22 Δεκεμβρίου 2008 κατασχετηρίου. Για τους προαναφερθέντες λόγους ο Δήμος δεν προέβη στην προβλεπόμενη δήλωση προς την γραμματεία του κατά τόπον αρμοδίου Ειρηνοδικείου, περί της υπάρξεως ή μη της σχετικής απαίτησης, γεγονός που εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Ο εναγόμενος, όμως, ουδέποτε άσκησε ανακοπή κατά της σχετικής αρνητικής δήλωσής και ειδικότερα εντός της 30νθήμερης προθεσμίας που τάσσει ο νόμος, με αποτέλεσμα ο κατασχών να εκπίπτει πλέον από το δικαίωμα ασκήσεώς της, ενώ επιπλέον δεν δικαιούται πλέον να αμφισβητήσει την ειλικρίνεια της δηλώσεως του τρίτου.
Προφανώς, λοιπόν, γνωρίζοντας όλα τα παραπάνω ο εναγόμενος, το γεγονός δηλαδή ότι η αρχική κατάσχεση, την οποία είχε επιβάλει εις χείρας του Δήμου ως τρίτου, είναι άκυρη και ότι δεν δύναται πλέον να ζητήσει να καταβληθεί σε αυτόν το κατασχεθέν ποσό, επανήλθε με νέο κατασχετήριο έγγραφο αυτή τη φορά, χωρίς να ερείδεται σε οποιονδήποτε εκτελεστό τίτλο, παρουσιάζοντας δήθεν τον Δήμο ως οφειλέτη του και ενεργώντας κατάσχεση εις χείρας της άνω τράπεζας ως τρίτης.
Τονίζει επίσης ότι το που είχε αναλάβει η εργοληπτική εταιρεία μέχρι και σήμερα δεν έχει νομίμως περαιωθεί και κατά συνέπεια υπήρξε και για τον λόγο αυτό άκυρη η κατάσχεση οποιουδήποτε ποσού, που αφορά αμοιβή του εργολάβου για το ανωτέρω μη περαιωθέν έργο.