Στις ελληνικές καλένδες παραπέμπεται η απαίτηση του ΔΝΤ για την ανάγκη πρόσθετης κεφαλαιακής ενίσχυσης των εγχώριων τραπεζών, με 10 δισ. ευρώ, καθώς ΕΚΤ και Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) δεν συμφωνούν σε μια τέτοια προοπτική. Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι μια νέα κεφαλαιακή ένεση είναι απαραίτητη προκειμένου οι ελληνικές τράπεζες να προχωρήσουν σε μεγαλύτερες διαγραφές προβληματικών δανείων, αντιμετωπίζοντας αποφασιστικά και ριζικά το μεγάλο αυτό πρόβλημα. Θεωρεί ότι με έναν τόσο μεγάλο όγκο προβληματικών δανείων στον ισολογισμό τους δεν θα μπορέσουν να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη και θα παραμείνουν καθηλωμένες, λειτουργώντας ως τροχοπέδη στην προσπάθεια ανάπτυξης της οικονομίας.
Η ΕΚΤ, ωστόσο, αρνήθηκε να μπει σε σχετική συζήτηση. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε σχετική επιστολή της διευθύντριας του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ προς τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δεν απάντησε ο ίδιος αλλά η κ. Σαμπίν Λαουτενσλάγκερ, αντιπρόεδρος του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), κάτι που αποτυπώνει τη διάθεση της ΕΚΤ να υποβαθμίσει το ζήτημα. Στην απαντητική επιστολή, μάλιστα, υπογραμμίζεται ότι ο SSM είναι ανεξάρτητο όργανο και δεν λαμβάνει οδηγίες από θεσμούς ή όργανα της Ε.Ε., κυβερνήσεις ή οποιονδήποτε άλλον οργανισμό. Αναφέρει ότι σε εξέλιξη βρίσκονται προγραμματισμένοι, για το δεύτερο εξάμηνο του 2017, επιτόπιοι έλεγχοι στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών, ώστε να διαπιστωθεί η κατάστασή τους και από τα αποτελέσματα των ελέγχων θα εξαρτηθεί το ενδεχόμενο εξέτασης πρόσθετων δράσεων.
Σύμφωνα με αναλυτές, η ΕΚΤ θα ήταν πολύ δύσκολο να συναινέσει στο αίτημα του ΔΝΤ δεδομένου ότι η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, η τρίτη, πραγματοποιήθηκε μόλις πριν από ενάμιση χρόνο και αφού προηγήθηκε αναλυτικό stress test από την ΕΚΤ.
ΕΚΤ και Τράπεζα της Ελλάδος θεωρούν ότι το ύψος των μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών ανοιγμάτων (NPEs) αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες. Ωστόσο αυτό μπορεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω των δράσεων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των διοικήσεων των τραπεζών και του SSM, σχέδιο που περιλαμβάνει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και ποσοτικούς στόχους για τη μείωση των προβληματικών δανείων.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, τα NPEs πρέπει να μειωθούν από τα 103,9 δισ. ευρώ σήμερα (Μάρτιος 2017), σε 66,7 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019 και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) από 75,2 δισ. ευρώ, που ήταν τον περασμένο Μάρτιο, στα 40,2 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019. Στόχοι που η ΕΚΤ θεωρεί φιλόδοξους αλλά επιτεύξιμους.
Ωστόσο, πολλοί αναλυτές συμφωνούν με την εκτίμηση του ΔΝΤ ότι οι στόχοι είναι υπερβολικά φιλόδοξοι και πολύ δύσκολα θα επιτευχθούν. Η επιστολή του SSM προς τη διευθύντρια του ΔΝΤ μπορεί να «παγώνει» τη συζήτηση για την ανάγκη άμεσης νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης, ωστόσο περιλαμβάνει μια ξεκάθαρη προειδοποίηση προς τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών και κατ’ επέκτασιν την κυβέρνηση: αν από τους επιτόπιους ελέγχους που έχουν ξεκινήσει και οι οποίοι θα ολοκληρωθούν τις επόμενες εβδομάδες προκύψουν σοβαρές αποκλίσεις από τους στόχους ή αδυναμίες στη στρατηγική αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων, τότε ο SSM θα απαιτήσει πρόσθετες διορθωτικές ενέργειες προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι στόχοι παραμένουν ρεαλιστικοί και φιλόδοξοι. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες πρέπει τους επόμενους μήνες να προχωρήσουν σε δραστικές κινήσεις για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων προκειμένου να μην αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο νέας ανακεφαλαιοποίησης, εξέλιξη που θα μπορούσε να πυροδοτήσει νέο κύκλο αστάθειας και αβεβαιότητας.